Η δίψα για θησαυρούς κάθε είδους κινητοποίησε ανά τους αιώνες πάμπολλους τρελούς, που έψαξαν οπουδήποτε: στα βάθη των ωκεανών, σε σπηλιές και κορυφές βουνών, σε δάση, στα έγκατα της γης, σε χαλάσματα και σε κρύπτες. Μια ιδιαίτερη μερίδα αυτών των τρελών ξοδεύει ολόκληρες ζωές σε αρχεία και βιβλιοθήκες, αναζητώντας αρχαία έργα. Παλιές βιβλιοθήκες και αρχεία με χειρόγραφα, παπύρους και περγαμηνές είναι γι’ αυτούς ό,τι η σπηλιά των 40 κλεφτών για τον Αλημπαμπά. Είναι μια εξαιρετικά κουραστική εργασία, αλλά κάποιες φορές αποδίδει εκπληκτικούς καρπούς.
Μια από αυτές τις φορές ήταν το 2014, όταν ο παπυρολόγος Dirk Obbink κλήθηκε από ιδιοκτήτη αρχαίου παπύρου να αναγνωρίσει το ταλαιπωρημένο μακροσκελές ελληνικό κείμενο που ήταν γραμμένο σ’ αυτόν. Ο Obbink σύντομα κατάλαβε ότι είχε μπροστά του 2 άγνωστα ΠΟΙΗΜΑΤΑ της ΣΑΠΦΟΥΣ. Τα ποιήματα είναι γραμμένα στην αιολική διάλεκτο κι αφορούν το ένα σε μια επίκληση στην Αφροδίτη και το άλλο σε δύο από τα αδέλφια της Σαπφούς, το Χάραξο και το Λάριχο.
Στο ποίημα αναφέρεται ότι ο Χάραξος ήταν έμπορος, που ταξίδευε στη θάλασσα• επιβεβαιώνεται έτσι ο Ηρόδοτος που ανεφερε ότι ο Χάραξος έφτασε κάποτε στη Ναύκρατι της Αιγύπτου και έδωσε μια περιουσία για να κανει δική του την πανέμορφη εταίρα Ροδώπιν. Ο ιστορικός έγραψε ότι όταν ο Χάραξος γύρισε στη Λέσβο, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την κοροϊδία της αδελφής του, που φρόντισε να διαλαλήσει την αδυναμία του στη Ροδώπιν σ’ ένα από τα ποιήματά της.
Από τα ποιήματα της Σαπφούς, που περιέχονταν σε 9 βιβλία, μόνο σπαράγματα έχουν διασωθεί, παρότι η φήμη της ήδη από την αρχαιότητα ήταν μεγάλη. Δικαίως κλήθηκε «δεκάτη μούσα»: ο Οβίδιος σύστηνε τα ποιήματά της σε όσους ήθελαν να μάθουν να φλερτάρουν, ενώ συμβούλευε τους πληγωμένους από τον έρωτα να τα αποφεύγουν. Τα 9 βιβλία της πρέπει να χάθηκαν στο χάος που προέκυψε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453. Μετά την ανακάλυψη του 2014, οι επιστήμονες προσπαθούν ν’ ανασυνθέσουν τα κείμενα με παπύρους από την Οξύρυγχο της Αιγύπτου.
Η φωτιά, όμως, κατέστρεψε, εκτός από τα ποιήματα της Σαπφούς, και τις σκέψεις ενός άλλου φωτεινού μυαλού της αρχαιότητας: του Πρωταγόρα. Σοφιστής γεννημένος στα Άβδηρα της Θράκης, ταξίδεψε σ’ όλον τον ελληνικό αρχαίο κοσμο για να διδάξει τις θεωρίες του επ’ αμοιβή. Ερχόμενος στην Αθήνα, στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., γνωρίστηκε με τον Περικλή, έγινε φίλος και δάσκαλός του. Ο Περικλής, εντυπωσιασμένος από τη σοφία του Πρωταγόρα, του ανέθεσε να συντάξει τη νομοθεσία της πόλης Θούριοι στην Κ. Ιταλία, που ιδρύθηκε στα ερείπια της Σύβαρης, το 444π.Χ. Ο Πρωταγόρας γύρισε αργότερα στην Αθήνα, όπου είδε την πόλη αλλαγμένη από τον Πελλοπονησιακό Πόλεμο. Εκεί δίδασκε έναντι υψηλής αμοιβής, κάνοντας διαλέξεις, ενώ έγραψε και αρκετά βιβλία.
Το έργο του Πρωταγόρα χάθηκε, καθώς, μετά από μήνυση ενός Πυθόδωρου, κατηγορήθηκε για αθεϊα και για ν’ αποφύγει τα χειρότερα έφυγε εσπευμένα για την Ιταλία. Το πλοίο του ναυάγησε κι αυτός πνίγηκε• αυτή είναι η επικρατέστερη εκδοχή. Στην Αθήνα τα βιβλία του κάηκαν δημόσια κι έτσι μόνο αποσπάσματα έχουν διασωθεί από άλλους. Για τον άνθρωπο Πρωταγόρα και το έργο του έχουμε κυρίως τη μαρτυρία του Πλάτωνα, που έγραψε τον ομώνυμο σωκρατικό διάλογο (που ταλαιπώρησε τη γενιά μας στο λύκειο) και τα έργα των Διογένη Λαέρτιου και Σέξτου Εμπειρικού.
Τι πρέσβευε ο Πρωταγόρας κι έγινε τόσο μισητός; Ήταν ο πρώτος και πιο γνωστός σχετικιστής κι αγνωστικιστής της αρχαιότητας. Η ρήση του «Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος» είναι η επιτομή του σχετικισμού. Απόρροια του σχετικισμού ήταν η αδυναμία του να πιστέψει σε θεϊκούς νόμους. Θεωρούσε ότι οι νόμοι της πολιτείας είναι αποτέλεσμα κοινωνικών συμβάσεων (άρα σχετικοί, γιατί αλλάζουν από πόλη σε πόλη) κι όχι θεϊκής έμπνευσης. Πίστευε στη σχετική δικαιοσύνη των ανθρώπων (την οποία σεβόταν απεριόριστα) κι όχι στην υπερβατική δικαιοσύνη. Οι Αθηναίοι, λάτρεις του απόλυτου και πεπεισμένοι ότι οι νόμοι τους ήταν αποτέλεσμα εύνοιας των θεών, άκουγαν αυτές τις απόψεις με δυσαρέσκεια.
Με το έργο του ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ, όμως, ξεχείλισε το ποτήρι της οργής. Αγνωστικιστής μα όχι άθεος, ο Πρωταγόρας έγραφε στο βιβλίο αυτό: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι πολλά πράγματα είναι άδηλα και δεν φαίνονται, μα και η συντομία της ανθρώπινης ζωής». Η φράση αυτή ήταν αρκετή για να εξαφανισθεί για πάντα το έργο του και να απειληθεί η ζωή του.
Παρότι έφυγε κι αυτός κυνηγημένος από την Αθήνα και πέθανε στην Εύβοια, ο Αριστοτέλης δεν είχε πρόβλημα αποδοχής για το έργο του. Ως πανεπιστήμονας, ασχολήθηκε με κάθε γνωστικό αντικείμενο, αφήνοντας τεράστιο έργο. Ένας από τους τομείς που ασχολήθηκε είναι και η κριτική της ποίησης με το έργο του ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ. Με αυτό, ο Αριστοτέλης έγινε ο πρώτος κριτικός λογοτεχνίας στην ιστορία. Είναι ένα μικρό βιβλίο, με συμπυκνωμένο περιεχόμενο, προορισμένο μάλλον για τους μαθητές στη σχολή του κι όχι για δημοσίευση. Παρόλαυτα, χάρη σ’ αυτό έχουμε τον ορισμό της τραγωδίας, την περιγραφή των μερών της, την ανάλυση εννοιών όπως μίμηση, κάθαρση, έλεος, αναγνώριση• χάρη σ’ αυτά, η παγκόσμια λογοτεχνια απέκτησε βάσεις για να κάνει τα βήματά της ως σήμερα.
Στην παράγραφο 1449b της Ποιητικής ο Αριστοτέλης γράφει: «Για την τέχνη λοιπόν που κάνει τη μίμησή της με (δακτυλικούς) εξάμετρους στίχους, αλλά και για την κωμωδία, θα μιλήσουμε αργότερα». Αλλά αυτό το αργότερα δεν ήρθε ποτέ. Το σωζόμενο κείμενο τελειώνει εκεί που τελειώνει το α΄ μέρος του έργου, που αφορά την τραγωδία. Το κείμενο για την κωμωδία θα παραμείνει για πάντα στη λήθη. Άραγε θα μάθουμε ποτέ ποιος ήταν ο λόγος που διατηρήθηκε κουτσουρεμένο και αν υπάρχει πουθενά το β΄ μέρος;
Αν, όμως, ο Αριστοτέλης ευτύχησε να χάσει μόνο θραύσματα από το τεράστιο σε έκταση και αξία έργο του, άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί. Ένας από αυτούς είναι σίγουρα ο Έφορος, ιστορικός από την Κύμη της Μ. Ασίας, που έζησε τον 4ο αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του ρήτορα Ισοκράτη, από τον οποίο πήρε έμπνευση να ασχοληθεί με την ιστορία. Έγραψε το έργο ΙΣΤΟΡΙΑΙ, που καλύπτει περίοδο από την κάθοδο των Ηρακλειδών έως την κατάληψη της Περίνθου από το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας το 340π.Χ. Το έργο αυτό ήταν κολοσσιαίο, εκτεινόμενο σε 29 βιβλία, καθένα εκ των οποίων αφορούσε σε μια ξεχωριστή θεματική, με προοίμιο και ανάπτυξη. Το ότι συγκέντρωσε υλικό για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο ήταν μόνο του ένας άθλος. Έμπειρος στη χρήση των πηγών, ο Έφορος χρησιμοποίησε τα έργα του Εκαταίου του Μιλήσιου, του Ελλάνικου, του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, καθώς και τα «Ελληνικά» ενός αγνώστου συγγραφέα (γνωστά ως «Ελληνικά της Οξυρύγχου»). Είχε κανόνα να χρησιμοποιεί για κάθε εποχή την πιο αξιόπιστη κατά τη γνώμη του πηγή, εμπλουτίζοντάς την με άλλα στοιχεία, όταν έβλεπε ελλείψεις. Χάρη σ’ αυτόν έχουμε πολλές διαφορετικές εκδοχές (ή επιπλέον στοιχεία) των όσων εξιστορεί ο Ηρόδοτος ή ο Θουκυδίδης, τους οποίους ακολούθησε, αλλά κριτικά. Σ’ αυτόν οφείλουμε επίσης πολλές γεωγραφικές, εθνολογικές και κοινωνικές παρατηρήσεις που λείπουν από τους άλλους, ενώ είναι ίσως ο πρώτος που χρησιμοποίησε το ιστορικό παράδειγμα για να διδάξει τον αναγνώστη του.
Μετά το θάνατό του, ο γιός του Δημόφιλος συμπλήρωσε το 30ο και τελευταίο βιβλίο των Ιστοριών του με τα γεγονότα του Γ΄ Ιερού Πολέμου (356-346π.Χ.). Αν και στην αρχαιότητα, οι ΙΣΤΟΡΙΑΙ ήταν το πιο δημοφιλές ιστορικό σύγγραμμα, δεν επιβίωσε ως την εποχή μας. Μεγάλα τμήματα του έργου υιοθέτησε στο έργο του ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ενώ οι παπυρολόγοι παλεύουν να ξεχωρίσουν σπαράγματά του στους παπύρους της Αιγύπτου. Καθώς το έργο του Εφόρου κάλυπτε 750 περίπου χρόνια ελληνικής ιστορίας, η ανασύνθεσή του είναι ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα για τους μελετητές της αρχαιότητας.
Πολλά έργα της αρχαιότητας, βέβαια, χάθηκαν λόγω του φθόνου ανταγωνιστών των πρωτοπορων συγγραφέων. Ίσως αυτή είναι η περίπτωση του Μασσαλιώτη Πυθέα, γεωγράφου και εξερευνητή του 4ου αι. π.Χ. Ο Πυθέας έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος άνθρωπος της Μεσογείου, που έφτασε κοντά στο Βόρειο Πόλο και περιέγραψε το φαινόμενο του ήλιου του μεσονυκτίου. Όταν επέστρεψε από το ταξίδι του γύρω στα 320π.Χ. έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ, στο οποίο ενσωμάτωσε όλες τις παρατηρήσεις του για το ταξίδι του. Το έργο πλέον δε σώζεται, αλλά μνημονεύεται από 18 διαφορετικούς συγγραφείς για 9 αιώνες μετά. Αν και κατακρίθηκε από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς, που τον θεωρούσαν παραμυθά, αρκετές από τις παρατηρήσεις του αποδείχθηκαν αξιοθαύμαστα ορθές.
Από όσα γνωρίζουμε από τρίτους, φαίνεται ότι ο Πυθέας ξεκίνησε από τη Μασσαλία για τις περιοχές του Βορρά που είναι πλούσιες σε κασσίτερο και κεχριμπάρι. Είτε από τις Ηράκλειες Στήλες είτε ανεβαίνοντας τον ποταμό Γαρούνα, ο Πυθέας έφτασε στις ακτές του Ατλαντικού. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, πέρασε από τις κέλτικες πόλεις Narbo (Ναρμπόν), Carcaso (Καρκασόν) και Tolosa (Τουλούζη) για να καταλήξει στο λιμάνι της Burdigala (Μπορντώ). Από εκεί, κέλτικα πλοία τον μετέφεραν στη χερσόνησο της Αρμορικής κι απέναντι στις νότιες ακτές της Βρετανίας. Διασχίζοντας τις ακτές της Κορνουάλης έπλευσε βόρεια, παραπλέοντας τις δυτικές ακτές της Βρετανίας. Προσπέρασε την Ουαλία, το νησί Μάν και διέσχισε το Βόρειο Κανάλι ανάμεσα στη Βρετανία και την Ιρλανδία. Πλέοντας βόρεια, έφτασε στις Εβρίδες στη δυτική Σκωτία κι έπειτα στα νησιά Όρκνευ και Σέτλαντ και πιθανόν ως πέρα την Ισλανδία, την απώτατη Θούλη των αρχαίων Ελλήνων.
Οι παρατηρήσεις του Πυθέα στα υπολείμματα του έργου του έχουν επιβεβαιωθεί από τους επιστήμονες. Μπορεί κανεις να φανταστεί τι θα γινόταν αν είχαμε το πλήρες κείμενο του βιβλιου του;
Θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί να ενδιαφερθούμε για την ανακάλυψη και ανασύνθεση όλων αυτών των έργων; Η επιστήμη έχει προχωρήσει, η φιλοσοφία έχει δώσει νέες λύσεις, νέοι ιστορικοί και ποιητές βρέθηκαν στο προσκήνιο. Πράγματι• η αρχαιολογική έρευνα, όμως, πάντα συμβαδίζει με τις ιστορικές πηγές και δεν υπάρχει πιο πολύτιμη πηγή από τη σύγχρονη με τα γεγονότα που ιστορούνται. Εκτός από την επιστημονική τεκμηρίωση, η ταυτοποίηση και ανασύνθεση των αρχαίων κειμένων (ιδίως αυτών που ακόμη παραμένουν ανώνυμα) θα τους δώσει ένα όνομα και μια υπόσταση. Θα τους δώσει την αθανασία που τους αξίζει.
Για τα χαμένα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Jaqueline de Romilly – Αρχαία ελληνική γραμματολογία (Καρδαμίτσα)
- Walter Krantz – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Χιωτέλλης)
- Stuart Kelly – Το βιβλίο των χαμένων βιβλίων (Πατάκης)
- Albin Lesky – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Κυριακίδης)
- Barry Cunliffe – Pytheas the Greek (Penguin)
Στην εικόνα: Προτομή με τη Σαπφώ. Ρώμη, Musei Capitolini.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment