Θέλοντας να μάθει κανείς τα πιο χτυπητά στοιχεία των Ελλήνων, δεν έχει παρά ν’ ανέβει μαζί τους σ’ ένα πλοίο. Αν πρέπει κανείς να ξεχωρίσει ένα-δύο χαρακτηριστικά του λαού μας, αυτά είναι η αγάπη για τη θάλασσα και την περιπέτεια. Όντας θαλασσινός λαός, οι Έλληνες έζησαν από και με τη θάλασσα, φτάνοντας στα πέρατα του κόσμου κι ανακαλύπτοντας τα μυστήριά του. Ίσως το πιο εύγλωττο παράδειγμα αυτής της σχέσης είναι ο αποικισμός της Μαύρης Θάλασσας και η μετατροπή της από Άξενο Πόντο σε ελληνική λίμνη.
Η σχέση των Ελλήνων με τον Εύξεινο Πόντο ξεκινά, όπως όλες οι αρχαίες ιστορίες, μέσα από μύθους. Η πρώτη επαφή ήταν η Αργοναυτική Εκστρατεία, κατά την οποία 50 ευγενείς Έλληνες ξεκίνησαν από την Ιωλκό της Μαγνησίας για την Κολχίδα στα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας για ν’ αποκτήσουν το χρυσόμαλλο δέρας. Από τα μυκηναϊκά ευρήματα στο βυθό των ακτών Βουλγαρίας και Ρουμανίας, καθώς και από τα παράλια του Πόντου, μπορούμε να πούμε ότι τέτοιο ταξίδι έκαναν οι Μυκηναίοι το 14ο ή 13ο αι. π.Χ. σε αναζήτηση μετάλλων και ιδίως χρυσού∙ απτές αποδείξεις, όμως, δεν έχουμε.
Στη χερσόνησο της Ταυρίδας (σημ. Κριμαία) λατρευόταν από τα ντόπια άγρια φύλα η Άρτεμις. Οι ξένοι που έφταναν στη χώρα θυσιάζονταν για εξιλασμό της θεάς. Σ’ αυτό τον τόπο έφερε η Άρτεμις την Ιφιγένεια σώζοντάς τη από το μαχαίρι του Αγαμέμνονα στην Αυλίδα. Μετά από 20 και πλέον έτη, ο μητροκτόνος Ορέστης έφτασε στη χώρα των Ταύρων και, αφού αναγνωρίστηκε απ’ την αδελφή του, τον έσωσε κι έφυγαν μαζί για τις Μυκήνες. Ο αδελφός της Άρτεμης, όμως, ο Απόλλων, είχε κι αυτός μερίδιο στην περιοχή∙ κάθε χρόνο εγκατέλειπε τους Δελφούς για τη χώρα των Υπερβορείων κι επέστρεφε σ’ ένα άρμα που σέρνουν κύκνοι. Εκτός από τους θεούς και οι ήρωες Ηρακλής, Θησέας πέρασαν απ’ τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ η Θέτιδα μετέφερε την ψυχή του Αχιλλέα στο νησί Λεύκη, στις εκβολές του Ίστρου (σημ. Δούναβης). Ποιος ο συμβολισμός αυτών των μύθων θα δούμε παρακάτω.
Οι Έλληνες δεν αποίκισαν αμέσως τον Εύξεινο Πόντο. Γνωρίζοντας απ’ τους Μυκηναίους τους κινδύνους, αποίκισαν σε μια πρώτη φάση 50 ετών (700-650π.Χ.) την Προποντίδα. Κάθε αποικία έπρεπε να έχει καλό λιμάνι ή και δύο, έναν λόφο που θα μπορεί να οχυρωθεί, αρκετό γλυκό νερό και καλλιεργήσιμο έδαφος για τους κατοίκους. Οι περισσότερες απ’ τις 90-100 αποικίες των Ελλήνων σε Προποντίδα και Εύξεινο Πόντο έχουν χτιστεί σ’ έναν ακρωτήρι, στο δέλτα ενός ποταμού ή σε νησί.
Αιολείς, Ίωνες και Δωριείς ανταγωνίστηκαν για τις ακτές της Προποντίδας. Στη νότια πλευρά οι Μιλήσιοι ίδρυσαν μεταξύ 700-685π.Χ. την Κύζικο σ’ έναν τόσο ιδανικό για τους σκοπούς τους όρμο, που τον ονόμασαν Πάνορμο. Ίδρυσαν την Άβυδο στην είσοδο των Στενών για να τα ελέγχουν κι αργότερα τη Σηστό απέναντι, στη Θράκη. Στην Προκόννησο (σημ. Νήσος του Μαρμαρά) βρήκαν τεράστιες ποσότητες λευκού μαρμάρου, ικανού ώστε ν’ απεξαρτηθούν από την Πάρο. Έτσι, η περιοχή πήρε το όνομα Θάλασσα του Μαρμαρά ως σήμερα. Οι Μεγαρείς ίδρυσαν τη Χαλκηδόνα και όταν ξεπέρασαν την εχθρότητα των Θρακών, πότε με κρασί και πότε με το ξίφος, και το Βυζάντιο. Έτσι, οι Έλληνες έλεγχαν πλέον όλο το δρόμο προς τη Μαύρη Θάλασσα.
Πλέοντας παράλληλα με τα βόρεια παράλια της Μ. Ασίας σε αναζήτηση μετάλλων, οι Έλληνες ίδρυσαν την Ηράκλεια του Πόντου το 560π.Χ. Ήξεραν ότι εκεί κοντά υπήρχε σίδηρος∙ ήταν τα κοιτάσματα του Όρους των Πευκών, στην καμπή του ποταμού Σαγγάριου. Οι άποικοι εγκαταστάθηκαν σ’ έναν κάβο με το θλιβερό όνομα Αχέροντας. Κοντά στην περιοχή αυτή υπάρχει ως σήμερα ένα φαράγγι με γαλαρίες λαξεμένες στα πλευρά του∙ δεν είναι ορυχεία, μα υπόγειες σπηλιές, απ’ όπου αναδύεται αποπνικτική οσμή από θειάφι. Σε μια απ’ τις σπηλιές υπάρχει υπόγεια λίμνη, που μυρίζει και θυμίζει κόλαση: εκεί κατέβηκε μάλλον ο Ηρακλής για να φέρει τον Κέρβερο από τον Άδη στον Ευρυσθέα. Ακόμη και σήμερα το Eregli (<Ηράκλεια) παράγει τόνους θειάφι. Καθώς έσκαβαν για πόσιμο νερό, οι άποικοι ανακάλυψαν ένα μυστικό των Χαλύβων, του λαού των σιδηρουργών: ήταν η χρήση του ξυλοκάρβουνου, τα κοιτάσματα γαιάνθρακα στην περιοχή είναι τεράστια.
Πιο κάτω, στα παράλια της Παφλαγονίας, σε μια στενή χερσόνησο που αποτελεί φυσικό λιμάνι, οι Μιλήσιοι ίδρυσαν τη Σινώπη τον 7ο αι. π.Χ. πάνω σε μια πιο πρώιμη εγκατάσταση. Όντας σε στρατηγικό σημείο, η Σινώπη έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους σ’ όλον τον Εύξεινο. Πεινασμένοι για μέταλλα, οι Ίωνες προχώρησαν κατά μήκος του Πόντου και ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα), την Κερασούντα και την Τραπεζούντα, που αποτελούσαν τις βάσεις εξόρμησής τους στις κορυφογραμμές του Πόντου. Η οροσειρά αυτή είναι πλούσια σε σίδηρο, χαλκό και μόλυβδο. Ανταλλάζουν κρασί, μέλι και λάδι με μέταλλα και καθιερώνονται ως οι μεταπράτες της Ευρώπης για τα ασιατικά προϊόντα. Τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα ο μόλυβδος: από τη χετιτική λέξη σουλαϊς ονομάζουν το θειούχο μόλυβδο: σόλος. Τον χρειάζονται για να φτιάχνουν φύλλα για γράψιμο, ως ενίσχυση στις καρίνες των πλοίων τους, σαν επένδυση στα δοκάρια της στέγης και λιωμένο για να ξεχωρίζουν το ασήμι από το χρυσό με σύντηξη.
Στην Αμισό καταλήγει ο δρόμος του μεταξιού∙ καραβάνια από Ινδία και Κίνα διέσχιζαν τη Μέση και την Εγγύς Ανατολή και ανέβαιναν τα δύσβατα μονοπάτια της οροσειράς για να φτάσουν εκεί. Κανείς στρατός δεν θα διασχίσει ποτέ αυτή τη διαβολεμένη οροσειρά εκτός από τους απελπισμένους Μύριους του Ξενοφώντα, που, αφού διέσχισαν 1700 χλμ σε 150 μέρες, ανεβαίνοντας σε υψόμετρο 2027μ., το 400π.Χ. θα φτάσουν στα ελληνικά παράλια φωνάζοντας «θάλαττα, θάλαττα».
Στα ανατολικά παράλια του Εύξεινου οι Έλληνες φτάνουν τον 6ο αι. π.Χ. Ξέρουν ότι μεταξύ Καυκάσου και Τραπεζούντας υπάρχει το ισχυρό κράτος της Κολχίδας. Οι Κόλχοι ξέρουν τα μυστικά εξόρυξης και κατεργασίας του χρυσού, αλλά με ξένους δεν τα μοιράζονται. Οι Ίωνες περιορίζονται σε μια στενή παραλιακή λωρίδα. Το 570π.Χ. ο Θεμισταγόρας ιδρύει τη Φάσι, στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού (σημ. Ριόνι). Με ανταλλαγές αποκτά χρυσό, ξυλεία, κάνναβη και πίσσα, αλλά απαγορεύει στους αποίκους ν’ απομακρύνονται από τα τείχη. Οι Κόλχοι είναι άγριοι.
Καταφεύγοντας στους Χουρρίτες, οι άποικοι μαθαίνουν την κυπέλωση, τη μέθοδο κατεργασίας του χρυσού: ο ακατέργαστος χρυσός αναμειγνύεται με μόλυβδο σ’ ένα μεγάλο κύπελο και κατά την τήξη προστίθεται αλάτι. Εκτός από χρυσάφι, οι Φασίτες αγοράζουν μπαχαρικά, αρώματα, μανδραγόρα, νεφρίτη φερμένο από την Κίνα και Κιρκάσιες σκλάβες για τα πορνεία της Μιλήτου και της Ναυκράτιδος στην Αίγυπτο. Στέλνουν, όμως, πρώτοι στον υπόλοιπο κόσμο κι εξωτικό κυνήγι της Κολχίδας, ένα πουλί που ενδημεί στο δέλτα του Φάσι και του δίνουν τ’ όνομά του: είναι ο φασιανός.
Πριν απ’ τις ανατολικές ακτές του Εύξεινου, οι Έλληνες έχουν ήδη προσεγγίσει τις δυτικές. Το 657πΧ. οι Μιλήσιοι ιδρύουν την Ίστρια, στις εκβολές του Δούναβη. Ίστρο ονομάζουν τον ποταμό στο τελευταίο πλωτό τμήμα του∙ το πιο πάνω, μέχρι τις Σιδηρές Πύλες στην Κεντρική Ευρώπη, το ονομάζουν Δονάβιο. Οι έμποροι της πόλης ανέπλεαν το Δούναβη για ν’ ανταλλάξουν ψάρια, λάδι και κρασί με το μέλι των «μελιττοτρόφων» (κατά Ηρόδοτο) λαών που κατοικούσαν στο Γαλάζιον (σημ. Γαλάτσι). Κοντά στην Ίστρια ιδρύεται η Απολλωνία, εκεί που ο Απόλλων σταθμεύει μετά τη χώρα των Υπερβορείων. Έμβλημα της πόλης η άγκυρα∙ άλλωστε Βούλγαροι και Ρουμάνοι αρχαιολόγοι ακόμη βρίσκουν άγκυρες των Μυκηναίων στο βυθό.
Στα βόρεια παράλια του Εύξεινου τους έλκει η φήμη για τ’ απέραντα σταροχώραφα. Γνωρίζουν απ’ τους προγόνους τους ότι στις πεδιάδες της σημερινής Ουκρανίας παράγεται άφθονο στάρι∙ άλλωστε, ο Τρωικός πόλεμος έγινε για να ελεγχθεί ο δρόμος προς τα εδώ. Οι Μιλήσιοι ιδρύουν το 645π.Χ. ανάμεσα στο Δνείπερο και τον Κουμπάν την Ολβία, πάνω στο νησί Μπερεζάν. Ολβία σημαίνει ευτυχισμένη πόλη, αφού οι πολίτες της ευημερούν. Καταλαμβάνοντας ελάχιστη παραλιακή γη, ξεκινούν να εμπορεύονται με τους Σκύθες Στους τελευταίους δεν αρέσει η θάλασσα, δεν έχουν αλάτι ούτε λάδι και τρελαίνονται για κρασί, που το πίνουν ανέρωτο («πίνει κρασί σα Σκύθης» ήταν τσιτάτο της εποχής). Οι Έλληνες που μυρίζονται τις ανάγκες, ανεβαίνουν τα ποτάμια και ανταλλάσσουν λάδι, αλάτι και κρασί για το καλύτερο στάρι, το μαυραγάνι. Σταδιακά, οι Σκύθες θα μιλούν και θα γράφουν ελληνικά.
Σε αντίθεση με το Δαρείο το 513π.Χ., το Μ. Ναπολέοντα και το Χίτλερ, οι Έλληνες είναι αρκετά οξυδερκείς ώστε να μην επεκταθούν στη σκυθική ενδοχώρα. Συνάπτουν συμμαχίες με φυλάρχους, ανταλλάζουν δώρα και γυναίκες και δέχονται ξένους στις πόλεις τους, όπως το Σκύθη Ανάχαρσι. Μελετούν το «δρόμο του κεχριμπαριού», τις ποταμίσιες διαδρομές ως τη Β. Ευρώπη. Αυτές ακολουθεί ο Απόλλων όταν έρχεται στην Ολβία, σ’ ένα άρμα με κύκνους. Σήμερα 13.000 κύκνοι διαβιούν στο βιότοπο του Μπερεζάν. Στο ίδιο νησί ιδρύουν τα πρώτα χυτήρια σιδήρου, που πρόσφατα έφεραν στο φως Ουκρανοί αρχαιολόγοι. Αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τόνους σιτάρι στην ελληνική αγορά. Ευτυχισμένη πόλη, πράγματι!
Πιο δυτικά, όμως, στην Ταυρίδα, τα πράγματα είναι δύσκολα για τους Έλληνες. Οι τοπικές σκυθικές φυλές είναι αφιλόξενες, δεν τους αφήνουν να εγκατασταθούν. Θα χρειαστεί χρόνος, διπλωματία κι επιμονή για να ιδρυθεί αρχικά η Θεοδοσία στη δυτική Κριμαία κι έπειτα η Χερσόνησος (σημ. Σεβαστούπολη), καθώς και το Παντικάπαιον (σημ. Κέρτς), που ελέγχει τον Κιμμέριο Βόσπορο, το πέρασμα δηλ. στη Μαιώτιδα (Αζοφική).
Ψάχνοντας για σπάνια δέρματα, γουναρικά και σκλάβους, οι Έλληνες ιδρύουν την πιο απομακρυσμένη αποικία τους, την Ταναϊδα, στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού (σημ. Δον). Η τοποθεσία μόνο τυχαία δεν ήταν: εκεί υπάρχουν τα καλύτερα παστά ψάρια και οξύρυγχος, απ’ τον οποίο φτιάχνουν τάριχο (χαβιάρι), εκεί συναντιούνται καραβάνια με κινέζικο μετάξι και περσικά υφαντά. Από την Ταναϊδα θα φύγουν ο πατέρας και ο θείος του Μάρκο Πόλο για να συναντήσουν τον Κουμπλάι Χαν. Οι Έλληνες συνάπτουν συμμαχίες με τις ντόπιες καυκάσιες φυλές και τις υπερασπίζονται όταν ασιατικά φύλα προσπαθούν να διεισδύσουν στον Καύκασο μέσα από τα δύσβατα εδάφη του σημερινού Αζερμπαϊτζάν. Οι Καυκάσιοι αποκαλούν τους Έλληνες «μπέρτζεν» (στα γεωργιανά «μπέρτζαν» ή «μπάρτζεν» είναι ο σοφός).
Τι μας μένει σήμερα απ’ την ιωνική Μαύρη Θάλασσα; Γιατί είναι σημαντικές όλες εκείνες οι αποικίες; Ίσως γιατί οι Έλληνες είναι δεμένοι με τη θάλασσα και θέλουν πάντα να ελέγχουν τους θαλάσσιους δρόμους∙ τότε και σήμερα προέχει η υπεράσπιση των θαλάσσιων δρόμων μας. Τι έκανε τους Έλληνες να ιδρύσουν τόσες αποικίες γύρω γύρω σ’ εκείνα τα παράλια; Μια απάντηση είναι ότι έψαχναν πλούτη: μέταλλα, ξυλεία, στάρι, μπαχαρικά. Μια άλλη απάντηση είναι ότι έψαχναν τη γνώση, που κατακτιέται με την περιπέτεια, έψαχναν το ταξίδι που οδηγεί στην αυτογνωσία. Εσείς επιλέγετε ποια απάντηση θα κρατήσετε.
Για τον αποικισμό της Μαύρης Θάλασσας ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Μαριάννα Κορομηλά – Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα (Πανόραμα)
- Paul Faure – Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες (Παπαδήμας)
- John Boardman – The Greeks overseas (Thames and Hudson)
- A.J. Graham – Colony and mother city in ancient Greece (Manchester University Press)
- Μαρία Μπελογιάννη – Αργοναυτική Εκστρατεία (Corpus)
Η εικόνα: Χάρτης του Ευξείνου Πόντου με τις κυριότερες ελληνικές αποικίες (από το περιοδικό Αρχαιολογία).
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment