Η προγονολαγνεία που επικρατεί στους νεοέλληνες για την αρχαιότητα είναι πολύ συχνά αιτία για κωμικές – ή και όχι τόσο κωμικές – αντιδικίες σχετικά με την ιστορία, την κοινωνία και εν γένει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Θερμοί υποστηρικτές της αρχαίας ανωτερότητας, οι νεοέλληνες δύσκολα ακούν κακή ή έστω επικριτική κουβέντα για την αρχαία Ελλάδα. Έτσι, ζητήματα όπως η ομοφυλοφιλία έχουν μοιραία οδηγήσει παλιότερα σε υπερβολές τύπου «η ομοφυλοφιλία των Ελλήνων είναι ένας μύθος», αλλά και τύπου «ο μέσος αρχαίος Έλλήνας άνδρας ήταν ομοφυλόφιλος». Στο κείμενο αυτό θα εξερευνήσουμε αυτήν την πτυχή του έρωτα στην αρχαία Ελλάδα. Διαβάζοντας παρακάτω, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου δύο παραδοχές: α) ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν πολλές και διαφορετικές από τη σημερινή και μεταξύ τους κοινωνίες, β) ότι η αντιμετώπιση των ομοερωτικών σχέσεων από τις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες άλλαξε σημαντικά μέσα στο χρόνο, ενώ οι διαφορές των τότε κοινωνιών με τις σημερινές εντοπίζονται σε πολλά ζητήματα, ακόμη και στην ορολογία του έρωτα.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στην εξωτερική ομορφιά, στο σωματικό κάλλος, θεωρώντας το θεϊκό δώρο. Χωρίς να αδιαφορούν για τον εσωτερικό πλούτο, έδειχναν ανοιχτά το θαυμασμό τους για κάθε καλοφτιαγμένο σώμα, ανεξάρτητα από φύλο. Ο ερωτικός αυτός θαυμασμός των ανδρών για το ανδρικό σώμα δεν θεωρείτο ανήθικος στην αρχαία Ελλάδα, αντιθέτως ήταν κοινός τόπος, δείγμα καλαισθησίας. Αυτή η δημόσια έκφανση της αισθητικής άλλαξε ριζικά ως σήμερα στις δυτικές κοινωνίες χάρη (και) στο χριστιανισμό.
Εν αρχή η μυθολογία. Ο πατέρας των θεών Δίας, είδε κάποτε τον όμορφο νεαρό Γανυμήδη να βόσκει τα πρόβατα του πατέρα του, βασιλιά των Τρώων, στο όρος Ίδη, τον ερωτεύτηκε και τον απήγαγε στον Όλυμπο, όπου τον κράτησε για οινοχόο του. Η Ήρα φρένιασε, όπως για κάθε ερωτική περιπέτεια του ανδρός της, αλλά ο Γανυμήδης παρέμεινε ευνοούμενος του Δία, σήμερα δε στο πλανητικό μας σύστημα αποτελεί τον μεγαλύτερο δορυφόρο του.
Ο Απόλλων, από την άλλη, ερωτεύτηκε ένα νεαρό από τη Σπάρτη, τον Υάκινθο, τον οποίο διεκδικούσε, όμως, και ο (θεοποιημένος) άνεμος Ζέφυρος. Ο Υάκινθος διάλεξε τον Απόλλωνα και οι δυο τους πήγαιναν μαζί για κυνήγι. Κατά μια εκδοχή του μύθου, προκαλώντας ο Απόλλων τον Υάκινθο σε διαγωνισμό δισκοβολίας, έριξε το δίσκο μακρυά, ο Ζέφυρος, όμως, άλλαξε την πορεία του, με αποτέλεσμα να χτυπήσει τον Υάκινθο και να τον σκοτώσει. Ο απαρηγόρητος Απόλλων φρόντισε να αναστήσει το φίλο του σε 3 μέρες και να τον κάνει αθάνατο. Στη Σπάρτη δε υπήρχε ειδική εορτή, τα Υακίνθια, όπου την πρώτη μέρα θρηνούσαν το νεκρό και τις επόμενες δύο εορτάζαν την ανάστασή του. Κάθε Ολύμπιος θεός είχε τέτοιες κατακτήσεις, τεκμήριο ότι οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν την ομοφυλοφιλία ως κάτι καθημερινό και φυσιολογικό.
Είχε, όμως, πάντα ίδια στάση έναντι της ομοφυλοφιλίας η αρχαία ελληνική κοινωνία ή οχι; Από τα στοιχεία που διαθέτουμε φαίνεται πως όχι. Η ομηρική κοινωνία (που αντικατοπτρίζει τόσο τα μυκηναϊκά ήθη όσο και αυτά της γεωμετρικής εποχής), προέβαλε την ετεροφυλοφιλία. Οι ερωτικές σχέσεις που περιγράφονται στα ομηρικά έπη είναι μεταξύ συζύγων ή μεταξύ ηρώων και γυναικών που κατακτούν ή κατακτώνται απ’ αυτούς: ο Οδυσσέας είναι το δημοφιλέστερο παράδειγμα ήρωα που έχει σύζυγο που τον περιμένει στο σπίτι, ενώ ο ίδιος συνάπτει δεσμούς με Κίρκη και Καλυψώ. Ακόμη κι ο φλογερός φιλικός δεσμός Αχιλλέα και Πατρόκλου στην καλύτερη περίπτωση υπονοούσε ομοφυλοφιλία· σαφής δήλωση για τέτοια σχέση δεν γίνεται παρά πολύ αργότερα, από τον Αισχύλο στην τραγωδία του «Μυρμιδόνες».
Στην αρχαϊκή και την κλασική εποχή υπάρχει μια στροφή προς προβολή της ομοφυλοφιλίας. Στα ποιήματα του Θέογνη από τα Μέγαρα και του Ανακρέοντα από την Τέω αναδύεται ο πόθος για τα όμορφα αγόρια. Είναι η εποχή που μορφοποιείται αρχικά στις δωρικές κι έπειτα και στις άλλες κοινωνίες ο θεσμός της παιδεραστίας, ο οποίος σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό από σήμερα. Ο Πλάτων θα ορίσει τον έρωτα ως ψυχική παρά σωματική ένωση μεταξύ δύο ενάρετων ανδρών, κάτι που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να μοιραστούν κατά τη γνώμη του. Έτσι, προκύπτει ο πλατωνικός έρωτας στον αντίποδα του καθαρά σωματικά εκφρασμένου έρωτα. Η τέχνη γεμίζει με έργα ομοφυλόφιλου έρωτα, τόσο για να τον υμνήσουν, όσο και για να τον σατιρίσουν· στο τελευταίο ο Αριστοφάνης τα καταφέρνει καλά.
Οι λόγοι της παραπάνω αλλαγής στην κοινωνία είναι πολλοί: η αρχαία ελληνική κοινωνία την αρχαϊκή και κλασική εποχή ήταν πρακτικά μια «λέσχη ανδρών». Οι γυναίκες – με εξαιρέσεις – ήταν κλεισμένες στο γυναικωνίτη, αποκλεισμένες από μόρφωση και υψηλή κοινωνική ζωή, προορισμένες μόνο για τεκνοποιία και φροντίδα του οίκου. Απολάμβαναν μεν θαυμασμού και σεβασμού γι’ αυτό, αλλά φαίνονταν κατώτερα, ακαλλιέργητα άτομα, που δεν μπορούσαν να εμπνεύσουν έρωτα ως ψυχική επικοινωνία. Η διάρθρωση της κοινωνίας (αριστοκρατική πλειοψηφία ή δημοκρατική λέσχη πολιτών) συνέβαλε οι άνδρες να περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους μαζί σε παλαίστρες, λουτρά, πεδία της μάχης και βουλευτήρια. Η ενδυνάμωση του ψυχικού δεσμού τους οδηγούσε στο θαυμασμό και κάποτε και στον έρωτα.
Από την ελληνιστική εποχή και εφεξής τα πρότυπα και πάλι αλλάζουν. Δίνεται μεγαλύτερο βάρος στον ετεροφυλόφιλο έρωτα, στην κατάκτηση της καρδιάς της συζύγου, στον ψυχικό δεσμό του ζευγαριού για τη δημιουργία οικογένειας. Ο Ξενοφών λίγο νωρίτερα έχει κάνει την αρχή στον «Οικονομικό» του εκθειάζοντας τον έρωτα μεταξύ συζύγων, απαραίτητο θεμέλιο του οίκου. Οι κωμωδίες του Μένανδρου έχουν πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους, που μπλέκουν σε προσωπικές περιπέτειες ώσπου, τελικά, να βρούν τον έρωτα στο πρόσωπο μιας όμορφης νέας. Ο Πλούταρχος στον «Ερωτικό» αναπτύσσει το δίλημμα «ομοφυλόφιλος ή ετεροφυλόφιλος έρωτας», βάζοντας τον δεύτερο να επικρατεί. Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα του, αντιμετώπιζε δε τις γυναίκες διαφορετικά από την κοινωνία του. Αλλά κι η ίδια η κοινωνία είχε αλλάξει: η κατάρρευση των πόλεων-κρατών και η δημιουργία αυτοκρατοριών αλλοίωσαν τη «λέσχη ανδρών» κι η σκέψη των ανδρών επικεντρώθηκε στα του οίκου και την προσωπική ευτυχία παρά στην πόλη.
Πώς αντιμετώπιζε, όμως, ο νόμος την ομοφυλοφιλία; Έχουμε ένα τεκμήριο, το λόγο «Κατά Τιμάρχου» του Αισχίνη. Στην Αθήνα ο άνδρας που εκδιδόταν (πόρνευσις και εταίρησις) ή επέτρεπε σε άλλους άνδρες να τον χρησιμοποιούν κατά βούληση (ύβρις) έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, καθώς ο νομοθέτης θεωρούσε ότι όποιος πουλούσε τον εαυτό του σε άλλους δεν θα δίσταζε να πουλήσει τα συμφέροντα της πατρίδας του. Με αυτόν τον τρόπο ο φιλομακεδόνας Αισχίνης κατέστρεψε τον πολιτικό αντίπαλό του Τίμαρχο το 346π.Χ. Η απαγόρευση, βέβαια, αφορούσε μόνο Αθηναίους πολίτες και μόνο όσους εκδίδονταν. Συνεπώς, η συναινετική ομοφυλοφιλία δεν απαγορευόταν κατά νόμο, ενώ δε η εκπόρνευση των ανδρών επιτρεπόταν σε ξένους. Τέτοιοι ήταν οι πόρνοι που γέμιζαν τα πορνεία, όπου πήγαιναν αρκετοί Αθηναίοι νόμιμα. Όσον αφορά δε τα παιδιά, υπήρχε νομοθεσία του Σόλωνα που απαγόρευε επί ποινή θανάτου την παραμονή ενηλίκων ανδρών σε σχολείο ή σε γυμνάσιο όπου γυμνά παιδιά αθλούνταν.
Πέραν των νόμων, στην αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα διαμορφώθηκε η παιδεραστία. Ήταν κοινωνικός θεσμός με συγκεκριμένους και αυστηρούς κανόνες, που συνηθιζόταν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην αριστοκρατία, και δεν έχει καμμία σχέση με την έννοια που η λέξη έχει σήμερα. Ήταν ένας προσωπικός δεσμός μεταξύ ενός μεγαλύτερου άνδρα (συνήθως από 22-40 ετών, εραστής) και ενός εφήβου (αυστηρά μεταξύ 12-17 ετών, ερωμένος), βάσει του οποίου ο εραστής επέλεγε τον ερωμένο για να τον καθοδηγήσει στο να γίνει ενάρετος, όμορφος στην ψυχή και το σώμα («καλός καγαθός»). Ο εραστής ώφειλε να είναι πρότυπο άνδρα και πολίτη για τον ερωμένο, ο τελευταίος δε ώφειλε να ακολουθεί το παράδειγμα του εραστή και να του ανταποδίδει τα αισθήματά του κατ’ αποκλειστικότητα. Ο εραστής είχε πάντα ενεργητική ρόλο στη σχέση, ο ερωμένος πάντα παθητικό. Μετά τα 18, ο ερωμένος μπορούσε να γίνει φίλος και να αναπτύξει περίπου ισότιμη σχέση με τον πρώην εραστή του.
Τα αισθήματα του εραστή ήταν ασφαλώς ερωτικά. Άνδρες έριζαν για την προτίμηση ωραίων νεαρών, χαρίζοντας τους συνήθως έναν πετεινό ή ένα λαγό (σύμβολα δύναμης και ανδρικής ορμής), όπως δείχνουν μια σειρά αγγείων διάσπαρτων στην υφήλιο, ενώ η απογοήτευση από τη μη κατάκτηση ενός νέου έφερνε συχνά άνδρες σε ερωτική απογοήτευση ή – ορισμένες φορές – και στα άκρα.
Υπήρχε ασφαλώς και η σωματική πλευρά αυτής της σχέσης. Ο εραστής τελούσε το «διαμηρίζειν», δηλ. την εκσπερμάτωση μεταξύ των μηρών του ερωμένου. Αντιθέτως, το «πυγίζειν», ο πρωκτικός έρωτας, ήταν εκτός ορίων του θεσμού, καθώς θεωρείτο ατιμωτικό για άνδρα. Ο πρωκτικός έρωτας οδηγούσε συνειρμικά στην καθυπόταξη του παθητικού εραστή, κάτι που για τις αντιλήψεις της αρχαίας Ελλάδας δεν προσιδίαζε σε ελεύθερο πολίτη. Η συγκεκριμένη στάση συνδεόταν με τις γυναίκες, με δούλους και ηττημένους ξένους. Σε ιδιωτική συλλογή στο εξωτερικό υπάρχει αμφορέας του 470π.Χ., που εικονίζει Έλληνα οπλίτη να καταδιώκει Πέρση απειλώντας να τον βιάσει. Υπάρχουν πολλά αγγεία, που εικονίζουν ομοφυλόφιλους, με τον εραστή να χαϊδεύει ή να αγκαλιάζει τον ερωμένο και πιο σπάνια να τελεί το «διαμηρίζειν». Αρκετά αγγεία είχαν χαραγμένο – κατά παραγγελία ενός εραστή ή ενός απλού θαυμαστή – το όνομα ενός ερωμένου. Τέτοιος ήταν ο περίφημος μελανόμορφος αμφορέας του Εξηκία που απεικόνιζε τον Αχιλλέα να σκοτώνει την Αμαζόνα Πενθεσίλεια (535-530π.Χ, σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο), όπου πίσω από την Πενθεσίλεια υπάρχει η επιγραφή «Ονητορίδης καλός (δηλ. όμορφος)». Πάρα πολύ σπάνια, όμως, θα βρει κανείς αγγείο με τη στάση «πυγίζειν», ενδεικτικό της απαξίας της στις τότε κοινωνίες.
Για το θεσμό της παιδεραστίας και την ομοφυλοφιλία έχουμε ευτυχώς και αρκετές γραμματειακές πηγές. Εραστές υπήρξαν αρκετοί διάσημοι αρχαίοι Έλληνες, όπως ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, που διεκδίκησαν τον ίδιο ερωμένο, ο Θέογνις, ο Αισχίνης (κατήγορος παραπάνω) και ο Σωκράτης. Για το Σωκράτη δε, ξέρουμε ότι ο ωραίος Αλκιβιάδης ήταν ερωμένος του, αλλά ο ίδιος ήταν φοβερά εγκρατής ώστε να μη αφεθεί ποτέ να απλώσει το χέρι του στο νεαρό, σε σημείο ο Αλκιβιάδης να τον προκαλέσει – και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Ο Αρμόδιος ήταν κατά το Θουκυδίδη και τον Αριστοτέλη ερωμένος του Αριστογείτονος και, όταν ο τύραννος Ίππαρχος εκδηλώθηκε ερωτικά στον Αρμόδιο, οι δύο εραστές τον σκότωσαν και έκτοτε τιμώνταν ως τυραννοκτόνοι, τα αγάλματά τους δε κοσμούσαν την Αγορά.
Εκτός Αθηνών τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά. Ο ιστορικός Έφορος αναφέρει ότι στην Κρήτη ο εραστής με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων του ερωμένου τον απήγαγε και περνούσε μαζί του ένα χρονικό διάστημα στην εξοχή κι όταν επέστρεφαν του χάριζε μια πολεμική εξάρτυση, ώστε να καταταγεί στο στρατό. Στη Θήβα υπήρχε ένα σώμα φάλαγγας, όπου οι οι εραστές τοποθετούνταν πάντα δίπλα στους ερωμένους, καθώς ήταν ηθική τους υποχρέωση να τους δώσουν παράδειγμα ανδρείας και να θυσιαστούν για χάρη τους. Ήταν ο Ιερός Λόχος, ο οποίος αποδεκατίστηκε το 338π.Χ. στη μάχη της Χαιρώνειας. Όταν ο νικητής Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας είδε τα πτώματα στο πεδίο της μάχης, ένιωσε δέος κι έσπευσε να τελέσει θυσία στο ναό του θεού Έρωτα στις Θεσπιές, τιμώντας τους πεσόντες εχθρούς.
Αν κάτι πρέπει να συγκρατήσουμε για το θέμα, είναι η βαθιά λατρεία των Ελλήνων για το ωραίο και η ανοχή που έδειχναν προς τις ερωτικές προτιμήσεις του καθενός. Οι νόμοι της (όσο γνωρίζουμε) τιμωρούσαν την ανδρική πορνεία κι όχι την ομοφυλοφιλία. Πριν καταδικάσουμε αντιλήψεις και πρακτικές, ας θυμηθούμε ότι έννοιες όπως η παιδεραστία είχαν τελείως άλλο νόημα, με κοινωνικές δομές πολύ διαφορετικές. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η εικόνα μας για την αρχαία Ελλάδα βασίζεται στις αποδείξεις που έχουμε: σίγουρα υπήρχαν ομοφυλόφιλοι (σε κάθε κοινωνία υπάρχουν) που ζούσαν και διαφορετικά απ’ ό,τι φαίνεται στις πηγές μας. Σε κάθε περίπτωση, η αρχαία Ελλάδα είναι απόδειξη ότι, όταν υμνείται ο έρωτας από καρδιάς, ο ύμνος ταιριάζει σε όλους, ό,τι προτίμηση κι αν έχουν. Απόδειξη το παρακάτω απόσπασμα της διασημότερης ομοφυλόφιλης ποιήτριας της αρχαιότητας, της Σαπφούς:
Μου φαίνεται ίσος με θεούς πως είναι ο άντρας αυτός, που κάθεται αντικρύ σου,
κι όταν μαγευτικά μιλείς κοντά του, σε γλυκακούει·
κι όταν χαριτωμένα του γελάσεις, μέσα στα στήθια μου η καρδιά σπαράζει.
Γιατί ως σε ιδώ μου πιάνεται η φωνή μου τότες αμέσως,
μα κι είναι ως να μου κόπηκε κι η γλώσσα·
κι αμέσως μέσ᾽ απ᾽ το κορμί μου κάποια φωτιά περνάει,
τα μάτια μου δε βλέπουν, τ᾽ αυτιά βουίζουν,
ίδρωτας κρύος με λούζει κι όλη τρέμω,
και γίνομαι πιο πράσινη απ᾽ το χόρτο,
και φαίνομαι, πως λίγο θέλω ακόμη για να πεθάνω…..
Για την ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Κ.J. Dover – Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα (Χιωτέλλη)
- Robert Flaceliere – Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμα)
- Carola Reinsberg – Γάμος, έρωτας και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμα)
- Hans Licht – H ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Κάκτος)
Εικόνα: Δίας και Γανυμήδης (αρχαιολογικό μουσείο Ολυμπίας)
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment