Οι μέτοικοι: ένα παράδειγμα επίδρασης των ξένων σε διαφορετικές κοινωνίες

Στη σύγχρονη Ευρώπη της ελεύθερης μετακίνησης και εγκατάστασης ανθρώπων και επιχειρήσεων, ο συγχρωτισμός με πολίτες άλλων κρατών, ο ανταγωνισμός των ημεδαπών με αλλοδαπές επιχειρήσεις είναι συνηθισμένα φαινόμενα, που πιστώνονται στα θετικά του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσε η οικονομική κρίση από το 2007 κι έπειτα, επέφεραν ρήγματα στην ευρωπαϊκή ιδέα και δυνάμωσε η τάση για επικέντρωση του κάθε κράτους στις επιμέρους ανάγκες και στρατηγικές του. Με κυρίαρχο σύμπτωμα το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαφαίνεται μια άνοδος των ευρωσκεπτικιστών σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Στη Μεγάλη Βρετανία μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα, αυξήθηκαν μετά το δημοψήφισμα κατακόρυφα οι επιθέσεις κατά αλλοδαπών εγκατεστημένων στη χώρα, ενώ αναπτύσσεται αντίστροφα κίνημα πολιτών (γνωστό και ως «κίνημα της παραμάνας»), που δηλώνει έμπρακτα τη συμπάθειά του στους ξένους.

Ας δούμε, όμως, πως φέρονταν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους αλλοδαπούς πολίτες και σε τι μπορεί αυτό να μας χρησιμεύσει στη σημερινή συγκυρία.

Πρέπει, εκ των προτέρων, να έχει κανείς στο νου του ότι η αρχαία Ελλάδα, από την αυγή της αρχαϊκής εποχής (8ος αιώνας π.Χ.) κι έπειτα, ήταν διάσπαρτη από πόλεις-κράτη, που ήταν ανεξάρτητες, με δικούς της νόμους και οργάνωση η καθεμια. Αν και σταδιακά διαμορφώθηκε εθνική συνείδηση μέσω των κοινών στοιχείων της καταγωγής, της γλώσσας και της θρησκείας, οι ελληνικές πόλεις-κράτη ουδέποτε ενώθηκαν πολιτικά ως σύνολο, έδιναν δε μεγάλη σημασία στην ανεξαρτησία τους σε όλα τα επίπεδα.

Η αντιμετώπιση των ξένων πολιτών διέφερε από πόλη σε πόλη κι από εποχή σε εποχή, εκτός δε αυτού, σήμερα δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία για να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για τις περισσότερες πόλεις. Οι περισσότερες πάντως πόλεις-κράτη επέτρεπαν κατά κανόνα για μικρά ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα σε ξένους πολίτες να εγκαθίστανται στην επικράτειά τους.

Μία κατηγορία ξένων ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι. Ποιητές, καλλιτέχνες όλων των ειδών, φιλόσοφοι έβρισκαν στις αυλές των τυράννων και στις αγορές των πόλεων έναν πάτρωνα, φιλοθέαμον κοινό για τα έργα τους και μαθητές για τις διαλέξεις τους. Οι άνθρωποι αυτοί του πνεύματος, όμως, έπρεπε συνήθως να είναι φίλα προσκείμενοι ή τουλάχιστον να μη δυσαρεστούν τον οικοδεσπότη τους. Πάρτε για παράδειγμα τον Αριστοτέλη, που έμεινε για τρία χρόνια στην πόλη Άσσο της Τρωάδας, στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας. Εκείνη την εποχή κυβερνούσε την πόλη ως «τύραννος» ο φίλος του και μαθητής του Πλάτωνα, Ερμείας. Μετά από πρόσκληση του τελευταίου, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην πόλη, ίδρυσε μια νέα ακαδημία και παντρεύτηκε την ανιψιά του «τυράννου», Πυθία. Ή σκεφτείτε το λυρικό ποιητή Ανακρέοντα από την Τέω της Μικράς Ασίας, ο οποίος υμνούσε με τα ποιήματά του τον έρωτα και το κρασί και χόρτασε και από τα δύο στην αυλή του τυράννου Πολυκράτη στη Σάμο και των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα. Ή, τέλος, σκεφτείτε τον Πίνδαρο, που έγραψε επινίκιους ύμνους για τον τύραννο Διονύσιο των Συρακουσών και τον Αρκεσίλαο της Κυρήνης.

Μια άλλη κατηγορία ήταν οι πρόσφυγες, οι «ικέτες», αλλά για το προσφυγικό ζήτημα θα επανέλθουμε με ξεχωριστό κείμενο.

Η Σπάρτη αποτελεί τη γνωστότερη εξαίρεση στον κανόνα. Για να προστατέψει τα εδάφη της στη Λακωνία και τη Μεσσηνία, η Σπάρτη μετεξελίχθηκε σε ένα κλειστό κράτος, του οποίου οι πολίτες είχαν ως αποκλειστικό επάγγελμα τα στρατιωτικά. Η ζωή τους σε σύγκριση με τις άλλες πόλεις-κράτη ήταν υπερβολικά σκληρή και μονότονη. Η Πολιτεία, φοβούμενη ότι, ερχόμενοι οι πολίτες σε επαφή με άλλους τρόπους ζωής, θα εγκατέλειπαν τον δικό τους, τους απαγόρευσε να ταξιδεύουν σε ξένους τόπους, ενώ ταυτόχρονα απαγόρευσε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη για μεγάλο χρονικό διάστημα, φροντίζοντας να τους απομακρύνει, όταν αυτό το διάστημα τελείωνε (ξενηλασία). Αν και η ξενηλασία δεν ήταν απόλυτη (ξένοι μπορούσαν να έλθουν στη Σπάρτη, ακόμη και πολιτικοί αντίπαλοι, όπως ο Περικλής – αλλά όχι σε περίοδο στρατιωτικών γυμνασίων), η πολιτική αυτή, μεταξύ άλλων, εξασφάλισε στη Σπάρτη για αιώνες ένα σταθερό τρόπο ζωής και ένα στιβαρό στρατό ξηράς∙ ταυτόχρονα, βέβαια, η ξενηλασία ήταν ένας από τους παράγοντες οικονομικής και πολιτιστικής καθίζησης της πόλης.

Στον αντίποδα της Σπάρτης, η Αθήνα από την εποχή ακόμη του Σόλωνα εμφανίζεται ανεκτική απέναντι στους ξένους πολίτες, που εγκαθίστανται στην πόλη. Εκτός από τους ξένους, που περιστασιακά φιλοξενούνταν στην Αθήνα, μετατρέποντας την πόλη – ιδίως κατά την κλασσική εποχή – σε άτυπο «κέντρο διερχομένων», ένας σημαντικός αριθμός ξένων πολιτών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, η οποία τους επιφύλαξε – ευτυχώς για μας! – καταγεγραμμένη ειδική θεσμική μεταχείριση. Ήταν οι περίφημοι μέτοικοι.

Θέλοντας κανείς να δώσει έναν ορισμό τους, μέτοικοι ονομάζονται όλοι οι ελεύθεροι Έλληνες και ξένοι, που ήταν εγκατεστημένοι στην Αττική, χωρίς να είναι Αθηναίοι πολίτες. Αυτό σήμαινε ότι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, ενώ αντίθετα είχαν πολλές και ποικίλες υποχρεώσεις.

Κατά πρώτον, έπρεπε να εγγραφούν σε ειδικό κατάλογο μετοίκων, αλλά και να εγγραφούν σ’ έναν δήμο της Αττικής. Οι πιο πολλοί έμεναν στον Πειραιά, τόπο όπου εξασκούσαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Έπειτα, έπρεπε να πληρώνουν μια σειρά από φόρους: το «μετοίκιον», έναν φόρο λόγω της ιδιότητάς τους, που δεν ήταν ιδιαίτερα βαρύς (12 δραχμές για τους άντρες, 6 δραχμές για τις γυναίκες), αλλά που η μη πληρωμή του είχε συνέπεια να γίνουν δούλοι. Τα «ξενικά», έναν φόρο για να μπορούν να εμπορεύονται στην αγορά. Πλήρωναν επίσης τις «λειτουργίες», όπως ορισμένοι εύποροι Αθηναίοι πολίτες. Άλλη τους υποχρεώση ήταν να έχουν έναν Αθηναίο πολίτη ως «προστάτη», που να εγγυάται γι’ αυτούς και να τους εκπροσωπεί στις νομικές τους υποθέσεις. Τέλος, έπρεπε να υπηρετήσουν στο αθηναϊκό πεζικό, συνήθως σε ξεχωριστές μονάδες, που δεν απομακρύνονταν από τα όρια της Αττικής και χρησίμευαν ως εφεδρείες. Μπορούσαν βέβαια να υπηρετήσουν ως κωπηλάτες στο αθηναϊκό ναυτικό.

Ενώ είχαν όλες τις παραπάνω υποχρεώσεις, οι μέτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα ούτε είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν γη. Με δεδομένους αυτούς τους περιορισμούς, δεν είναι παράλογο που οι περισσότεροι στράφηκαν στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές εργασίες. Πολλοί μέτοικοι, ιδίως στην κλασσική εποχή, πλούτισαν αρκετά από τις δραστηριότητές τους, παρέχοντας ταυτόχρονα σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη: ένα από τα σημαντικότερα έσοδά της ήταν οι φόροι των μετοίκων, ενώ σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσει κανείς τα παράπλευρα εισπρακτικά και άλλα οφέλη της πόλης από τη διόγκωση του εμπορίου και της βιοτεχνίας εξαιτίας τους. Πέραν τούτου, η πόλη τους χρησιμοποιούσε στο στρατό της με μηδαμινό κόστος.

Από τα διασωθέντα αρχεία και κείμενα φαίνεται ότι η παρουσία των μετοίκων στην πόλη δεν ήταν απλώς ανεκτή, κάτι σαν αναγκαίο κακό∙ η πόλη την ενθάρρυνε ενεργητικά αποβλέποντας στα οφέλη απ’ αυτούς και αναγνωρίζοντας τα επιτεύγματά τους. Είναι φυσιολογική και καθόλου τυχαία η εκτίμηση και η φιλία του Πλάτωνα προς τον Κέφαλο, μετοικο από τις Συρακούσες και επιτυχημένο επιχειρηματία, που έμεινε γνωστός σ’ εμάς ως ο πατέρας του ρήτορα Λυσία.

Οι Αθηναίοι δε θεωρούσαν τους μετοίκους ανταγωνιστές, γιατί συνειδητοποιούσαν ότι οι μέτοικοι ήταν αναγκαίοι στην πόλη, αλλά κυρίως γιατί δεν τους θεωρούσαν πραγματικό κομμάτι της πόλης, αφού δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες. Στην αρχαία Αθήνα, αλλά και στις άλλες πόλεις, αξία σε κάθε άτομο έδιναν η ιδιοκτησία καλλιεργήσιμης γης και το δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά μέσω της ενάσκησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Οι μέτοικοι, αποκλεισμένοι και από τα δύο, ήταν σαφώς σε μειονεκτικότερη θέση και η πόλη το γνώριζε.

Υπήρχαν, βέβαια και περιπτώσεις, που η Αθήνα χορηγούσε σε μετοίκους απαλλαγή από τους φόρους, που πλήρωναν ως ξένοι, εξομοιώνοντάς τους φορολογικά με τους Αθηναίους πολίτες (ισοτέλεια). Η αναγόρευση, όμως, ενός μετοίκου σε Αθηναίο πολίτη ήταν ένα εντελώς εξαιρετικό μέτρο, που συνέβαινε κυρίως σε αναγνώριση ιδιαίτερων υπηρεσιών προς την πόλη (π.χ. στους μετοίκους, που πολέμησαν στη νικηφόρα ναυμαχία των Αργινουσών το 405π.Χ.).

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ., αμέσως μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, θα ανέμενε κανείς ότι η Αθήνα θα προέβαινε σε μαζικές πολιτογραφήσεις μετοίκων που βοήθησαν στην εκδίωξη των Τριάκοντα τυράννων, αναζωογονόντας παράλληλα το σώμα των πολιτών, που είχε υποφέρει τεράστιες απώλειες εξαιτίας του πολέμου. Παρόλαυτα, οι Αθηναίοι απέρριψαν σχετική πρόταση και πολιτογράφησαν ελάχιστους μετοίκους (λιγότερους από εκατό). Άλλοι, που είχαν αφιερώσει τη ζωή και την περιουσία τους στο δημοκρατικό αγώνα και βρέθηκαν κατεστραμμένοι, δεν έτυχαν τέτοιας τιμής (ο ρήτορας Λυσίας, μεταξύ αυτών, αναγκάστηκε – πάλι ευτυχώς για μας! – να βγάλει τα προς το ζην γράφοντας δικανικούς λόγους για άλλους).

Μισόν αιώνα περίπου αργότερα, το 355π.Χ. ο ιστορικός Ξενοφώντας, αγωνιώντας για την οικονομική αναδιοργάνωση της Αθήνας, προτείνει με το έργο του «Πόροι» ριζικές οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Θεωρούσε ότι η πόλη έπρεπε να ενθαρρύνει κι άλλους ξένους να έρθουν στην πόλη ως μέτοικοι για να αναπτυχθεί και πάλι το εμπόριο, δίνοντάς τους φορολογικά και άλλα προνόμια, καθώς και το δικαίωμα να έχουν σπίτι εντός της πόλης. Παρόλο που οι προτάσεις του θεωρήθηκαν υπερβολικά επαναστατικές και δεν υιοθετήθηκαν, ακόμη κι έτσι δε διανοήθηκε να προτείνει να δοθεί σε μετοίκους καλλιεργήσιμη γη ή πολιτικά δικαιώματα.

Η αντιστοίχιση των μετοίκων της αρχαίας Αθήνας με τους σημερινούς ξένους εργαζόμενους και επιχειρηματίες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν μια σκέψη λανθασμένη. Ωστόσο, κάποια χρήσιμα συμπεράσματα βγαίνουν για τη σύγχρονη εποχή. Η ανάγκη των πόλεων-κρατών να είναι ανεξάρτητα και να κρατήσουν ανόθευτη την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική τους ταυτότητα δεν ακούγεται παράλογη. Τα σύγχρονα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν το καθένα τις δικές του ευαισθησίες και ιδιαιτερότητες και αξιώνουν να γίνονται σεβαστές σ’ ένα διαρκώς και γοργά μεταλλασσόμενο διεθνές περιβάλλον. Το να κλείνει κανείς τα συνορά του σε όλους τους ξένους είναι μια κάποια λύση, αλλά όχι η καλύτερη. Οι κοινωνίες πρέπει να μένουν ανοικτές για να μπορούν να ανανεώνονται. Το να δίνεις ευκαιρίες σε πολίτες άλλων χωρών να εγκατασταθούν και να εργασθούν υπό όρους στον τόπο σου είναι θετικό από πολλές απόψεις.

Από την άλλη, όπως στην αρχαία Αθήνα έφτιαξαν ένα αυστηρό πλαίσιο που να κατοχυρώνει τα δικαιώματα των Αθηναίων πολιτών έναντι των μετοίκων (που έδινε αξία στους πρώτους χωρίς να προσβάλει τους δεύτερους), έτσι θα έπρεπε κάθε σύγχρονο κράτος να κατοχυρώνει τα δικαιώματα των πολιτών του, την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητά του, χωρίς να είναι κλειστό απέναντι στους ξένους πολίτες. Ο τρόπος που θα επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί και θα γεφυρωθούν τα χάσματα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αντικείμενο του παρόντος. Άλλωστε, εδώ δεν προτείνονται λύσεις∙ τίθενται ερωτήματα για προβληματισμό.

Για τους μετοίκους και την αντιμετώπισή τους από τις πόλεις-κράτη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Α. Andrewes – Αρχαία ελληνική κοινωνία (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)
- M. M. Austin/P. Vidal-Naquet – Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα (Δάιδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος 1998).
- S. C. Todd – Αθήνα και Σπάρτη (Καρδαμίτσα)
- Κωνσταντίνος Κολλιόπουλος – Η υψηλή στρατηγική της αρχαίας Σπάρτης (Ποιότητα)
- W.G. Forrest – Η γένεση της αθηναϊκής δημοκρατίας (Παπαδήμας)

Γιάννης Δρίτσουλας