Όταν ακούει σήμερα κανείς τη φράση «αρχαίο συμπόσιο», οι πρώτες εικόνες που του έρχονται στο μυαλό είναι από άντρες που πίνουν αμέτρητο κρασί κι οργιάζουν με γυναίκες και όχι μόνο. Δεν είναι ν’ απορούμε. Στο συλλογικό υποσυνείδητο έχουν εντυπωθεί οι υπερβολές της ρωμαϊκής παρακμής, όπου μισοπάλαβοι αυτοκράτορες όπως ο Νέρωνας κι ο Καλιγούλας έδιναν κάθε μέρα στη λέξη όργιο νέο περιεχόμενο. Το συμπόσιο, όμως, ως ένας ξεχωριστός θεσμός της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, είχε τελείως διαφορετικό περιεχόμενο και σκοπό. Αυτό θα προσπαθήσουμε ν’ ανακαλύψουμε με το σημερινό μας κείμενο.
Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε μόνοι. Όταν τρώει κανείς μόνος του, έλεγε ο Πλούταρχος, δεν γευματίζει• απλώς γεμίζει το στομάχι του όπως τα ζώα. Γυρνώντας στο σπίτι, ο Αθηναίος έτρωγε με την οικογένειά του. Αυτός έγερνε στο ανάκλιντρό του, ενώ η γυναίκα του καθόταν σ’ ένα σκαμνί. Τα παιδιά δεν εμφανίζονταν παρά μόνο στο επιδόρπιο, οπότε κάθονταν ή έμεναν όρθια ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνήθειες της οικογένειας.
Συχνά, ο οικοδεσπότης είχε καλεσμένους, αλλά η πιο εκλεκτή συνεστίασή του ήταν το συμπόσιο. Συμπόσιο κατά κυριολεξία ήταν οι συγκεντρώσεις για την από κοινού οινοποσία στο κλείσιμο ενός δείπνου. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου οι διασκεδάσεις ήταν περιορισμένες, το συμπόσιο ήταν μία απ’ τις ελάχιστες επιλογές που είχαν. Αντίθετα απ’ ό,τι ισχύει σήμερα, το αρχαίο ελληνικό συμπόσιο ήταν ένας τελετουργικός θεσμός με δικούς του, ακριβείς και καθιερωμένους από το χρόνο κανόνες.
Συνήθως το συμπόσιο διοργάνωνε ένας εύπορος. Η αιτία ποικίλε: μια γέννηση, γενέθλια, η απονομή τιμητικού αξιώματος, μια νίκη σε αθλητικούς ή ποιητικούς αγώνες, η αναχώρηση ή η επιστροφή στην πόλη, αλλά και κάτι εντελώς τυχαίο, όπως η συνάντηση δύο φίλων στην αγορά. Ο οικοδεσπότης συνήθιζε να γράφει ονομαστικές προσκλήσεις σε πλάκες αλειμμένες με κερί, που έστελνε στους καλεσμένους του. Αν και δεν υπήρχε όριο, ο ιδανικός αριθμός καλεσμένων ήταν 9.
Γενικά, όμως, επειδή οι αρχαίοι Έλληνες ήταν φιλόξενοι, ο κανόνας αυτός καταστρατηγείτο. Ήταν συχνό το φαινόμενο ένας καλεσμένος να φέρει μαζί του έναν ακάλεστο φίλο του. Οι άνθρωποι αυτοί, που κυνηγούσαν τις ευκαιρίες για δωρεάν δείπνα, συχνά χλευάζονταν στις κωμωδίες ως «παράσιτα». Υπάρχει δε μια ιστορία πολύ χαριτωμένη, που διηγείται ο Πλάτων στο «Συμπόσιο». Κάποιος Αριστόδημος συνάντησε το Σωκράτη καθοδόν για το συμπόσιο του ποιητή Αγάθωνα (που έδωσε και τον τίτλο στο πλατωνικό έργο). Ο Αριστόδημος έσπευσε να τον ακολουθήσει ακάλεστος και μάλιστα, όταν ο Σωκράτης έμεινε πίσω, απασχολημένος μ’ ένα φιλοσοφικό πρόβλημα (τι πρωτότυπο για το Σωκράτη!), αυτός προπορεύτηκε και μπήκε μόνος στο σπίτι του Αγάθωνα. Ο οικοδεσπότης, όμως, όχι μόνο τον καλοδέχτηκε, αλλά του είπε ότι εξαρχής ήθελε να τον καλέσει, αλλά δεν τον έβρισκε.
Το συμπόσιο ήταν αντρική υπόθεση. Οι σύζυγοι και οι θυγατέρες δεν επιτρεπόταν να συμμετέχουν, γιατί η συζήτηση θα ήταν είτε φιλοσοφική, οπότε ακατάληπτη γι’ αυτές, είτε «αντρική», οπότε ακατάλληλη για τ’ αυτιά τους. Οι μόνες γυναίκες που συμμετείχαν ήταν μισθωμένες αυλητρίδες για να παίζουν μουσική κι εταίρες για εκλεπτυσμένη σύζητηση. Οι γυναίκες του σπιτιού αποσύρονταν στο γυναικωνίτη, όπου απολάμβαναν ζαχαρωμένα φρούτα και γλυκά με τις κόρες και τις φίλες τους.
Ο χώρος του συμποσίου ήταν συνηθέστερα ο «ανδρώνας» (το δωμάτιο για τον κύριο) στο σπίτι του οικοδεσπότη, ένας μισθωμένος χώρος στην πόλη ή ακόμη και το σπίτι μιας εταίρας, η οποία θα νοστίμιζε τη συζήτηση με το υψηλό της πνεύμα. Συν τω χρόνω, οι ανδρώνες διακοσμήθηκαν με όμορφα μωσαϊκά πατώματα και τοιχογραφίες.
Όταν ένας καλεσμένος έφτανε στο χώρο του συμποσίου, οι δούλοι του έβγαζαν τα υποδήματα, του έπλεναν και του αρωμάτιζαν τα πόδια και του έθεταν ένα στεφάνι στο κεφάλι. Το τελευταίο ήταν μία συνήθεια, που είχε την προέλευσή της στα παλαιότερα χρόνια, όταν οι συμποσιαστές έδεναν το κεφάλι της σφιχτά με μια ταινία, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν τον πονοκέφαλο που έφερνε το κρασί. Τότε, κάθε καλεσμένος προχωρούσε προς τον ανδρώνα και μισοξάπλωνε σ’ ένα ανάκλιντρο. Η πιο τιμητική θέση, ασφαλώς, ήταν δίπλα στον οικοδεσπότη. Με την υπόδειξη του οικοδεσπότη, όλοι έπλεναν τα χέρια τους σε μια λεκάνη κι ο οικοδεσπότης διάβαζε το γραμματείδιον, δηλ. το μενού για ν’ αρχίσει το φαγοπότι.
Για την τήρηση των κανόνων κατά τη διάρκεια του συμποσίου, οι συνδαιτημόνες επέλεγαν με το ρίξιμο ζαριών έναν συμποσίαρχο. Αυτός θα καθόριζε πόσο αραιωμένο θα ήταν το κρασί, πόσες κούπες αναλογούσαν στον καθένα, τους κανόνες των παιχνιδιών και τις ποινές για όποιον τους παραβίαζε. Ο συμποσίαρχος μπορούσε ακόμη και να διώξει κάποιον από το συμπόσιο, αν και αυτό σπάνια γινόταν.
Το συμπόσιο χωριζόταν σε δύο μέρη: Στο πρώτο μέρος ικανοποιούσαν την πείνα τους με το γεύμα. Έπειτα, περνούσαν στο δεύτερο μέρος, το καθαυτό συμπόσιο, οπότε έπιναν κρασί, συζητούσαν κι έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Το πρώτο μέρος του συμποσίου ξεκινούσε με μία κούπα αρωματισμένου κρασιού και περιελάμβανε διάφορα φαγητά σε μικρές ποσότητες, αρκετές απλώς για να καταπραϋνουν την πείνα των συνδαιτημόνων, αλλά όχι και να γεμίσουν το στομάχι τους. Η παροιμιώδης λιτότητα των Ελλήνων ίσχυε και για τα συμπόσια (τουλάχιστον έως την ελληνιστική εποχή, οπότε άλλαξαν τα ήθη).
Όταν τελείωναν το γεύμα, οι συμποσιαστές ξεκινούσαν την οινοποσία. Για τους αρχαίους Έλληνες η λήψη κρασιού ήταν περίπου θρησκευτική πράξη, γι’ αυτό της οινοποσίας προηγείτο μια σπονδή στον «Αγαθό Δαίμονα» (δηλ. στον Καλό Θεό), στο Διόνυσο και την Υγεία. Οι δούλοι έφερναν κρασί σε οινοχόες και νερό σε υδρίες και τ’ αναμείγνυαν σ’ ένα αγγείο που λεγόταν κρατήρας, με βάση την αναλογία οίνου – ύδατος που όριζε ο συμποσίαρχος. Το κρασί μοιραζόταν σε κύπελα (κύλικες ή κοτύλες) για καθέναν από τους συμποσιαστές, ενώ υπήρχε κι ένα αγγείο με δροσερό νερό ή πάγο, που λεγόταν ψυκτήρας, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τον κρατήρα για να κρατά δροσερό το κρασί όσο διαρκούσε το συμπόσιο. Οι πότες αντάλλαζαν ευχές ίδιες με σήμερα: «Υγίαινε» και «Χαίρε».
Σ’ αυτό το μέρος του συμποσίου δεν αποκλειόταν το φαγητό. Οι συνδαιτημόνες συμπλήρωναν το ποτό τους με επιδόρπιο από ξερά σύκα, ξηρούς καρπούς, ελιές, τυρί και κρεμμύδια, καθώς και αλμυρές και γλυκές πίτες. Δεν μπορούσε, όμως, κάποιος ν’ αποφύγει να πιεί• η ρήση «πίνε ή φύγε» έμεινε από τους πότες που ανάγκαζαν τους απρόθυμους να συμμετέχουν. Αν και τηρείτο ένα μέτρο από το συμποσίαρχο, συχνά οι συνδαιτημόνες μεθούσαν κι άρχιζαν τα πειράγματα και τα αστεία. Κανείς, όμως, δεν κρατούσε κακία για ό,τι λεγόταν σ’ ένα συμπόσιο• από τότε έμεινε η φράση «μισώ έναν πότη με καλή μνήμη».
Εκτός, όμως, από τα αστεία, δημοφιλής διασκέδαση στα συμπόσια ήταν τα αινίγματα και τα παιχνίδια. Ένα απ’ αυτά ήταν το «καπέλωμα»: ένας παίχτης απήγγειλε τον πρώτο στίχο ή στροφή από ένα ποίημα και ο επόμενος έπρεπε να απαγγείλει τη συνέχεια ή έναν ανάλογα στίχο ή στροφή ποιήματος, «καπελώνοντάς» τον. Το πιο αγαπημένο παιχνίδι, όμως, ήταν ο κότταβος, βάσει του οποίου κάθε παίχτης έριχνε το κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι του από απόσταση σε ένα αντικείμενο – στόχο, που είχε τοποθετηθεί πάνω σε ένα δίσκο. Αν το πετύχαινε, κέρδιζε.
Εκτός από παιχνίδια, βέβαια, το συμπόσιο περιελάμβανε τραγούδι και χορό. Για τη μουσική και το χορό προσλαμβάνονταν γυναίκες που έπαιζαν αυλό και τραγουδούσαν (αυλητρίδες), ενώ πότε πότε μίσθωναν και χορευτές ή χορεύτριες για να τους διασκεδάσουν με χορούς. Ένας χορός, μάλιστα, ο κόρδαξ, ήταν πολύ δημοφιλής στην Αθήνα της κλασσικής εποχής, αν και οι φιλόσοφοι λένε ότι κανείς δεν θα ήθελε να τον χορέψει παρά μόνο μεθυσμένος. Κανείς, όμως, δεν άφησε περιγραφή των βημάτων του, ώστε να κρίνουμε αν οι πικρόχολοι φιλόσοφοι είχαν δίκιο...
Η συγκέντρωση, όμως, των αντρών στα συμπόσια, ήταν και μία θαυμάσια ευκαιρία για εκλεπτυσμένη συζήτηση. Στο συμπόσιο συνήθως κάποιος πρότεινε ένα θέμα συζήτησης, φιλοσοφικό, κοινωνικό ή ηθικό. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν άντεχαν τις δυσάρεστες συζητήσεις στα συμπόσια. Οι συμμετέχοντες αντάλλαζαν απόψεις, αντιδικούσαν χωρίς να παρεξηγούνται (όπως προείπαμε, όλα συγχωρούνταν στα συμπόσια), αλλά κυρίως ανανέωναν την παρέα τους, έκαναν γνωριμίες και σφυρηλατούσαν επιχειρηματικές και πολιτικές συμμαχίες. Η έκφραση «μεταξύ τύρου και αχλαδίου» έμεινε, διότι επ’ ευκαιρία των συμποσίων συνέβαιναν τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή της πόλης.
Το ερωτικό στοιχείο ασφαλώς υπήρχε στα συμπόσια. Αν κι οι συμποσιαστές σκοπό είχαν να διασκεδασουν μεταξύ τους, κανείς δεν θα παρεξηγιόταν αν ένας τους ακολουθούσε μια εταίρα στο σπίτι της ή κυνηγούσε μια όμορφη αυλητρίδα ή μια χορεύτρια. Σ’ ένα συμπόσιο που διοργάνωσε ο πλούσιος Καλλίας και το περιγράφει ο Ξενοφώντας, παρουσιάστηκε στους συνδαιτημόνες ένα ζευγάρι ηθοποιών που τέλεσε έναν μίμο με θέμα την αρπαγή της Αριάδνης απ’ το Διόνυσο. Καθώς το θέμα ήταν πολύ ερωτικό, κάποιοι εκ των καλεσμένων ορκίστηκαν, επηρεασμένοι απ’ το θέαμα, να παντρευτούν, άλλοι δε, ήδη παντρεμένοι, καβάλησαν τ’ άλογά τους για να πάνε στις γυναίκες τους. Μόνος ο Σωκράτης έκανε έναν περίπατο με τον Καλλία – κάτι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τον περίμενε η Ξανθίππη στο σπίτι, γνωστή μέγαιρα...
Τι μένει πλέον απ’ τα αρχαία συμπόσια; Τι ήταν, αφού δεν ήταν όργια φαγητού κι ερωτικής ακολασίας; Ο Πλούταρχος το λέει πιο εύγλωττα απ’ όλους: «Συμπόσιο είναι μια εκδήλωση για να περνά η ώρα όμορφα με κρασί, η οποία, καθοδηγούμενη από μια ευχάριστη κοινωνική συμπεριφορά, καταλήγει σε φιλία». Για τους Έλληνες, που ήταν μετρημένοι στο φαί, το ποτό και στη γενικότερη συμπεριφορά τους, το συμπόσιο ήταν ένα μέσο κοινωνικοποίησης, επαφής με τους φίλους τους, χαλάρωσης και ανανέωσης. Στην τεχνοκρατική εποχή μας, των σκεπτόμενων μηχανών και των αυτοματισμών, η εγκάρδια κοινωνικότητα και το χαμόγελο των ανδρών των συμποσίων δεσπόζουν πιο ψηλά από τη δική μας εξέλιξη. Και είναι σίγουρα πιο ανθρώπινα.
Για τα αρχαία ελληνικά συμπόσια ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
- R. Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (Παπαδήμας)
- Kolobova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- R. Garland – Η καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Βασδέκης)
- Μαρία Θερμού – Στα μαγειρία των αρχαίων (Ολκός)
Στην εικόνα: σκηνή από αρχαιοελληνικό συμπόσιο σε αγγείο.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment