Μία αφρικανική παροιμία λέει: «το νερό είναι το μόνο ποτό του σοφού ανθρώπου». Αυτή είναι σίγουρα μια καλή συμβουλή για εγκράτεια, μα η περιέργεια, η φαντασία και η εφευρετικότητα του ανθρώπου δημιούργησαν ευτυχώς αμέτρητα είδη ποτών προς κατανάλωση, άλλοτε για λόγους υγείας άλλοτε για απόλαυση κι έτσι δεν αρκούμαστε στο νερό. Κι αν σήμερα τα περισσότερα ποτά – αλκοολούχα ή μη – έχουν γίνει κτήμα του παγκόσμιου πολιτισμού, η διαδρομή ορισμένων από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας αξίζουν την προσοχή μας. Κι αυτό, διότι φωτίζουν τα πιο βαθιά κρυμμένα μυστικά των λαών που τα δημιούργησαν, ένα κομμάτι από την ψυχή τους. Στο προηγούμενο κείμενο περάσαμε τροχάδην από το κόσμο των αρχαιοελληνικών εδεσμάτων. Στις επόμενες σειρές θα ξεκινήσουμε μια βόλτα στη μαγεία των αρχαιοελληνικών ποτών.
Μιλώντας για ποτά της αρχαίας Ελλάδας, δεν μπορεί κανείς παρά ν’ αρχίσει από το κρασί. Η λέξη οίνος υπάρχει στην ελληνική γλώσσα ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή, με δικό της ιδεόγραμμα. Η καλλιέργεια της αμπέλου ξεκίνησε στην Ελλάδα και σ’ όλη τη Μεσόγειο ήδη την εποχή του Χαλκού. Υπήρχαν πολλά είδη οίνου, στην αρχαία ελληνική γραμματεία δε αναφέρονται τέσσερα: ο λευκός, ο μέλας, ο κίρρος (ξανθός) κι ο ερυθρός. Καθε περιοχή της Ελλάδας είχε τη δική της παραγωγή, τα πιο φημισμένα όμως κρασιά ήταν αυτά της Νάξου, της Θάσου, της Λέσβου, της Ρόδου και της Χίου, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες και για κρασιά πολλών άλλων περιοχών. Οι γευσιγνώστες και έμπειροι πότες π.χ. πλήρωναν όσο όσο για το κρασί της Τορώνης και της Μένδης στη Χαλκιδική, καθώς και της Μαρώνειας στη Θράκη.
Οι Έλληνες συνδύασαν άρρηκτα τη ζωή και την ιστορία τους με το αμπέλι. Όταν οι κάτοικοι της Φώκαιας της Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους λόγω του περσικού κινδύνου, έβαλαν στα πλοία τους τα υπάρχοντά τους, μεταξύ των οποίων τις αγαπημένες τους ποικιλίες αμπελιού. Η περιπλάνησή τους τους έφερε στις μεσογειακές ακτές της σημερινής Γαλλίας, όπου ίδρυσαν τη Μασσαλία. Ξεκινώντας εμπορικές σχέσεις με τους ντόπιους Κέλτες, τους δίδαξαν την τέχνη της καλλιέργειας του αμπελιού και της παραγωγής κρασιού. Κι έτσι σήμερα υπάρχουν τα ξακουστά γαλλικά κρασιά.
Η καλλιέργεια του κλήματος και η αγάπη για το κρασί συνοδεύτηκε στην Ελλάδα με την λατρεία του θεού Διονύσου. Η λατρεία του Διονύσου, θεού του κρασιού και της ευθυμίας, ήλθε στην Ελλάδα από τη Φρυγία της Μικράς Ασίας και τη Θράκη και έκανε αρκετό καιρό να καθιερωθεί και τούτο επεισοδιακά. Ο Διόνυσος ήταν ο θεός των αγροτών και του πληθυσμού της υπαίθρου, του οποίου η τύχη εξαρτιόταν από την ετήσια σοδειά. Γι’ αυτό, ο τρύγος ήταν μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του έτους, που συνοδευόταν με λατρευτικές τελετές και γιορτές κάθε είδους. Σε αντίθεση με τους αγρότες, οι εύποροι αριστοκράτες των πόλεων αρχικά περιφρόνησαν τη λατρεία του Διονύσου• αναγκάστηκαν, όμως, να εντάξουν και το χαρωπό αυτό θεό στο πάνθεόν τους μετά από κοινωνικές αναταράξεις και μετά την εγκαθίδρυση τυραννιών στις ελληνικές πόλεις-κράτη. Οι τύραννοι, όπου κατέλαβαν την εξουσία, βασίσθηκαν κυρίως στους αγροτικούς πληθυσμούς και γι΄αυτό στήριξαν τη λατρεία των θεών της βλάστησης (η διονυσιακή λατρεία καθιερώθηκε στην Αθήνα επί Πεισίστρατου, στη Σικυώνα επί Κλεισθένη, κ.ο.κ.).
Το άνοιγμα των πιθαριών με το κρασί της νέας εσοδείας γινόταν στα Ανθεστήρια, μια γιορτή προς τιμήν του Διονύσου, που γινόταν στα μέσα του μήνα Ανθεστηριώνα (περίπου αρχές Μαρτίου). Την πρώτη ημέρα της γιορτής τελούνταν τα «Πιθοίγια», δηλ. ανοίγονταν τα πιθάρια με το κρασί. Με το κρασί αυτό γίνονταν οι σπονδές, καθώς και διαγωνισμοί οινοποσίας με έπαθλο ... ακόμη πιο πολύ κρασί.
Αν και σε όλες περίπου τις αρχαίες ελληνικές πόλεις – κράτη βρέθηκαν πατητήρια και δεξαμενές για τον τρύγο, η παραγωγή κρασιού ήταν μια διαδικασία αρκετά διαφορετική από τη σημερινή. Κάθε πόλη δε αναμείγνυε στο κρασί της διάφορα συστατικά: έβαζαν μέλι ή φρούτα, όπως ξερά σύκα, μπαχαρικά και αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, σμύρνα, βαλεριάνα κι έτσι αναδείκνυαν περισσότερο τη γεύση του. Δεν ήταν άγνωστη η χρήση ρητίνης, ακόμη και αψίνθου στο κρασί: ο «αψινθίτης» οίνος ήταν ένα είδος «βερμούτ». Ονομαζόταν και «ιπποκράτειος», καθώς αποδιδόταν στον πατέρα της ιατρικής. Στην Ποσειδωνία της Κάτω Ιταλίας μάλιστα αρωμάτιζαν το κρασί τους με τα φημισμένα σ’ όλον τον αρχαίο κόσμο τριαντάφυλλα της περιοχής τους.
Τα κρασιά που προορίζονταν για πώληση στην τοπική αγορά τα τοποθετούσαν σε ασκιά και τα μετέφεραν με υποζύγια, ενώ όσα προορίζονταν για εξαγωγή, τα τοποθετούσαν σε αμφορείς διαφόρων σχημάτων ανάλογα με το είδος και την προέλευση τους, τα οποία σφράγιζαν με το όνομα της πόλης και του παραγωγού, το έτος παραγωγής κτλ. Καθώς ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός, κάθε πόλη – κράτος είχε θέσει αυστηρούς κανόνες για την διάθεση του κρασιού της. Η Θάσος π.χ. απαγόρευε με νόμο ξένα πλοία που μετέφεραν κρασί να προσεγγίζουν το νησί επί ποινή δήμευσης του φορτίου.
Το κρασί καταναλωνόταν σε πολλές και διαφορετικές περιστάσεις: ο μέσος Αθηναίος προγευμάτιζε βουτώντας λίγο ψωμί στο κρασί (το λεγόμενο ακράτισμα). Το κρασί συνόδευε κάθε γεύμα ως ποτό, αλλά χρησίμευε και ως υλικό για τη μαγειρική, καθώς μία σειρά από φαγητά το περιείχαν. Ήταν απαραίτητο για πολλές θρησκευτικές τελετές για τις σπονδές, ενώ έρεε άφθονο σ’ όλες τις γιορτές• ήταν μία καλή ευκαιρία για τους φτωχούς να πιουν ένα ποτήρι παραπάνω.
Το κρασί χρησιμοποιήθηκε πολύ και στην ιατρική για τις ευεργετικές ιδιότητές του όταν γίνεται συνετή κατανάλωση. Από «ποιητές του κρασιού», όπως ο Ανακρέοντας, υμνήθηκε ως το καλύτερο βάλσαμο για τις αρρώστιες της ψυχής, τη μελαγχολία, αλλά και τις πίκρες του έρωτα. Ορισμένα κρασιά ήταν γνωστό ότι αυξάνουν και την ερωτική επιθυμία. Ο αθυρόστομος Αριστοφάνης ανέφερε πως τέτοιο κρασί είναι το πράμνειο (ικαριώτικο) και το πεπαρήθειο (της Αλλονήσου).
Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, το κρασί τότε είχε πιο πολλούς βαθμούς αλκοολης. Οι Έλληνες δεν έπιναν ποτέ τον οίνο άκρατο, δηλ. ανέρωτο. Θεωρούσαν βαρβαρικό έθιμο να πίνει κανείς έτσι κρασί, κυκλοφορούσε δε η φράση «πίνει κρασί σαν Σκύθης». Από την αραίωση δε του κρασιού με νερό («κράσις») προήλθε η λέξη κρασί. Αραίωναν το κρασί ανάλογα με την περίσταση με αναλογία 2 μέρη κρασί προς 1 νερό ή και 3 προς 1 για ν’ αποφύγουν τη μέθη. Οι συνέπειες της μέθης είχαν επισημανθεί από νωρίς, διάφοροι φιλόσοφοι δε, όπως ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος είχαν γράψει ολόκληρες πραγματείες για το θέμα, αλλά σε μας έφτασαν ελάχιστα αποσπάσματα.
Εκτός, όμως, από το κρασί, υπήρχαν κι άλλα αλκοολούχα ποτά. Εκτός από τους Βίκινγκς και οι Έλληνες παρασκεύαζαν υδρόμελι, αλλά δεν ήταν ευρέως διαδεδομένο εκτός των αγροτικών πληθυσμών. Χρησιμοποιώντας μήλα, αχλάδια, ρόδια και σύκα έφτιαχναν οινοπνευματώδη σαν το σημερινό μηλίτη και το fruit punch, ενώ διπλοβράζοντας ορισμένα αποστάγματα παρασκεύαζαν ένα ποτό συγγενές με τη ρακή.
Τι συνέβαινε, όμως, με το πιο διαδεδομένο σήμερα λαϊκό ποτό, τη μπύρα; Η μπύρα ήταν το κατεξοχήν ποτό των αρχαίων Αιγυπτίων. Οι αρχαίοι Έλληνες την ήξεραν, κυρίως λόγω των στενών δεσμών τους με τους γιούς του Φαραώ από την αυγή της ιστορίας. Παρόλαυτα, δεν ήταν δημοφιλής η καταναλωσή της, θεωρείτο βαρβαρική συνήθεια.
Ας αφήσουμε τώρα τα αλκοολούχα ποτά για ν’ ασχοληθούμε με τα πιο «αθώα». Και πρώτα απ’ όλα το γάλα, για το οποίο μαρτυρίες έχουμε κιόλας από τον Όμηρο. Καταναλωνόταν κυρίως από τους αγροτικούς πληθυσμούς, που διατηρούσαν πρόβατα και κατσίκες. Η περιφρόνησή του ως ποτού φαίνεται ήδη στην Οδύσσεια, όπου ο Κύκλωπας Πολύφημος θεωρείται βάρβαρος επειδή πίνει κατσικίσιο γάλα και δεν έχει δοκιμάσει κρασί. Το γάλα χρησιμοποιείτο ελάχιστα στη μαγειρική. Συχνά έβραζαν το γάλα και πρόσθεταν κνήκο (κουρκουμά). Η βασική του χρήση, όμως, ήταν για παρασκευή τυριού, το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν. Το βούτυρο δεν τους ήταν επίσης άγνωστο, αλλά δεν το προτιμούσαν, καθώς είχαν το ελαιόλαδο. Ονόμαζαν χλευαστικά τους βόρειους λαούς και τους Θράκες «βουρυτοφάγους».
Μεγάλη διάδοση στην αρχαία Ελλάδα είχε ένα είδος ποτού, που περιείχε νερό, πληγούρι κριθαριού, φλισκούνι και ίσως μέλι. Ήταν ο κυκεών (από το ρήμα κυκάω, που σημαίνει ανακατεύω), στον οποίο ανακάτευαν ενίοτε τριμμένο κατσικίσιο τυρί. Ήταν πολύ δημοφιλές ανάμεσα στους φτωχότερους, ενώ ο κυκεών ήταν το ποτό που έπιναν οι μύστες στα Ελευσίνια Μυστήρια πριν έρθουν σε μέθεξη και επαφή με το θείον. Προφανώς είχε κάποιο, άγνωστο σήμερα, συστατικό, που προκαλούσε έκσταση. Ποιος ξέρει...
Ποιά ήταν εντέλει η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με το ποτό; Όπως και με τα εδέσματα, οι αρχαίοι Έλληνες βασίζονταν στη γη για να τους προσφέρει τα αγαθά που έπιναν. Έδειχναν μεγάλη φαντασία και εφευρετικότητα δημιουργώντας ολοένα και περισσότερα είδη ποτών, αν και η κυρίαρχη λατρεία τους ήταν το κρασί. Η ανάπτυξη της αμπελουργίας και η διάδοσή της σε όλα τα μέρη που ζούσαν Έλληνες μας δείχνει ότι το κρασί είναι βασικό συστατικό της ελληνικής ψυχής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αφέθηκαν στην κατάχρησή του• αντίθετα, καθόρισαν κανόνες για την οινοποσία, ώστε να απολαμβάνουν το κρασί με μέτρο. Το μέτρο, βασική ηθική αρχή τους, επηρέασε και αυτή την πλευρά της ζωής τους. Τρανό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας τα ελληνικά συμπόσια. Αλλά με αυτά θα ασχοληθούμε στο επόμενο κείμενο.
Για τη διατροφή των αρχαίων Ελλήνων ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
- R. Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (Παπαδήμας)
- Kolobova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- R. Garland – Η καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Βασδέκης)
- Μαρία Θερμού – Στα μαγειρία των αρχαίων (Ολκός)
Στην εικόνα: ο Ηρακλής πίνει κρασί, το οποίο γυναίκα αναμειγνύει με νερό από μία υδρία.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment