Οι περισσότεροι άνθρωποι αργά ή γρήγορα στη ζωή τους μπαίνουν στη διαδικασία να κάνουν ένα ή περισσότερα ταξίδια. Άλλοι κλείνουν εισιτήρια κι ετοιμάζουν βαλίτσα πετώντας απ’ τη χαρά τους κι άλλοι γκρινιάζουν απ’ το πρώτο λεπτό, πριν καν ξεκινήσουν από τη βάση τους. Γιατί όμως ταξιδεύουμε; Τι ωθεί τους ανθρώπους να ξεκινήσουν; Ένα ταξίδι μπορεί να έχει αφετηρία διάφορες αιτίες και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο ταξιδιώτης θα επιτύχει τους στόχους που έθεσε. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι θα ωφεληθεί από το ταξίδι σε κάθε περίπτωση. Τρανή απόδειξη γι’ αυτό το ιστορικό παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων.
Πρωταρχικός λόγος για ένα ταξίδι είναι η ανάγκη για επιβίωση. Στη σημερινή εποχή, που η επιβίωση στο δυτικό κόσμο είναι – παρά τα οικονομικά προβλήματα – σχεδόν πάντα δεδομένη, δύσκολα κατανοούμε την ψυχολογία των αποίκων των δύο ελληνικών αποικισμών. Κόντρα στη γενική πεποίθηση των υπερπατριωτών ότι ο τόπος μας είναι ο πλούσιοτερος και πιο ζηλευτός όλων, η Ελλάδα είναι και πάντα ήταν ένας σχετικά φτωχός και τραχύς τόπος. Καλύπτεται από πολύ λίγες και μικρές πεδιάδες, μη επιδεκτικές όλων των καλλιεργειών και από πολλά και άγρια βουνά. Η χώρα είναι πλούσια σε χλωρίδα και πανίδα, αλλά οι καλλιέργειες σιτηρών και δημητριακών είναι ανεπαρκείς, ενώ η ύπαρξη βασικών μετάλλων, όπως ο χρυσός, ο χαλκός, το ασήμι και ο σίδηρος είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Τα πρώτα ελληνικά φύλα που έφτασαν στον ελληνικό χώρο από το βορρά το κατάλαβαν γρήγορα.
Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων (12ος αιώνας π.Χ.) και τους Σκοτεινούς αιώνες (11ος – 9ος αιώνας π.Χ.), ο υπερπληθυσμός, οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που συχνά οδηγούσαν σε αιματοχυσία, οι επιδρομές ξένων λαών και η απειλή της κατάκτησης από τα μεγάλα ανατολικά βασίλεια ώθησαν πολλούς Έλληνες να μεταναστεύσουν για μια καλύτερη τύχη στις αποικίες.
Πάρτε για παράδειγμα τον αποικισμό της Κυρήνης από τη Θήρα και τις περιπέτειες των Φωκαέων. Η Θήρα αντιμετώπιζε χρόνια προβλήματα υπερπληθυσμού όταν απανωτές κακές σοδειές έφεραν πείνα και κοινωνική αναταραχή. Το μαντείο των Δελφών, όπου προσέφυγαν, τους πρότεινε να στείλουν αποίκους στη Λιβύη. Οι άποικοι ταξίδεψαν στην Αφρική, αλλά η αρχική τους απόπειρα για εγκατάσταση απέτυχε, γιατί, μεταξύ άλλων, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν τους πολύ εχθρικούς ντόπιους. Όταν αποκαρδιωμένοι επέστρεψαν στην πατρίδα, οι συμπατριώτες τους περίμεναν στην ακτή για να τους πετροβολήσουν και δεν τους άφησαν καν ν’ αποβιβαστούν. Χρειάστηκε περίσσια αποφασιστικότητα κι ένας ηγέτης με σθένος (ο τραυλός οικιστής Βάττος), ώστε να επιστρέψουν στη Λιβύη, να βρούν κατάλληλο χώρο για να ιδρύσουν την Κυρήνη, εγκαθιδρύοντας ένα πλέγμα ελληνικών πόλεων, που θα ρίζωναν εκεί για αιώνες.
Η αρχαία Φώκαια ήταν πόλη ναυτικών, χωρίς ιδιαίτερη κλίση στη γεωργία. Όταν στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. συνειδητοποίησαν την ανάγκη μιας κοντινής αποικίας – στηρίγματος, η Μίλητος είχε ήδη αποικίσει το μεγαλύτερο μέρος του Ευξείνου Πόντου και τα Μέγαρα τα βασικότερα σημεία της Προποντίδας. Επέλεξαν λοιπόν ένα σημείο της Προποντίδας σχετικά κοντά τους και ίδρυσαν τη Λάμψακο∙ χρειάστηκε πρώτα, όμως, να πολεμήσουν και να κατασφάξουν τους ντόπιους Βέβρυκες, πριν εγκατασταθούν με ασφάλεια.
Οι Φωκαείς ήταν δαιμόνιοι ναυτικοί. Γύρω στα 600 π.Χ. έφτασαν στις ακτές της Γαλλίας και ίδρυσαν τη Μασσαλία (βασιζόμενοι στις πληροφορίες Ροδίων και Κυπρίων εμπόρων, που έφταναν εκεί για χρόνια για ν’ ανταλλάξουν με τους Κέλτες λάδι και κρασι αντί μετάλλων), μια πόλη που έγινε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου. Γύρω στα 546 π.Χ. η μητρόπολη Φώκαια κινδύνευε από τους Πέρσες. Όταν ο Πέρσης στρατηγός Άρπαγος – όνομα και πράγμα – πρότεινε συνθηκολόγηση χωρίς μάχη, οι Φωκαείς ζήτησαν μία μέρα διορία για ν’ απαντήσουν, μπήκαν στα πλοία και πέρασαν απέναντι στη Χίο. Ζήτησαν από τους Χιώτες άδεια να εγκατασταθούν στις Οινούσες, οι Χιώτες όμως αρνήθηκαν, φοβούμενοι τον ανταγωνισμό των Φωκαέων. Τότε, οι μισοί Φωκαείς επέστρεψαν στην πόλη τους ν’ αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, ενώ οι άλλοι μισοί μπήκαν πάλι στα πλοία και ταξίδεψαν ως τη νήσο Αλαλία (τη σημερινή Κορσική), όπου έστησαν όπως όπως μια αποικία. Η παρουσία τους εκεί θορύβησε Ετρούσκους και Καρχηδόνιους, που έλεγχαν την ευρύτερη περιοχή. Σύντομα, οι Φωκαείς αναγκάστηκαν ν’ αντιμετωπίσουν τον ενωμένο στόλο Ετρούσκων και Καρχηδονίων σε ναυμαχία κοντά στην Κορσική. Αν και νίκησαν «στα σημεία», είχαν τέτοιες απώλειες, που έκριναν καλύτερο να μεταναστεύσουν ξανά, αυτή τη φορά στην Ιταλία, στον κόλπο της Νάπολης, όπου ίδρυσαν την αποικία της Ελέας.
Η επιλογή τόπου για την ίδρυση αποικίας δεν ήταν τυχαία ούτε ήταν τυχαίο ότι, πριν ξεκινήσουν το ταξίδι, οι άποικοι συμβουλεύονταν το μαντείο των Δελφών. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ως επί το πλείστον, εκτός από θρησκευόμενοι, πρακτικοί άνθρωποι. Το μαντείο είχε στη διάθεσή του ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριών από ταξιδιώτες και εμπόρους και ήξερε να συμβουλεύει επιτυχημένα για την ίδρυση αποικιών και ν’ αποθαρρύνει κακές επιλογές.
Η αναγκαιότητα της επιβίωσης, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος λόγος ταξιδιών. Το ταξίδι, ιδιαίτερα στη θάλασσα, ήταν το κυριότερο μέσο για το εμπόριο και την απόκτηση πλούτου. Οι Έλληνες ταξίδεψαν σε πολλά μέρη για να προμηθευτούν μέταλλα, που ήταν το κύριο μέσο συναλλαγών, σιτάρι και δημητριακά, που του έλειπαν, καθώς και εξωτικά προϊόντα. Μυκηναίοι θαλασσοπόροι είχαν οργώσει τη Μεσόγειο κι ήξεραν όλες τις εμπορικές οδούς και τα λιμάνια – κόμβους ανταλλαγής προϊόντων. Εκτός των αρχαιολογικών τεκμηρίων, υπάρχουν η Οδύσσεια, η Αργοναυτική Εκστρατεία και οι άθλοι του Ηρακλή, που το πιστοποιούν.
Μετά τη Μικρά Ασία, οι Έλληνες ανέπτυξαν μια σχέση με τη Μαύρη Θάλασσα και την Προποντίδα, που χάνεται βαθιά στους αιώνες. Η Αργοναυτική εκστρατεία και τελικά η αρχαιολογική σκαπάνη αποδεικνύουν παρουσία των Μυκηναίων εκεί ήδη από το 14ο αιώνα π.Χ. Αργότερα, τον 8ο αιώνα π.Χ. ελληνικά κεραμικά καταφτάνουν στην περιοχή, πολύ πριν την ίδρυση αποικιών. Ψάχνοντας για μέταλλα, οι Μεγαρείς ίδρυσαν στο κομβικότερο σημείο της Προποντίδας το Βυζάντιο και οι Βυζαντινοί, θέλοντας να επεκταθούν στη Μαύρη Θάλασσα, ίδρυσαν στην είσοδό της την Ηράκλεια του Πόντου. Έχοντας σχετικές πληροφορίες, όργωσαν την περιοχή για κοιτάσματα σιδήρου, ίδρυσαν την πόλη δίπλα σ’ ένα ορυχείο και κατάφεραν ν’ αποσπάσουν από τη ντόπια φυλή τα μυστικά της κατεργασίας του σιδήρου. Οι ντόπιοι ήταν αξεπέραστοι σιδεράδες∙ το λέει το όνομά τους άλλωστε: τους έλεγαν Χάλυβες.
Στη Μαύρη Θάλασσα, οι Μιλήσιοι ίδρυσαν πάνω από 70 αποικίες. Ακολουθώντας τις διηγήσεις για τους Αργοναύτες, έφτασαν στο βασίλειο της Κολχίδας και ίδρυσαν στα όριά του την πόλη Φάσι περί το 570 π.Χ. Ο τοπικός βασιλιάς δεν παραχωρούσε σ’ οποιονδήποτε τα σταροχώραφα και τα βοσκοτόπια του ούτε έδινε άδεια σε ξένους να συλλέξουν τα ψήγματα χρυσού από τον ποταμό Φάσι. Οι Έλληνες παρατηρούσαν τους ντόπιους να στερεώνουν προβιές σε μεγάλες πέτρες του ποταμού, ώστε ψήγματα χρυσού να κατακάθονται σ’ αυτές. Όταν το '50 ο Ventris αποκωδικοποίησε τη Γραμμική Γραφή Β΄ (που χρησιμοποιούσαν οι Μυκηναίοι), το ιδεόγραμμα που απεικόνιζε το χρυσό μάθαμε ότι ήταν μια ορθωμένη προβιά, ό,τι δηλ. είχαν δει οι Μυκηναίοι στην Κολχίδα.
Ακόμη κι έτσι, όμως, οι Έλληνες δεν μπόρεσαν ν’ αποσπάσουν τα μυστικά της διαδικασίας παραγωγής καθαρού χρυσού. Οι ντόπιοι χρυσοχόοι κρατούσαν για τον εαυτό τους τη διαδικασία κυπέλωσης (ανάμιξη σε μία χοάνη του ακατέργαστου μίγματος με μόλυβδο, ξυλοκάρβουνο και θαλασσινό αλάτι), αγόραζαν όμως τα υλικά κατεργασίας από τους Έλληνες και σε αντάλλαγμα έδιναν νεαρές Κιρκάσιες για τα πορνεία της Μιλήτου και της Ναυκράτιδος.
Στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας (στη σημερινή Ουκρανία), ήλθαν σ’ επαφή με τους ντόπιους Σκύθες πουλώντας λάδι, κρασί και κοσμήματα για να αγοράσουν στάρι. Κάθε φορά που η σοδειά σιταριού στη Σκυθία είχε πλεόνασμα, οι δαιμόνιοι Έλληνες ανέβαιναν το Δνείπερο με τα πλοία τους ως την έσχατη ενδοχώρα και αγόραζαν σε απίστευτες τιμές το στάρι με αντάλλαγμα αλάτι, φάρμακα, κρασί και καλλυντικά.
Στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας (στη σημερινή Τουρκία) ίδρυσαν πόλεις σ’ όλο το μήκος της ακτής, αποβλέποντας στα πλούσια κοιτάσματα σιδήρου, χαλκού και αργυροφόρου μόλυβδου της Ποντιακής οροσειράς, που εκτεινόταν από τη Σινώπη ως τη Γεωργία. Ταξιδεύοντας στην ενδοχώρα, ανακάλυψαν τον εμπορικό δρόμο που συνέδεε τη Μέση Ανατολη με τη Μικρά Ασία και τα παράλια, μέσω του οποίου διακινούνταν τα πολύτιμα μέταλλα. Στην άκρη του, στα παράλια του Πόντου ίδρυσαν την Αμισό, που μετατράπηκε σε «πρωτεύουσα του εμπορίου του ασημιού». Οι Έλληνες ταξίδεψαν στην ενδοχώρα σε αναζήτηση μολύβδου χρήσιμου ως ενίσχυση για τις καρίνες τους και για δοκάρια της στέγης τους, αλλά και ως υλικό για την κατεργασία του χρυσού και του ασημιού. Χάρη στο εκτεταμένο δίκτυο αποικιών και τις αδιάκοπες μετακινήσεις, απέκτησαν τον έλεγχο του εμπορίου της περιοχής και μετέτρεψαν τη Μαύρη Θάλασσα σε πραγματικό Εύξεινο Πόντο.
Μετά τους Μυκηναίους, έμποροι από την Εύβοια έφτασαν στην Αλ Μίνα, λιμάνι της Συρίας και ακολουθούμενοι από πολλούς άλλους Έλληνες τη μετέτρεψαν σ’ ένα από τα κύρια σημεία πώλησης ελληνικών προϊόντων στην Εγγύς Ανατολή. Εκεί, υπήρχε ένα εκτεταμένο δίκτυο εμπορίας μετάλλων, ιδίως χαλκού. Μεγάλα φορτία χαλκού διακινούνταν από την Κύπρο, πραγματικό παράδεισο σε τέτοια κοιτάσματα. Από τη λέξη Κύπρος προέρχεται η ρωμαϊκή cuprum και η γαλλική cuivre, που σημαίνουν χαλκός. Οι Μινωίτες έχτισαν εκεί εμπορεία (μικρές εγκαταστάσεις αποκλειστικά για εμπόριο), μετά δε απ’ αυτούς οι Μυκηναίοι έχτισαν εκεί πόλεις ήδη από το 14ο αιώνα π.Χ. Το νησί της Αφροδίτης, όμως, εκτός αυτού, είναι πλούσιο σε βότανα και έχει βαλσαμικά δάση, από τα οποία ζούσε μέγας αριθμός μυρουργών, παρασκευάζοντας αρώματα, φάρμακα και καλλυντικά. Έμποροι ταξίδευαν σ’ όλη τη Μεσόγειο για ν’ ανταλλάξουν αυτά τα προϊόντα με άλλα, ενώ το φημισμένο κυπριακό όπιο ταξίδευε σε ειδικά μπουκάλια στην Αίγυπτο, όπου ήταν πολύ δημοφιλές.
Μετά τον Τρωϊκό πόλεμο, ορισμένοι Αχαιοί δεν γύρισαν στις πατρίδες τους, αλλά περιπλανήθηκαν στη Μικρά Ασία και έφτασαν νότια, αναμείχθηκαν μεταξύ τους και έχτισαν πόλεις στη νέα πατρίδα τους, ονομάζοντάς την Παμφυλία (γή κάθε φυλής). Μιλούσαν μια γλώσσα που έμοιαζε ακόμη με των Αχαιών και βάλθηκαν να ταξιδεύουν στη γειτονική ενδοχώρα για να πωλούν κρασί και λιβάνι για τις θυσίες και να παίρνουν σε αντάλλαγμα δούλους, ξυλεία και ασήμι σε καλές τιμές.
Σ’ όλη τη νότια ακτή της Μικράς Ασίας το ελληνικό εμπόριο βρήκε πρόσφορο έδαφος ν’ αναπτυχθεί. Ρόδιοι έμποροι απ’ τη Λίνδο αγόρασαν μια παραλιακή λωρίδα γης στη Λυκία από έναν ντόπιο με αντάλλαγμα μερικά φορτώματα παστών ψαριών και σύντομα μετέτρεψαν αυτή τη λωρίδα σε τρεις λιμενικές εγκαταστάσεις με αγκυροβόλια. Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη Φάσηλι και στους Σολούς αποβλέποντας στα κοιτάσματα χαλκοπυρίτη και λειμωνίτη της κοντινής οροσειράς του Ταύρου, τα ορυχεία χρυσού στην Ατάλλεια και αργύρου λίγο μακρύτερα. Για τον ίδιο λόγο ταξίδεψαν ως την Κιλικία και ίδρυσαν την Ταρσό, γενέτειρα του Απόστολου Παύλου. Ταρσός στα αραμαϊκά σημαίνει κατά γράμμα «η χώρα των χυτηρίων», ενώ κατά τους τοπικούς θρύλους ο Tarsis ήταν γιος του Jawan (δηλ του Ίωνα, του Έλληνα).
Εκτός των μεταλλευμάτων, οι Έλληνες ανακάλυψαν την πλούσια χλωρίδα της περιοχής. Η Μύρα, το ελληνολυκικό λιμάνι, πήρε τ’ όνομά της από τα αιθέρια έλαια και τις αρωματικές αλοιφές, που παράγονταν και διακινούνταν εκεί. Λίγο βορειότερα, η Φάσηλις χρωστούσε τ’ όνομά της στα μοσχομπίζελα, οι δε πολίτες της είχαν ειδικότητα στα ροδέλαια, τα ροδόνερα και τις αλοιφές που έβγαζαν από τους βολβούς και τα άνθη του κρίνου. Στην περιοχή αφθονούσε ο στύρακας, ένα είδος ρετσινιού με αντισηπτικές, αντιρευματικές και αντιβρογχικές ιδιότητες, το οποίο μεταφερόταν σ’ όλη τη Μεσόγειο.
Η σχέση των Ελλήνων με την Αίγυπτο άρχισε κι αυτή νωρίς: οι Αιγύπτιοι φώναζαν τους Μινωίτες Keftiu (Κρήτες) και τους Μυκηναίους Ahijawa (Αχαιούς) και τους δέχονταν ευχάριστα στη χώρα τους. Γύρω στα 650 π.Χ. ο Φαραώ Ψαμμήτιχος Α΄ έδωσε άδεια στους Μιλήσιους να σταθμεύουν μόνιμα σ’ ένα από τα νησιά της κανωπικής διακλάδωσης στο δέλτα του Νείλου. Έχτισαν εκεί μια πόλη σε συνεργασία με Έλληνες από πολλές άλλες πόλεις και την ονόμασαν Ναύκρατι (=νικήτρια του στόλου). Αργότερα, περί τα 560 π.Χ. ο Φαραώ Άμασις Α΄ κατέστησε τη Ναύκρατι το μοναδικό αιγυπτιακό λιμάνι ανοιχτό στο ελληνικό εμπόριο με ειδική τελωνειακή σύνδεση και φορολογία. Έκτοτε χιλιάδες Έλληνες συνέρεαν στη Ναύκρατι για όλα αυτά που προσέφερε: προϊόντα από άργιλο, υφάσματα από λινάρι, προϊόντα από κάνναβι και σπάρτο (που χρησίμευαν για τα πανιά και τα ξάρτια των πλοίων), πάπυρο για γραφή και όμορφες γυναίκες «πουλημένες και φερμένες από τη θάλασσα», δηλ. κατά κυριολεξία πόρνες, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε ειδική συνοικία. Από τους ντόπιους έμαθαν και διέδωσαν τη χρήση της μουστάρδας, της πικραλίδας, του ραπανιού και του μανδραγόρα με τις ποικίλες ιδιότητες.
H Αίγυπτος ήταν θελκτικός προορισμός για κάθε ριψοκίνδυνο Έλληνα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι κάποιος Κωλαίος από τη Σάμο ξεκίνησε γύρω στα 630 π.Χ. για την Αίγυπτο, αλλά η θαλασσοταραχή και οι συγκυρίες τον έκαναν να παρεκλίνει από την πορεία του και κατέληξε να περάσει τις Ηράκλειες Στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ) και να προσαράξει στο ιβηρικό βασίλειο της Ταρτησσού (σημερινή Tortosa στην Ισπανία). Αντάλλαξε τα προϊόντα του με ελεφαντόδοντο και κασσίτερο που αφθονούν εκεί (μπορείτε να δείτε τέτοια εκθέματα στο αρχαιολογικό μουσείο Σάμου), έγινε φίλος με το βασιλιά της Ταρτησσού και πήρε την άδειά του να εμπορεύεται το χρυσό της Ανδαλουσίας, μα και το σπάνιο κιννάβαρι, που χρησίμευε για τη δημιουργία βαφών και αρωμάτων. Μπορεί η ιστορία να είναι υπερβολική, μα είναι επιβεβαιωμένο ότι ο κασσίτερος (χρήσιμος για κατασκευή μπρούντζου) κι άλλα σπάνια μέταλλα τράβηξαν τους Έλληνες στα δυτικά. Οι Μασσαλιώτες έκαναν νωρίς τον περίπλου της Ιβηρικής χερσονήσου για ν’ ανακαλύψουν τα σημεία πώλησης αυτών των μετάλλων.
Αν πρέπει να συγκρατήσουμε κάτι απ’ τις περιπλανήσεις των αρχαίων Ελλήνων, είναι ότι η προσπάθειά τους ν’ ανακαλύψουν νέους τόπους τους έκανε εφευρετικούς και ν’ αγαπούν τη θάλασσα. Για να κατακτήσουν τα μυστικά και τις δυνατότητές της έφτασαν στα πέρατα της γης. Όπου, όμως, κι αν πήγαν, σκοπό δεν είχαν να «εκπολιτίσουν», όπως οι σύγχρονοι αποικιοκράτες, αλλά να ριζώσουν, να κάνουν ανταλλαγές και να μαθαίνουν. Αυτή η δίψα τους για μάθηση και περιπλάνηση θα μας απασχολήσει περισσότερο στο β΄ μέρος.
Για τα ταξίδια των αρχαίων Ελλήνων ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας 1200-479π.Χ. (Οδυσσέας).
- John Boardman – The Greeks overseas (Thames and Hudson)
- Paul Faure – Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες (Παπαδήμας)
- A.J. Graham – Colony and mother city in ancient Greece (Manchester University Press)
- Λουτσιάνο ντε Κρεσέντσο – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας (Αλεξάνδρεια)
Η εικόνa στην αρχή: Αττικό μελανόμορφο αγγείο με παράσταση πλοίου, 520 π.Χ.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment