Αναλογιζόμενος κανείς τις εθνικές διαφορές που καταλήγουν σε συγκρούσεις και πολέμους, αναρωτιέται: ποιο είναι το καθοριστικό στοιχείο για τον αυτοπροσδιορισμό ενός έθνους; Η φυλετική καταγωγή; Η θρησκεία; Η γλώσσα; Όλα αυτά μαζί; Στη σημερινή εποχή της σαρωτικής ανάμιξης των πολιτισμών, ποιο στοιχείο ξεχωρίζει; Η γλώσσα είναι μάλλον αξιόπιστο στοιχείο, κλείνοντας μέσα της την πεμπτουσία κάθε εθνικού πολιτισμού. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που η χρήση της γλώσσας δε συμβαδίζει με την εθνική συνείδηση. Το αντίθετο μάλιστα• μπορεί να είναι εξόχως παραπλανητική. Αυτή είναι η περίπτωση του καπετάν Κώττα, τη ζωή του οποίου θα σκιαγραφήσουμε παρακάτω, καθώς και των ελληνικών σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας.
Για να κατανοήσει κανείς τη ζωή του καπετάν Κώττα, θα πρέπει να γνωρίζει το γεωγραφικό και ιστορικό υπόβαθρο της εποχής του. Ο Κωνσταντίνος Χρήστου (υποκοριστικό Κώττας) γεννήθηκε το 1860 (ή 1863) στο χωριό Ρούλια του σημερινού Νομού Φλώρινας σε μια εποχή, που οι εθνικοί ανταγωνισμοί των χριστιανικών πληθυσμών βρίσκονταν σε έξαρση. Στη Μακεδονία διαβιούσαν πολυάριθμοι ελληνικοί σλαβόφωνοι πληθυσμοί, απομεινάρι από τις επιμιξίες και τη γειτνίαση με Σλάβους, που παρατηρήθηκαν το πρώτον στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα. Ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα είχαν από αιώνες αφομοιωθεί τα τελευταία λείψανα Σλάβων, σε Μακεδονία και Θράκη η ειρηνική κάθοδος συνεχίσθηκε ως την εποχή του Κώττα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες κάτοικοι της Μακεδονίας έχασαν με τις επιμιξίες της γλώσσα τους κι έγιναν σλαβόφωνοι. Ένας εξ αυτών ήταν ο Κώττας, που ήταν παράλληλα αρβανιτόφωνος.
Αν και οι ανταγωνισμοί στη Μακεδονία προϋπήρχαν, η κρίσιμη καμπή για την αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού ήταν το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου το 1856. Η Ρωσία, ηττημένη στρατιωτικά και διπλωματικά, επιδίωξε την επέκταση της ισχύος της και κινήθηκε υπέρ των Βουλγάρων, βοηθώντας στον εκσλαβισμό της Μακεδονίας. Η χρήση της γλώσσας αποτελούσε διαχωριστικό στοιχείο των χριστιανών. Ξέσπασαν προστριβές των Βούλγαρων επισκόπων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τις οποίες υποδαυλίζε και η Πύλη με την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Μετά από μια δεκαετία έντονων διενέξεων επήλθε τελικά «σχίσμα» το 1870. Δημιουργήθηκε αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία, η Εξαρχία, στη βορειότερη γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας. Θεσμοθετήθηκε, όμως, με σχετικό φιρμάνι η δυνατότητα να υπαχθούν στην Εξαρχία και άλλες περιοχές της Μακεδονίας, εφόσον το επιθυμούσε η ολότητα ή τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Αυτό υποβοήθησε ακόμη παραπάνω τους εθνικούς ανταγωνισμούς, ώστε πλέον ο πληθυσμός να χωρίζεται σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς.
Μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) δημιουργήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία, στην οποία παραχωρείτο το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας. Με την επιμονή των Μεγάλων Δυνάμεων, όμως, (ιδίως της Αγγλίας και της Γερμανίας), η συνθήκη αυτή αναθεωρήθηκε στο συνέδριο του Βερολίνου, περιορίζοντας την έκταση της αυτόνομης Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι, επιδιώκοντας την προσάρτηση της Μακεδονίας, συγκρότησαν πρώτοι ένοπλες αντάρτικες ομάδες (τα κομιτάτα) τα οποία εισβάλλοντας στη Μακεδονία προσπαθούσαν με βίαια μέσα να εντάξουν τους χριστιανούς στην Εξαρχία. Δημιούργησαν μάλιστα την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), η οποία ισχυριζόταν ότι σκοπό είχε την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Εκτός απο τους Βουλγάρους, οι ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας είχαν ν’ αντιμετωπίσουν την σκληρή φορολογία και διάφορα άλλα μέτρα, με τα οποία η Πύλη επιδίωκε την εξασθένιση του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία και τη διαμάχη μεταξύ των χριστιανών. Τα μέτρα αυτά ανάγκασαν πολλούς Έλληνες να καταφύγουν στην ένοπλη δράση στα βουνά, όπως ο Κώττας στις αρχές του 1897.
Άρχισε να καταδιώκει Οθωμανούς άρχοντες, έδωσε αρκετές μάχες με οθωμανικά στρατεύματα και απέκτησε γρήγορα φήμη πολέμαρχου, όντας επικεφαλής ανεξάρτητου σώματος, που δρούσε στις περιοχές Πρεσπών και Φλώρινας. Την εποχή εκείνη (1898) ήρθε σε επαφή με την ΕΜΕΟ. Παρόλο που διατήρησε την αυτονομία των κινήσεών του, εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ και συνεργάστηκε σε πολλές επιχειρήσεις με αρκετά στελέχη της. Για τον Κώττα, είχε μεγαλύτερη σημασία η συσπείρωση όλων των χριστιανών κατά του οθωμανικού ζυγού. Συνήθιζε να λέει «ας σκοτώσουμε πρώτα την αρκούδα και για το τομάρι, είναι εύκολο να το μοιράσουμε».
Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησε ότι η ΕΜΕΟ είχε σκοπό την τρομοκράτηση του μακεδονικού Ελληνισμού κι αποφάσισε να διαχωρίσει τη θέση του. Οι Βούλγαροι επιχείρησαν να διατηρήσουν επαφή μαζί του για να εκμεταλλευτούν την απήχησή του στη Δυτική Μακεδονία, εκείνος όμως αρνήθηκε. Έκτοτε, οι Βούλγαροι επιχείρησαν πολλές φορές να τον σκοτώσουν σε ενέδρες, να εξαγοράσουν άνδρες της ομάδας του, καθώς και να τον καταδώσουν στους Τούρκους. Ο Κώττας ξέφευγε από τις ενέδρες και έβρισκε καταφύγιο σε φιλικά ελληνικά σπίτια, ενώ μία φορά το 1900, μετά από ανοιχτή συμπλοκή με κομιτατζήδες, τραυματίσθηκε στην ωμοπλάτη.
Μετά τη ρήξη του με τη βουλγαρική πλευρά, ήλθε σε επαφή με τον Έλληνα πρόξενο Μοναστηρίου Σταμάτιο Κιουζέ Πεζά, με τον οποίον έκτοτε ήταν σε συχνή επικοινωνία, ενώ το 1901 είχε την πρώτη συνάντηση με το νέο μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος άρχισε να τον βοηθά υλικά και ηθικά. Η συνεργασία του με τον Γερμανό Καραβαγγέλη ήταν καθοριστική, καθώς η ΕΜΕΟ είχε εξαπολύσει βία κατά των ελληνικών πληθυσμών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας με αθρόες δολοφονίες ιερέων, προκρίτων και δασκάλων κι είχε τρομοκρατήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς, που άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά τα χωριά της υπαίθρου και να συσσωρεύονται ως πρόσφυγες στην πόλη της Καστοριάς. Περιοδεύοντας στα χωριά της υπαίθρου, έπεισε τους ντόπιους να δηλώνουν φανερά τα εθνικά τους αισθήματα και καλλιέργησε το κλίμα για δημιουργία αντιστασιακών πυρήνων.
Το ίδιο έτος οι κομιτατζήδες συνέλαβαν τον Κώττα, αιφνιδιάζοντάς τον. Σε μια προσπάθεια να εκβιάσουν την επιστροφή του στο Βουλγαρικό κομιτάτο, τον υποχρέωσαν δέσμιο να τους ακολουθήσει στη Ρούλια και να παρακολουθήσει ιδίοις όμμασι τη φρικτή δολοφονία φίλων και συντρόφων του. Ενώ αρχικά τελώντας υπό πίεση ο Κώττας δέχθηκε να συνεργασθεί, μόλις βρέθηκε ανάμεσα σε συμπατριώτες του, στράφηκε κατά της ΕΜΕΟ. Έκτοτε, οι κομιτατζήδες σχεδίαζαν αρκετές φορές να τον απομονώσουν και να τον δολοφονήσουν, χωρίς όμως επιτυχία.
Στις 20.7.1903 ξέσπασε στη Βορειοδυτική Μακεδονία η εξέγερση του Ίλιντεν. Είχε αναμφίβολα πλατιά λαϊκά ερείσματα, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν ήταν μαζική και εκούσια επανάσταση, αφού επιβλήθηκε με τη βία από την ΕΜΕΟ ακόμη και στον εξαρχικό πληθυσμό. Βούλγαροι πράκτορες προετοίμαζαν για μήνες το έδαφος δολοφονώντας αθρόα Έλληνες σλαβόφωνους για να πιέσουν τους υπόλοιπους σε συμμετοχή, ενώ επιβλήθηκε πριν την εξέγερση καταβολή εισφοράς προς την ΕΜΕΟ. Αρκετοί Έλληνες χωρικοί αναγκάστηκαν τότε να πουλήσουν τη γη και τα ζώα τους για να εξασφαλίσουν αυτήν την εισφορά.
Στην εξέγερση του Ίλιντεν ζητήθηκε και από τον Κώττα να συμμετέχει. Αυτός δέχθηκε, αλλά ζήτησε να αναβληθεί χρονικά η εξέγερση καθώς θεωρούσε ότι θα οδηγούσε σε καταστροφή των χριστιανικών πληθυσμών. Γι’ αυτό, η συμμετοχή του περιορίστηκε στην προστασία των περιοχών του από ενδεχόμενα οθωμανικά αντίποινα, τα οποία – με την αποτυχία της εξέγερσης – ήταν σκληρά επί όλων των χριστιανών: οι Οθωμανοί κατέστρεψαν εκ βαθρων ολόκληρα χωριά στη Δυτική και Βόρεια Μακεδονία.
Η απάντηση των Ελλήνων στην εξέγερση του Ίλιντεν ήταν η δράση αντάρτικων σωμάτων με επικεφαλής πλέον αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας), ο Τέλλος Αγαπηνός (καπετάν Άγρας) που ανέλαβαν να συντονίσουν την άμυνα των ελληνικών χωριών. Οι αξιωματικοί αυτοί βασίσθηκαν σε ντόπιους μακεδονομάχους, όπως ο Κώττας. Το 1904 ο Κώττας μετέβη στην Αθήνα και με τη μεσολάβηση του Στέφανου Δραγούμη συνάντησε το διάδοχο Κωνσταντίνο, του εξέθεσε την κατάσταση και ζήτησε την αρωγή του ελληνικού κράτους.
Στις 9.6.1904 Οθωμανικό απόσπασμα, έχοντας σχετική πληροφόρηση, εντόπισε το κρησφύγετο του στη Ρούλια, όπου είχε απομείνει με τρεις στενούς συνεργάτες του και τον συνέλαβε. Για την προδοσία κατηγορήθηκε ο αγωνιστής Παύλος Κύρου, καθώς και ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Μετά τη σύλληψή του ο Κώττας μεταφέρθηκε στις φυλακές Μοναστηρίου.
Κατά την κράτησή του στην φυλακή, ο Έλληνας πρόξενος και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, προσπάθησαν να τον αποφυλακίσουν αλλά οι οθωμανικές αρχές ήταν ανένδοτες. Ο Μητροπολίτης μάλιστα πέτυχε συμφωνία με τους Οθωμανούς, ώστε να αποφυλακιστεί ο Κώττας με αντάλλαγμα την υπηρεσία του στον οθωμανικό στρατό, κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε. Τελικά, στις 27.9.1905 οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ, ανέβηκε με τα χέρια λυτά στο ικρίωμα, φώναξε «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς)» και κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο.
Αν και δεν είναι σίγουρο ποιος τον κατέδωσε, η προδοσία του ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της προσωπικής πολιτικής στρατηγικής του, που ενόχλησε, μέσα σε ιδιαίτερα κρίσιμες συνθήκες. Η ανεδαφική προσπάθειά του να συνεννοηθεί με τους Βούλγαρους δεν αναιρεί την αξία του αγώνα του, χωρίς μάλιστα τη στήριξη της ελληνικής πολιτείας. Όπως αυτός, έτσι και η συντριπτική πλειοψηφία των σλαβόφωνων ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας είχαν σταθερά ελληνική συνείδηση, αν και είχαν χάσει τη γλώσσα. Αυτό προκύπτει και από τη μαρτυρία του τότε Αυστριακού πρόξενου στο Μοναστήρι, ότι οι έλληνες αντάρτες είχαν τη στήριξη των χριστιανικών πληθυσμών, ενώ οι κομιτατζήδες απαιτούσαν χρήματα και εφόδια με βία και απειλές.
Για τον Κώττα γράφτηκαν ένα δημοτικό τραγούδι στα αλβανικά και δύο στα ελληνικά, ενώ η Ρούλια μετονομάστηκε σε Κώττας προς τιμήν του.
Για τη ζωή και το έργο του Καπεταν Κώττα ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
- Βακαλόπουλος, Το Μακεδονικό Ζήτημα (Επίκεντρο 1988)
- Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (Ηρόδοτος 1999)
- Νικόλαος Γ. Κοεμτζόπουλος, Καπετάν Κώττας, Ο Πρώτος Μακεδονομάχος (Αθήναι 1968)
- Αλέξανδρος Κοντούλης, Βιογραφία καπετάν Κώττα (Φλώρινα, 1931)
- Γ. Μόδης, Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 1967)
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment