στο Μανιάτη φίλο μου, Νίκο Πετρουλέα
Όσο κι αν σήμερα θεωρούμε αυτονόητη την εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, τότε μόνο αυτονόητη δεν ήταν. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί δεν εμπνέονταν από έναν ξενόφερτο χωρίς στρατιωτική πείρα. Απ’ την άλλη πλευρά, οι πρόκριτοι και οι Φαναριώτες δεν σκόπευαν να παραδώσουν την εξουσία στον Κερκυραίο πολιτικό. Ούτε, όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις του είχαν εμπιστοσύνη, θεωρώντας τον πράκτορα των Ρώσων.
Η επιλογή του Καποδίστρια κατέστη αναγκαία μετά την αδυναμία της αντιμετώπισης του Ιμπραήμ στην Πελλοπόνησο σε συνδυασμό με το χάος μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Περαιτέρω, η αλλαγή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Ελληνικής Επανάστασης και η έντονη διπλωματική τους δραστηριότητα κατέδειξαν την ανάγκη ν’ αναλάβει το πηδάλιο της χώρας ένας γνώστης της διεθνούς διπλωματίας, με διεθνές κύρος.
Ο Καποδίστριας εξελέγη Κυβερνήτης τον Απρίλιο του 1827 από την Γ΄ Εθνοσυλέλευση της Τροιζήνας για επτά έτη. Απεδέχθη την εκλογή του όντας στην Ευρώπη και άρχισε αμέσως ταξίδια στις ευρωπαϊκές αυλές για να επιτύχει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Στην Αγ. Πετρούπολη και το Παρίσι έτυχε θερμής υποδοχής, οι Γάλλοι μάλιστα έστειλαν εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα υπό το στρατηγό Μαιζόν. Η υποδοχή του, όμως, στην Αγγλία ήταν ψυχρή και οι προσπάθειες για νέο δάνειο απέβησαν άκαρπες.
Στην Ελλάδα έφτασε αρχές Ιανουαρίου 1828 και η κατάσταση που αντίκρυσε ήταν τραγική: η χώρα ερειπωμένη μετά από επτά έτη πολέμου, αγροτική παραγωγή ανύπαρκτη, κυριαρχούσαν παντού η ληστεια και η πειρατεία, ενώ ο λαός υπέφερε. Οι κρατικοί θεσμοί ήταν ανύπαρκτοι: δεν υπήρχε κρατικό ταμείο, διοικητική μηχανή, δικαιοσύνη, τακτικός στρατός, θεσμοθετημένη νομοθεσία, εκπαιδευτικό σύστημα. Αντίθετα, επιβίωναν μακροχρόνιοι θεσμοί της Τουρκοκρατίας, όπως η συλλογή των φόρων και η απονομή δικαιοσύνης σε τοπικό επίπεδο από προκρίτους, οι οποίοι θα αντιστρατεύονταν την οργάνωση κεντρικής εξουσίας. Πέραν τούτων, δεν είχαν ακόμη καθορισθεί τα εξωτερικά σύνορα της χώρας, ενόσω ο Ιμπραήμ λεηλατούσε την Πελλοπόνησο και ο Κιουταχής τη Στερεά Ελλάδα.
Στο Ναύπλιο και την Αίγινα τον Καποδίστρια υποδέχθηκε πλήθος λαού ως σωτήρα. Οι εκπρόσωποι της Εθνοσυνέλευσης έθεσαν αμέσως το θέμα της τήρησης του δημοκρατικού συντάγματος της Τροιζήνας. Ο Καποδίστριας, όμως, αμέσως ανακοίνωσε ότι – δεδομένης της κατάστασης και των αναγκών της χώρας – δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει βάσει του Συντάγματος αυτού. Πρότεινε τη διάλυση της Βουλής και τη θέση σε ισχύ ενός συστήματος διακυβέρνησης με αυξημένες εξουσίες στο πρόσωπο του (Προσωρινή Διοίκηση της Επικρατείας). Ο Κυβερνήτης θα είχε όλες τις νομοθετικές εξουσίες, πλαισιωμένος από ένα 27μελές γνωμοδοτικό όργανο, το Πανελλήνιο, χωρισμένο σε τρία τμήματα (οικονομίας, εσωτερικών, πολέμου). Η Εθνοσυνέλευση δέχθηκε την πρόταση και διαλύθηκε.
Έχοντας λυμένα τα χέρια του ως προς το πολιτειακό, ο Καποδίστριας έσπευσε να δημιουργήσει κράτος από το μηδέν, δουλεύοντας ακατάπαυστα και αρνούμενος οποιονδήποτε μισθό, επιβάλλοντας τους ρυθμούς και τη νοοτροπία του και στους συνεργάτες του. Χώρισε την επικράτεια σε περιοχές, διοικούμενες από επιτρόπους (όπως σήμερα οι νομάρχες), ενώ στις κοινότητες διατήρησε τους δημογέροντες. Έστησε εξαρχής διοικητική μηχανή, αποστέλλοντας παντού οδηγίες για να υπάρχει ομοιομορφία και περιόδευε συνεχώς για να γνωρίσει τα προβλήματα κάθε τόπου.
Για ν’ αντιμετωπίσει την εκτεταμένη αναρχία, ίδρυσε αυστηρό αστυνομικό κράτος, προς πάταξη κυρίως της καθημερινής εγκληματικότητας. Αν και αρκετά αστυνομικά όργανα διέπραξαν κατάχρηση εξουσίας, εξοργίζοντας αρκετούς πολίτες, εντούτοις εμπέδωσε τάξη και ασφάλεια. Τότε, καθιερώθηκαν τα πρώτα διαβατήρια. Ανέθεσε στον Ανδρέα Μιαούλη την εξάλειψη της πειρατείας, αποκομίζοντας σύντομα λαμπρά αποτελέσματα, αλλά και το θαυμασμό και την εμπιστοσύνη των Μ. Δυνάμεων. Επί των ημερών του Καποδίστρια διανοίχθηκε η πρώτη δημόσια οδός μεταξύ Ναυπλίου, Τίρυνθας και Άργους με καθημερινή δημόσια συγκοινωνία με άμαξα.
Ο τομέας, όμως, όπου ο Καποδίστριας κυριολεκτικά έκανε θαύματα, ήταν τα οικονομικά. Χωρίς νέο εξωτερικό δάνειο, ο Κερκυραίος πέτυχε να καλύψει τις ανάγκες της οικονομίας με τρεις τρόπους: α) με αξιέπαινη οικονομία στη διοίκηση, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα, ζώντας πολύ λιτά, β) με μικρή αύξηση των εσόδων με εκμετάλλευση κάθε δυνατού πόρου και κυρίως με κεντρικό φορολογικό σύστημα και γ) με εισφορές από Έλληνες και φιλέλληνες του εξωτερικού, που βασίζονταν κυρίως σε δικές του γνωριμίες (όπως π.χ. ο Ελβετός φιλέλληνας τραπεζίτης Εϋνάρδος). Ίδρυσε τράπεζα (την «Εθνική Χρηματιστική») κι έκοψε εθνικό νόμισμα, το φοίνικα (ως τότε οι Έλληνες συναλλάσσονταν σε τουρκικά γρόσσια, λίρες Αγγλίας και φράγκα). Αν και η τράπεζα δεν μακροημέρευσε (γιατί, από έλλειψη οικονομικών γνώσεων, ο Καποδίστριας κάλυπτε τα ελλείματα του προϋπολογισμού από τα διαθέσιμα της τράπεζας, με αποτέλεσμα αυτή να πτωχεύσει), εντούτοις φάνηκε ότι ο Καποδίστριας έγκαιρα συνειδητοποίησε την ανάγκη ανεξάρτητης χάραξης οικονομικής πολιτικής.
Για ν' ανορθώσει την εθνική οικονομία, διέθεσε κάθε δυνατό ποσό για την τόνωση της αγροτικής παραγωγής, ενώ εισήγαγε στην Ελλάδα την καλλιέργεια της πατάτας. Με τη μεσολάβησή του, οι Γάλλοι του Μαιζόν δίδαξαν στους ντόπιους νέες μορφές καλλιεργειών.
Από την πρώτη μέρα διακυβέρνησής, ο Καποδίστριας έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για την εκπαίδευση. Τον Οκτώβριο του 1828 ίδρυσε Ορφανοτροφείο στην Αίγινα για τα ορφανά του πολέμου, ενώ διέθεσε μεγάλα ποσά για ν’ απελευθερώσει πολλά παιδιά από τα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου και της Μέσης Ανατολής. Κάλεσε αρωγό του για την οργάνωση της εκπαίδευσης τον Κερκυραίο φιλόλογο Ανδρέα Μουστοξύδη. Πίστευε ότι για να θεμελιωθεί σωστά το οικοδόμημα της δημόσιας εκπαίδευσης, θα έπρεπε να στηριχθεί αρχικά σε γερή στοιχειώδη εκπαίδευση. Με αυτό το σκεπτικό, ίδρυσε αλληλοδιδακτικά σχολεία, όπου μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν μικρότερους και χειροτεχνεία, όπου διδάσκονταν πρακτικές τέχνες. Το 1829 ίδρυσε μέσα στο Ορφανοτροφείο Πρότυπο Σχολείο για προχωρημένους μαθητές, που θα δίδασκαν μικρότερους, ενώ το Νοέμβριο του 1829 άρχισε να λειτουργεί Κεντρικό Σχολείο στην Αίγινα, που θα προετοίμαζε τους μαθητές για ανώτατες σπουδές. Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος του Κυβερνήτη για την εκπαίδευση είναι ότι στις αρχές του 1831, τρία έτη από την έλευση του, λειτουργούσαν στην Ελλάδα 121 αλληλοδιδακτικά σχολεία για 10.000 μαθητές, Πρότυπη Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα, Εκκλησιαστική και Μουσική Σχολή. Ο Καποδίστριας φρόντισε ταυτόχρονα να ιδρύσει το πρώτο τυπογραφείο και το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα.
Για τα ζητήματα δικαιοσύνης ζήτησε τη βοήθεια νομομαθών, με επικεφαλής τον αδελφό του, Βιάρρο. Μέσα στο πρώτο έτος διακυβέρνησής θεσπίσθηκε Οργανισμός Δικαστηρίων, ιδρύθηκαν ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία και εφετεία ανά την επικράτεια, καθώς και εμπροροδικείο στη Σύρο. Αντιμετωπίζοντας κριτική από την αντιπολίτευση αναγκάστησε να ιδρύσει ειδικά δικαστήρια για δημοσιοϋπαλληλικά αδικήματα και να δώσει εξαιρετικές εξουσίες στην αστυνομία. Η σκληρότητα της αστυνομίας και ο περιορισμός της ελευθεροτυπίας τελικά έπληξαν το κύρος της δικαιοσύνης.
Αν και ο Καποδίστριας δεν είχε στρατιωτική πείρα, από την αρχή διέβλεψε την ανάγκη τακτικού στρατού. Γι’ αυτό χώρισε τους στρατιώτες σε χιλιαρχίες υπό ξένη διοίκηση και το 1828 ίδρυσε τη Σχολή Ευελπίδων στο Ναύπλιο. Με τη βοήθεια του Δημητρίου Υψηλάντη εκκαθάρισε τη Στερεά Ελλάδα από τους Τούρκους (η μάχη της Πέτρας το 1829 ήταν η τελευταία της Επανάστασης), ενώ έκανε στρατιωτικό κέντρο την Αθήνα.
Την εξωτερική πολιτική του κράτους ο Καποδίστριας την ανέλαβε προσωπικά. Γνωρίζοντας ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό θεωρείτο «ρώσος ανθύπατος», τήρησε την αρχή ίσης απόστασης μεταξύ των Μ. Δυνάμεων. Στην φάση εκείνη, ο Καποδίστριας έπρεπε να ισορροπήσει ανάμεσα στις αντιθέσεις των Μ. Δυνάμεων, στη διένεξη Ρώσων και Τούρκων, ενόσω κρίνονταν δύο σημαντικά θέματα για τα ελληνικά συμφέροντα: τα σύνορα του νέου κράτους και ο βαθμός ανεξαρτησίας. Οι διαφορές Ρωσίας και Τουρκίας είχαν ρυθμισθεί προσωρινά με τη συνθήκη του Άκερμαν το 1826, ενώ οι διπλωματικές ζυμώσεις Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας οδήγησαν από το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης το 1826 στην Ιουλιανή Συνθήκη του Λονδίνου το 1827. Στα κείμενα αυτά αναγνωριζόταν αυτόνομο (όχι ανεξάρτητο) ελληνικό κράτος, του οποίου τα σύνορα αφήνονταν ασαφή.
Ο Καποδίστριας άρχισε την πολιτική του, αποδεχόμενος αυτονομια, βασιζόμενος στο ότι η επιμονή των Τούρκων να μην συζητούν καν το θέμα θα απέβαινε εις βάρος τους. Κι έτσι συνέβη. Η αδιαλλαξία του Σουλτάνου ανάγκασε τις Μ. Δυνάμεις να ανακαλέσουν τους Πρεσβευτές τους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον Πόρο. Ο Καποδίστριας, ενθαρρυμένος από την κατάσταση, με διαρκή υπομνήματα διευκρίνισε τις ελληνικές θέσεις για ευρύτερα σύνορα, χωρίς να πιέσει ακόμη για ανεξαρτησία. Βλέποντας την αρνητική αντίδραση της Αγγλίας, ο Καποδίστριας στράφηκε με υπομνήματα προς τη Ρωσία, που ήταν πιο θετική. Η αγγλική «γραμμή» επικράτησε και με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 4/16 Νοεμβρίου 1828 αναγνωρίσθηκε αυτόνομο κράτος, που περιελάμβανε μόνο Πελλοπόνησο και Κυκλάδες.
Την περίοδο εκείνη, όμως, ξέσπασε ρωσοτουρκικός πόλεμος, καθώς ο Σουλτάνος δεν τήρησε τη συνθήκη του Άκερμαν.Ο Καποδίστριας, που πάντα έλπιζε σ’ έναν τέτοιο πόλεμο, θεωρούσε ότι μια ρωσική νίκη θα έκαμπτε την τουρκική αδιαλλαξία και στο ελληνικό ζήτημα∙ και δικαιώθηκε. Όταν πια ο ρωσικός στρατός ήταν έξω από την Πόλη, οι Τούρκοι πανικοβλήθηκαν και συνθηκολόγησαν. Με τη συνθήκη της Αδριανούπολης το Σεπτέμβριο του 1829 αποδέχθηκαν άνευ όρων έναντι των Ρώσων αυτόνομο ελληνικό κράτος με διευρυμένα σύνορα (γραμμη Παγασητικού – Αμβρακικού).
Η συνθήκη της Αδριανούπολης συντάραξε τους Άγγλους, οι οποίοι, φοβούμενοι την άνοδο της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα, έσπευσαν να υποστηρίξουν θερμά την ιδέα ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η πρωτοβουλία τους οδήγησε τελικά στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδύνου το Φεβρουάριο του 1830, όπου αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, αφήνοντας εκτός επικράτειας μεγάλο μέρος της Δυτικής Στερεάς (γραμμή Αχελώος-Σπερχειός) ως αντιστάθμισμα προς τούς Τούρκους, αλλά και για να μη συνορεύει η Ελλάδα με τα αγλλοκρατούμενα Επτάνησα.
Ο Καποδίστριας φρόντισε να μην απορρίψει το Πρωτόκολλο, αλλά έβρισκε άπειρες δικαιολογίες για να μην το εφαρμόσει, κυρίως καθυστερώντας να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Στερεά Ελλάδα, ενώ συνέχιζε να παραπονείται ότι τα στενά σύνορα δεν επέτρεπαν στην Ελλάδα να είναι βιώσιμη. Άλλη μια φορά δικαιώθηκε, καθώς Ρώσοι και Γάλλοι στήριξαν παρασκηνιακά τις ενέργειές του, ενώ η αλλαγή της αγγλικής κυβέρνησης το 1831 συνετέλεσε στην εύνοια και της Αγγλίας. Τελικώς, ο Καποδίστριας πέτυχε τη χάραξη ευρύτερων συνόρων με νέο Πρωτόκολλο Λονδίνου την 14/26 Σεπτεμβρίου 1831. Όμως ο Κυβερνήτης δεν πρόλαβε να το χαρεί∙ δολοφονήθηκε λίγες μέρες αργότερα, χωρίς να μάθει για τη δικαίωσή του.
Αν και ο Καποδίστριας επιλέχθηκε ως μοναδική λύση, οι αντιδράσεις ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως με το που ανέλαβε. Εκτός από προσωπικά παράπονα, που λογικό ήταν αρκετοί να εκφράσουν, υπήρξε σκληρή κριτική προς τον Κυβερνήτη για κάθε τομέα της διακυβέρνησής του.
Πρώτα απ’ όλα, αντιδράσεις υπήρξαν – αρχικά ήπιες, αργότερα σφοδρές – επειδή ο Καποδίστριας δεν παραχώρησε Σύνταγμα, αλλά κυβέρνησε απολυταρχικά. Ο Καποδίστριας κυβέρνησε ως «πεφωτισμένος δεσπότης» θεωρώντας ότι ένας λαός που έβγαινε από αιώνες δουλείας, χωρίς δικούς του θεσμούς και δομές, χρειαζόταν αρχικά μια στιβαρή, συγκεντρωτική διακυβέρνηση κι ύστερα εκλογές και δημοκρατικές διαδικασίες. Άλλωστε, η «δημοκρατία» της προηγούμενης επταετίας τον «δικαίωνε».
Έπειτα, κατηγορήθηκε ότι δεν προχώρησε σε διανομή των εθνικών γαιών. Εκτός, όμως, ότι το εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο (τελικά έγινε το 1870), ο Κυβερνήτης δεν μπορούσε να το πράξει, καθώς οι εθνικές γαίες είχαν υποθηκευθεί για τα δάνεια της Επανάστασης (1824-1825) και οι δανείστριες Μ. Δυνάμεις δεν το επέτρεπαν. Πέραν τούτου, πολλοί αγωνιστές θα χρεώνονταν υπερβολικά για να τις κρατήσουν ή αυτές θα κατέληγαν σε τοκογλύφους ή σε πλούσιους προκρίτους. Κατηγορήθηκε, επίσης, για νεποτισμό, καθώς σε όλες τις θέσεις – κλειδιά της διοίκησης τοποθέτησε τ’ αδέλφια και του στενούς του φίλους. Η κριτική αυτή έχει βάση, καθώς οι επιλογές του Καποδίστρια δεν ήταν πάντοτε επιτυχημένες (ειδικά στο στρατό). Η μόνη του δικαιολογία είναι ότι ήθελε κοντά του άτομα που να τα εμπιστεύεται απόλυτα.
Ούτε οι ενέργειες του στην εκπαίδευση έμειναν αλώβητες κριτικής. Κατηγορήθηκε ως «φωτοσβέστης» γιατί δεν ίδρυσε πανεπιστήμιο. Η κριτική αυτή ήταν η πιο άδικη, καθώς τότε δεν υπήρχαν καθηγητές για να διδάξουν, αλλά – το κυριότερο – ούτε μαθητές για να διδαχθούν πανεπιστημιακού επιπέδου μαθήματα.
Όσο περνούσε ο καιρός, η αντιπολίτευση αγρίευε, με αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να γινεται ολοένα πιο αυταρχικός και εριστικός. Η αντιπολίτευση εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, ίδρυσε δική της «κυβέρνηση» και στα μέσα του 1831 υποκίνησε τις πρώτες στάσεις. Η σημαντικότερη ήταν αυτή στον Πόρο, όπου ο Ανδρέας Μιαούλης, στασιάζοντας και για να καταφέρει πλήγμα στον Κυβερνήτη, πυρπόλησε τη νεοαποκτηθείσα φρεγάτα «Ελλάς» του ελληνικού στόλου. Άρχισαν να κυκλοφορούν εφημερίδες που έπνεαν μένεα εναντίον του∙ έφτασαν να εύχονται το θάνατό του. Ο Καποδιστριας, έχοντας χάσει την πολύτιμη ψυχραιμία του, κυνήγησε όποιον του έκανε κριτική και έκλεισε όλες τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Άρχισαν πλέον να εξυφαίνονται τα πρώτα σχέδια δολοφονίας του, υποκινούμενα από ντόπιους προκρίτους, αλλά και από ανθρώπους των Μ. Δυνάμεων. Ο Καποδίστριας γλύτωσε αρκετές φορές, μία δε εξ αυτών, επειδή ο υπηρέτης, που πληρώθηκε για να τον δηλητηριάσει, μετάνιωσε και τον ενημέρωσε.
Η όξυνση της κριτικής και ο φόρτος εργασίας οδήγησαν στα άκρα την κόντρα του Κυβερνήτη, μεταξύ άλλων, και με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, με συνέπεια να διαταξει τη φυλάκιση του γηραιού Μανιάτη. Αυτό το γεγονός ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει το μίσος της οικογένειας Μαυρομιχάλη, ώστε το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο γιός και ο αδελφός του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος και Γεώργιος αντίστοιχα, να δολοφονήσουν τον Καποδίστρια έξω από την εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Ο Καποδίστριας πέθανε επιτόπου, ενώ ο Κωνσταντίνις Μαυρομιχάλης τραυματίσθηκε από το μονόχειρα φρουρό του, πιάστηκε και τελικά τον λίντσαρε το εξαγριωμένο πλήθος. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στο σπίτι του Γάλλου προξένου, ο οποίος φοβούμενος τις αντιδράσεις τον παρέδωσε στους διώκτες του. Δικάσθηκε, καταδικάσθηκε και τουφεκίσθηκε.
Αν και είναι πολλές οι πλευρές που ήθελαν νεκρό τον Καποδίστρια και πολλοί οι λόγοι προς τούτο, το χέρι των δολοφόνων μάλλον οπλισθηκε από προσωπικά κίνητρα. Πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στους Μανιάτες μία ιδιαίτερη αίσθηση της τιμής, η οποία καθοδηγεί τη συμπεριφορά τους. Αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί με την αποτυχία του Κυβερνήτη να κατανοήσει την ελληνική πραγματικότητα, κατανοεί κανείς ότι μία τέτοια κατάληξη ήταν αναπόφευκτη.
Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι βασικός λόγος για τις αντιδράσεις απέναντι στον Καποδιστρια ήταν η δυσαρέσκεια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό για το ότι προσπάθησε να δημιουργήσει κεντρική εξουσία και κράτος αμιγώς ελληνικό, χωρίς εξαρτήσεις. Με τη νοοτροπία που τον καθοδηγούσε, ο Καποδίστριας ενόχλησε τόσο τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες που είχαν στα χέρια τους τη φορολογία και τον πολιτικό έλεγχο, όσο και τις ξένες Δυνάμεις που έλεγχαν την ελληνική πολιτική ελίτ μέσω του αγγλικού, του γαλλικού και του ρωσικού κόμματος. Και πλήρωσε αυτή την νοοτροπία με το αίμα του.
Ο Καποδίστριας έκανε ασφαλώς αρκετά λάθη, κάποια εξ αυτών πολύ σημαντικά. Μέσα, όμως, σε λιγότερα από τέσσερα έτη διακυβέρνησης έστησε όρθιο ένα κράτος, πετυχαίνοντας περισσότερα απ’ όσα οι διαιρεμένοι Έλληνες πέτυχαν με αγώνες και αίμα επί επτά έτη πολέμου και αρκετοί μεταγενέστεροί του σε δεκαετίες. Αν ο Καποδίστριας είχε επιβιώσει, η εικόνα της σημερινής Ελλάδας θα ήταν διαφορετική, απείρως καλύτερη. Το ευτυχές ήταν ότι την πιο δραματική στιγμή της ιστορίας μας ήταν εκεί για να συμβάλει. Το δυστυχές είναι ότι η σημερινή εποχή κάνει την ανάγκη ενός τέτοιου άνδρα ακόμη περισσότερο επιτακτική.
Για τον Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Σκουλάτος/Δημακόπουλος/Κονδής – Ιστορία νεότερη και σύγχρονη (ΟΕΔΒ)
Σπ. Μαρκεζίνης – Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος τ. 1 (Πάπυρος)
Γέωρ. Ρούσσος – Νεώτερη ιστορία του ελληνικού έθνους (τόμοι 1-2)
Δ. Κόκκινος – Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης (τόμοι 12)
Δημήτριος Βερναρδάκης – Καποδίστριας και Όθων (Γαλαξίας)
Αρχείο Ιωάννη Καποδίστρια (Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών – τόμοι 10)
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment