Αποδημία Μέρος Β΄: Δεύτερος ελληνικός αποικισμός

Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής στενότητας, χιλιάδες Έλληνες επέλεξαν τη φυγή σε πιο αναπτυγμένες χώρες του εξωτερικού για να λύσουν τα εργασιακά, τα οικονομικά και τα κοινωνικά τους προβλήματα. Παρόλο που η αποδημία αυτή συχνά επιλέχθηκε ως η μόνη λύση και πολλοί κοίταξαν με ζήλεια όσους έφυγαν, η ιστορία των αποδημιών ανά τους αιώνες δεν είχε πάντα ρόδινα αποτελέσματα. Μπορεί κανείς να βαυκαλίζεται με τους νέους επιστήμονες, ταυτίζοντάς τους με τον πολυμήχανο Οδυσσέα, η κατάληξη όμως δεν είναι πάντα καλή ούτε η διαδρομή στρωμένη με ροδοπέταλα. Πολλοί απ’ όσους έφυγαν τα τελευταία χρόνια για τις ευρωπαϊκές (και για άλλες) χώρες γύρισαν σύντομα αποκαρδιωμένοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Άλλοι πάλι, δεν γύρισαν μεν στη γενέτειρα, αλλά σηκώνουν δυσανάλογο βάρος στον καινούριο τους τόπο.

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι καινούριο. Πάρτε για παράδειγμα την αρχαία Θήρα. Έχοντας κατά νου το σύγχρονο, κοσμοπολίτικο νησί, με την απαράμιλλη φυσική ομορφιά, το εξαιρετικό κρασί και τη ζηλευτή ποικιλία αγροτικών προϊόντων, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι τον 7ο αιώνα π.Χ. το νησί, αν και τα είχε όλα αυτά, δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους τους και έφτασε στο σημείο να τους διώξει όχι μία, αλλά δύο φορές.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο Ηρόδοτος μας παρουσιάζει το χρονικό της ίδρυσης της Κυρρήνης, μιας πόλης – κράτους που βρισκόταν στη βορειοανατολική Λιβύη. Επαινώντας την κατοπινή ευμάρεια αυτής της αρχαιοελληνικής πόλης, παραθέτει την επικρατέστερη κατά τη γνώμη του εκδοχή για την ίδρυσή της. Οι ιδρυτές της προέρχονταν από τη Θήρα. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., το νησί μαστιζόταν από ανέχεια, λόγω του υπερπληθυσμού, γεγονός που συνεπαγόταν έλλειψη καλλιεργήσιμης γης για πολλούς από τους κατοίκους της, πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές. Οι κάτοικοι έστειλαν πρεσβεία στο μαντείο των Δελφών για να τους δώσει λύση στο πρόβλημα. Το μαντείο χρησμοδότησε αποικισμό της Λιβύης από τους νεότερους πολίτες της Θήρας.

Η πόλη έστειλε αποίκους με αρχηγό έναν γόνο – κατά πάσα πιθανότητα – αριστοκρατικής οικογένειας με ένα εξόχως αριστοκρατικό όνομα (τον έλεγαν Αριστοτέλη) και ένα ταιριαστό παρατσούκλι (τον έλεγαν Βάττο, λόγω προφανώς του τραυλίσματός του). Η αποστολή των αποίκων – πιθανότατα με τη βοήθεια Κρητών οδηγών που γνώριζαν τα λιβυκά παράλια – έφτασαν στη Λιβύη, αλλά δεν βρήκαν το επιθυμητό έδαφος για αποικία, ενώ και οι ιθαγενείς ήταν εξαιρετικά εχθρικοί.

Αποφάσισαν λοιπόν να επιστρέψουν στη Θήρα. Όταν όμως έφτασαν εκεί, οι Θηραίοι τους υποδέχθηκαν με πετροπόλεμο και τους ανάγκασαν να φύγουν ξανά για τα παράλια της Λιβύης. Προφανώς, οι εναπομείναντες κάτοικοι της Θήρας, που προσπάθησαν ν’ ανακουφίσουν την πόλη τους από τον υπερπληθυσμό και τις κοινωνικές συγκρούσεις, δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν αναζωπύρωση των ίδιων προβλημάτων, αφήνοντας τους αποίκους να επιστρέψουν στη μητρόπολη.

Ευτυχώς για τους αποίκους, η δεύτερη απόπειρα αποικισμού της Λιβυκής χερσονήσου στέφθηκε με επιτυχία. Με τη βοήθεια ευμενών Λίβυων και άλλοτε με διπλωματία άλλοτε με τα όπλα, ίδρυσαν την πόλη της Κυρρήνης, καθιερώνοντας ως λιμάνι της την Απολλωνία. Αργότερα, ίδρυσαν κι άλλες πόλεις – κράτη, κοντά στα παράλια: Ταύχειρα, Ευεσπερίδες, Βάρκη. Η καλλιέργεια και η εκμετάλλευση ενός αρωματικού φυτού, που ευδοκιμούσε μόνο στην Κυρρηναϊκή χερσόνησου, του σίλφιου – με πάμπολλες εμπορεύσιμες ιδιότητες – τους προσέφερε οικονομική επιφάνεια. Η ανάπτυξη κατά κανόνα φιλικών σχέσεων με τους Λίβυους (που περιελάμβανε κάποτε κάποτε και γάμους Ελλήνων με Λίβυες) και η πάλη για αυτάρκεια και αυτόνομη πολιτική δραστηριότητα έφερε σύντομα ευημερία στη νέα αποικία, καθώς και ισχυρούς φίλους, όπως η Αίγυπτος (ένας Φαραώ μάλιστα παντρεύτηκε μια ευγενικής καταγωγής Κυρρηναία). Ο Βάττος ανέλαβε «βασιλεύς» της νέας πόλης – κράτους (πιθανότατα ως επικεφαλής ενός συμβουλίου ευγενών), καθιερώνοντας ένα κληρονομικό μετριοπαθές μοναρχικό – αριστοκρατικό πολίτευμα.

Η ιστορία αυτή – αν και αποτελεί μια ευρύτατα διαδεδομένη παράδοση και η αυθεντικότητα κάποιων λεπτομερειών της αμφισβητείται από τους σύγχρονους ιστορικούς – περιέχει τα βασικότερα χαρακτηριστικά της αποικιακής εξάπλωσης των Ελλήνων, που ονομάσθηκε δεύτερος ελληνικός αποικισμός.

Αυτό που σήμερα ονομάζουμε δεύτερο ελληνικό αποικισμό ήταν η οργανωμένη αποικιακή εξάπλωση των αρχαίων Ελλήνων στο χώρο της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας κατά τον 8ο, τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ. Σε αντίθεση με τον πρώτο ελληνικό αποικισμό, που συνιστούσε απλή μετακίνηση ελληνικών φύλων, η επιχείρηση αυτή ήταν σχεδόν πάντα οργανωμένη από τη μητρόπολη.

Τα αίτια αυτού του αποικισμού ήταν ποικίλα: Κατά πρώτον, μετά τη συρρίκνωση του πληθυσμού κατά τους Σκοτεινούς Χρόνους, επήλθε μια δημογραφική έκρηξη. Η αύξηση του πληθυσμού δημιούργησε στενότητα χώρου και περιορισμό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων ανά πολίτη, γεγονός που προκάλεσε κοινωνικές συγκρούσεις. Κατά δεύτερον, η ανάπτυξη του εμπορίου αποτέλεσε κίνητρο για την εξεύρεση νέων αγορών, για την προμήθεια στη μητρόπολη πρώτων υλών, ανεκμετάλλευτων πόρων από άλλες περιοχές, για τη δημιουργία εμπορικών σταθμών. Κατά τρίτον, η συχνά ταραχώδης πολιτική κατάσταση, που επικρατούσε σε αρκετές πόλεις – κράτη, όπου οι αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις συχνά έφταναν στα άκρα και όπου κάποιες φορές εγκαθιδρύονταν τυραννικά καθεστώτα, είχε ως συνέπεια τον εξορισμό των πολιτικών αντιπάλων ή απλώς τη φυγή προς ένα ηπιότερο πολιτικό περιβάλλον.

Η ίδρυση των αποικιών ήταν αποτέλεσμα οργανωμένης επιχείρησης, που περιελάμβανε καθιερωμένες τελετουργίες. Η αποστολή οργανωνόταν από τη μητρόπολη, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις (όπως π.χ. στη Γέλα της Σικελίας ή στη Ναύκρατι στην Αίγυπτο) συνεργάζονταν περισσότερες πόλεις. Η θέση της αποικίας επιλεγόταν προσεκτικά με στόχο να προσφέρει εμπορικά πλεονεκτήματα, αλλά και ασφάλεια απέναντι σε επιδρομείς. Συνήθως, οι άποικοι προτιμούσαν θέσεις κοντά στα παράλια, που διέθεταν φυσική οχύρωση, αλλά ταυτόχρονα διέθεταν εύφορα εδάφη και οδούς επικοινωνίας με το εσωτερικό τηε χώρας. Για να δημιουργηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης για την αποστολή, η μητρόπολη συμβουλευόταν για την επιλογή της θέσης της νέας αποικίας το μαντείο των Δελφών. Το μαντείο, διαθέτοντας ένα εξαιρετικό δίκτυο πληροφοριών, συνήθως συμβούλευε ορθά τους αποίκους, συμβάλλοντας στην επιτυχία τους και αυξάνοντας το κύρος του ως χρησμοδότη. Η αποστολή διέθετε έναν αρχηγό επικεφαλής, τον οικιστή, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, ο οποίος είχε την ευθύνη της ομάδας των αποίκων και της γενικής οργάνωσης της επιχείρησης, αλλά και κουβαλούσε από τη μητρόπολη το ιερό πυρ, το οποίο θα έκαιγε στο βωμό της αποικίας, συμβολίζοντας τον ιερό δεσμό των δύο πόλεων.

H αποικία διατηρούσε στενούς δεσμούς με τη μητρόπολή της. Οι άποικοι διατηρούσαν την ίδια θρησκεία, ήθη, έθιμα και τρόπο ζωής, όπως στη μητρόπολη και είχαν συνήθως ίδια κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Είχαν εμπορικούς δεσμούς, έστελναν αντιπροσώπους στις θρησκευτικές γιορτές της μητρόπολης και αλληλοβοηθούνταν σε περίπτωση ανάγκης, καθώς κατά κανόνα οι σχέσεις τους ήταν πολύ καλές (η ξακουστή αντιπαλότητα μεταξύ της Κορίνθου και της αποικίας της, Κέρκυρας, ήταν εξαίρεση στον κανόνα). Βασικό, όμως, χαρακτηριστικό παρέμενε η αυτονομία και η ανεξάρτητη πορεία της αποικίας σε σχέση με τη μητρόπολή της.

Ο δεύτερος αυτός ελληνικός αποικισμός είχε ευεργετικά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς: Ανακούφισε τις μητροπόλεις από τον υπερπληθυσμό και τις κοινωνικές διαμάχες για γη και εξουσία, φέρνοντας μια κάποια σταθερότητα. Συνέβαλε στην ανάπτυξη του εμπορίου και ειδικά της ναυτιλίας, καθιερώνοντας τους Έλληνες ως εξερευνητές και κατεξοχήν ναυτικό έθνος. Εξασφάλισε για τους Έλληνες εδάφη, αλλά κυρίως διαύλους για την προμήθεια βασικών αγαθών. Ιδρύθηκαν πόλεις – κράτη στο Βόσπορο και γύρω γύρω στον Εύξεινο Πόντο ελέγχοντας το δρόμο του εμπορίου του σιταριού της Μαύρης Θάλασσας και των μπαχαρικών της Ανατολής. Έδωσε ώθηση στις ανταλλαγές αγαθών, στη βιοτεχνία, τη ναυπηγική. Άρχισαν να κόβονται και τα πρώτα νομίσματα και να καθιερώνονται μέτρα και σταθμά για τον υπολογισμό της ποσότητα και του βάρους των εμπορευμάτων.

Σημαντικότερο, όμως, ήταν το πολιτισμικό αποτέλεσμα αυτού του αποικισμού. Διέδωσε τον τρόπο ζωής, τη σκέψη και τα επιτεύγματα των Ελλήνων σε όλους τους λαούς που ήρθαν σε επαφή και συνέβαλε στο να δεχθούν και οι ίδιοι οι Έλληνες αρκετές επιρροές από τους λαούς αυτούς.

Βλέποντας κανείς παράλληλα την εποχή του δεύτερου ελληνικού αποικισμού και τη σύγχρονη Ελλάδα, το κύριο ζήτημα δεν είναι να βρει ομοιότητες και διαφορές. Το ζήτημα είναι να κατανοήσει πως λειτούργησαν οι Έλληνες τότε υπό πίεση για να λύσουν τα προβλήματά τους και τι μπορεί να γίνει σήμερα για τα δικά μας.

Το σημαντικότερο, ίσως χαρακτηριστικό εκείνου του αποικισμού ήταν ότι αποτελούσε οργανωμένη επιχείρηση από την Πολιτεία. Προϋπέθετε προετοιμασία, λήψη της εύνοιας των θεών, δομή ρόλων, επάρκεια πληροφοριών για τον τόπο, που επρόκειτο να αποικίσουν. Δεν ήταν προϊόν ενός παροξυσμού, μιας επιπόλαιης αντίδρασης ή μιας παροδικής απογοήτευσης ορισμένων πολιτών για την πατρίδα τους. Χρειαζόταν χρόνος για να ληφθεί η απόφαση, που ήταν πάντα επώδυνη, καθώς είχε κόστος να χάνει κανείς τα δικαιώματά του στην πατρίδα του.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό εκείνου του αποικισμού ήταν ότι ανέδειξε τον τολμηρό και ανεξάρτητο χαρακτήρα των Ελλήνων, την τάση τους να μαθαίνουν συνεχώς νέα πράγματα, να πειραματίζονται και να φτάνουν πολύ μακρυά προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους.

Οι πόλεις – κράτη, που μαστίζονταν από πολύπλευρα προβλήματα, έλαβαν θαραλλέες πρωτοβουλίες, που στοίχισαν στους πολίτες, αλλά ανέδιδαν μια προοπτική. Εκείνη την εποχή – και σε κάθε εποχή – σημαντικό είναι να κατανοήσει κανείς το πρόβλημα, να ερευνήσει για πιθανές λύσεις και να έχει το θάρρος να πάρει αποφάσεις, έστω και επώδυνες.

Για το Β΄ ελληνικό αποικισμό
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας 1200-479π.Χ. (Οδυσσέας, 2000)
- A.J. Graham – Colony and mother city in ancient Greece (Manchester University Press)
- Anthony M. Snodgrass – Archaic Greece, the age of experience (California University Press)
- L. H. Jeffery – Archaic Greece, the city states (Methuen and Co)
- John Boardman – The Greeks overseas (Thames and Hudson)
- Paul Faure – Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες (Παπαδήμας)

Γιάννης Δρίτσουλας