Κάντο όπως οι αρχαίοι Έλληνες: Τα ταξίδια ως μοχλός προόδου Μέρος Β΄
Ένα από τα ευλογημένα αποτελέσματα της τεχνολογικής προόδου των τριών τελευταίων αιώνων είναι η εντυπωσιακή ταχύτητα των μεταφορών και επικοινωνιών. Η πρόοδος στον τομέα αυτόν έδωσε τέτοια ώθηση στα ταξίδια, ώστε σήμερα (έχοντας δεδομένη την τεχνολογική αυτή πρόοδο) να μην κατανοούμε το παρελθόν. Πριν το 19ο αιώνα, τα ταξίδια ήταν μια επίπονη και ακριβή δραστηριότητα, την οποία αναλάμβανε κανείς μεμονωμένα και με πολύ ρίσκο, προσδοκώντας μεγάλο κέρδος. Τα ταξίδια για την ευχαρίστηση της περιπλάνησης και την επιστημονική καλλιέργεια ήταν αποκλειστικό προνόμιο των εξαιρετικά πλουσίων, των οποίων οι φιλοδοξίες τους έκαναν εκκεντρικούς στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου. Έτσι ήταν και στην αρχαία Ελλάδα.
Για να κατανοήσει κανείς την επίδραση των ταξιδιών στην ελληνική σκέψη δεν χρειάζεται άλλο παράδειγμα από τη ζωή του Δημόκριτου. Ο αρχαίος αυτός σοφός γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης μεταξύ 472 και 457π.Χ. Γόνος πολύ πλούσιας οικογένειας, ζήτησε από την κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του το μερίδιο του σε χρήμα, αδιαφορώντας για τα κτήματα. Το μερίδιο αυτό (κοντά 100 τάλαντα, ποσό εξωφρενικά μεγάλο εκείνη την εποχή), το χρησιμοποίησε για να ταξιδέψει σ’ όλον τον κόσμο και να γνωρίσει όσα δυνατόν περισσότερα. Μελέτησε γεωμετρία στους Αιγύπτιους, αστρονομία στους Χαλδαίους, μελέτησε τα μυστήρια των Βαβυλωνίων, επισκέφθηκε την Αιθιοπία, την Ερυθρά Θάλασσα, ακόμη και την Ινδία, όπου γνώρισε τους γυμνοσοφιστές. Πήγε και στην Αθήνα, όπου συνάντησε το Σωκράτη.
Όταν επέστρεψε στα Άβδηρα, ήταν πλέον απένταρος. Βάσει ενός νόμου της πόλης, δεν θα του επιτρεπόταν η ταφή εντός πόλης, γιατί είχε σπαταλήσει την πατρική περιουσία. Ο Δημόκριτος τότε διάβασε δημόσια ένα βιβλίο του με τίτλο «Ο Μέγας Διάκοσμος». Οι Αβδηρίτες εντυπωσιάσθηκαν τόσο, που του εγγυήθηκαν ταφή δημοσία δαπάνη και του απέδωσαν άλλα 100 τάλαντα για να συνεχίσει τις μελέτες του. Έζησε ως τα 100 και έμεινε γνωστός ως «ο γελαστός σοφός». Ήταν εξαιρετικά συμπαθής και τα βιβλία του δημοφιλή σ’ όλον τον κόσμο, εκτός από το ζηλιάρη και μονόχνωτο Πλάτωνα, που τα θεωρούσε καλά μόνο για προσάναμμα• τελικά, απ’ όλο το έργο του Δημόκριτου σ’ έμας έφτασαν μόνο μερικές αράδες.
Απαραίτητος προορισμός για κάθε σοφό που σεβόταν τον εαυτό του ήταν η Αίγυπτος. Οι Αιγύπτιοι ήταν ονομαστοί για την πρόοδό τους στη γεωμετρία, οι δε ιερείς τους αποτελούσαν μια κλειστή κάστα, με εξαιρετική μόρφωση και καλά κρυμμένα μυστικά. Ο Θαλής, ο Πυθαγόρας και ο Δημόκριτος είναι μερικοί μόνο από τους Έλληνες που διδάχθηκαν εκεί γεωμετρία. Ο Θαλής κατόρθωσε να υπολογίσει το ύψος των πυραμίδων, την απόσταση ενός πλοίου από την ακτή και εξέτρεψε τον ποταμό Άλυ για να τον διαβούν τα στρατεύματα του Κροίσου. Ο Πυθαγόρας από την άλλη, ήταν τόσο επίμονος ώστε μυήθηκε από τους Αιγύπτιους ιερείς στα μυστήριά τους, πράγμα ανήκουστο για μη Αιγύπτιο.
Επόμενος σταθμός των σοφών ήταν η Μεσοποταμία, πατρίδα των Χαλδαίων και των Βαβυλωνίων. Η Μεσοποταμία ήταν ξακουστή για την πρόοδό της στην αστρονομία. Ο Θαλής απεδείχθη καλός μαθητής των Χαλδαίων όταν, επιστρέφοντας στη Μίλητο, προέβλεψε με ακρίβεια την έκλειψη ηλίου το 585π.Χ. Εκτός αυτού, σ’ αυτόν χρωστούμε σήμερα τη διαίρεση του έτους σε 365 ημέρες και την ανακάλυψη της μικρής άρκτου. Ο μαθητής του, Αναξίμανδρος, ακολουθώντας το παράδειγμα του δασκάλου, εφηύρε το ηλιακό ρολόι και το γνώμονα, δημιούργησε δε, μετά από μια σειρά ταξίδια, τον πρώτο χάρτη στην ιστορία.
Η σοφία της Ανατολής υιοθετήθηκε από τους Έλληνες και μετουσιώθηκε σε κάτι νέο: οι Έλληνες αναζήτησαν εξηγήσεις για τα πορίσματα των ανατολιτών δασκάλων τους κι έτσι προέκυψε η αρχή της μαθηματικής απόδειξης, ένα από τα μεγαλύτερα δώρα της αρχαίας ελληνικής σκέψης στην ανθρωπότητα. Στη Μεγάλη Ελλάδα δημιουργήθηκαν σχολές επιστημονικής σκέψης. Ο Πυθαγόρας, έπειτα από περιπλάνηση στην Ανατολή, στην Κρήτη, τη Φοινίκη και τη γενέτειρα Σάμο, κατέληξε στον Κρότωνα, όπου ίδρυσε μια σχολή. Λίγο πιο βορειοδυτικά, στην Ελέα καταλήγει τυρανισμένος ο φιλόσοφος και ποιητής Ξενοφάνης από την Κολοφώνα, ο οποίος ξεκινά μια παράδοση δασκάλων, γνωστών σήμερα ως «η ελεατική σχολή». Θα γίνει πόλος έλξης μαθητών απ’ όλον τον ελληνικό κόσμο, το ίδιο και ο μαθητής του, Παρμενίδης και οι μαθητές αυτού, Ζήνων και Εμπεδοκλής. Στην Ελέα καταφτάνει «φοιτητής» από τη Σάμο ένας νεαρός ονόματι Μέλισσος, ο οποίος θα γράψει ιστορία αργότερα (440π.Χ.) πολεμώντας ως ναύαρχος του σαμιακού στόλου τον αθηναϊκό στόλο, τον οποίο διηύθυνε ο δραματικός ποιητής Σοφοκλής.
Μετά την Ελέα και τους πυθαγόρειους, η οικονομική και πνευματική άνθηση της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. την καθιστά αγαπημένο προορισμό κάθε ανήσυχου πνεύματος. Στην αγορά και στα συμπόσια πλούσιων πατρώνων, ο Σωκράτης συναντιέται την εποχή εκείνη με τον Αναξαγόρα από τις Κλαζομενές, γνωστό ως «ο Νούς», τον Πρωταγόρα από τα Άβδηρα, γνωστό ως «ο Λόγος», το Γοργία από τους Λεοντίνους και πολλούς άλλους.
Όταν η λάμψη της Αθήνας άρχισε να δύει, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έγινε ξανά προορισμός των πευματικών ανθρώπων. Εκεί ταξίδευαν όσοι ήθελαν να γνωρίσουν τις εξελίξεις πάνω σε κάθε τομέα των θετικών επιστημών και της φιλοσοφίας. Ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες, ο Ερατοσθένης από την Κυρρήνη, ο μαθηματικός Ευκλείδης, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος είναι μερικά μόνο από τα φωτεινά πνεύματα της αλεξανδρινής εποχής.
Εκτός, όμως, από προνόμιο των πλουσίων, τα ταξίδια ήταν τροφή για τους εξερευνητές. Στην αρχαία Ελλάδα κυκλοφορούσαν πολλές διαδόσεις για τις άγνωστες χώρες και οι διηγήσεις των πρωτοπόρων γι’ αυτές εξήπταν τη φαντασία και έγιναν αιτία για ιστορικά ταξίδια. Ένα από αυτά ήταν του Πυθέα.
Ο Μασσαλιώτης Πυθέας ήταν γεωγράφος και εξερευνητής που έζησε στο β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος άνθρωπος της Μεσογείου, που έφτασε κοντά στο Βόρειο Πόλο και περιέγραψε το φαινόμενο του ήλιου του μεσονυκτίου. Όταν επέστρεψε από το ταξίδι του γύρω στα 320π.Χ. έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Περί του Ωκεανού», στο οποίο ενσωμάτωσε όλες τις παρατηρήσεις του. Το έργο πλέον δε σώζεται, αλλά μνημονεύεται από 18 διαφορετικούς συγγραφείς για 9 αιώνες μετά. Αν και κατακρίθηκε από αρκετούς αρχαίους, αρκετές από τις παρατηρήσεις του αποδείχθηκαν αξιοθαύμαστα ορθές.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Πυθέας ξεκίνησε από τη Μασσαλία για τις περιοχές του Βορρά που είναι πλούσιες σε κασσίτερο και κεχριμπάρι. Αν και οι Μασσαλιώτες είχαν κάνει το γύρο της Ιβηρικής Χερσονήσου ήδη από το 600π.Χ., θεωρείται μάλλον απίθανο να ταξίδεψε στο Βορρά περνώντας τις Ηράκλειες Στήλες. αφού το σημείο ελεγχόταν από τους ανταγωνιστικούς Φοίνικες. Είναι πιο πιθανό να ανέβηκε τον ποταμό Γαρούνα ως τις εκβολές του στις ακτές του Ατλαντικού. Ανεβαίνοντας τον Γαρούνα, πέρασε από τις γνώριμες στους Μασσαλιώτες εμπόρους κέλτικες πόλεις Narbo (σημερινή Ναρμπόν), Carcaso (σημερινή Καρκασόν) και Tolosa (σημερινή Τουλούζη) για να καταλήξει στο λιμάνι της Burdigala, το σημερινό Μπορντώ των κρασιών και των ελλήνων φοιτητών.
Από το Μπορντώ κέλτικα πλοία τον μετέφεραν στη χερσόνησο της Αρμορικής, στη Βόρεια Γαλλία. Γνωρίζοντας καλά τα κέλτικα, δεν θα του ήταν δύσκολο να συνεννοηθεί. Στην Αρμορική μπήκε σ’ ένα απ’ τα πλοία που μετέφεραν κόσμο και προϊόντα απέναντι, στις νότιες ακτές της Βρετανίας. Στη Βρετανία πιθανότατα απέπλευσε σε κάποιο σημείο διακίνησης κασσίτερου, στις ακτές της Κορνουάλης. Από την Κορνουάλη ξεκίνησε με πλοίο πορεία προς το βορρά παραπλέοντας τις δυτικές ακτές της Βρετανίας.
Περνώντας το κανάλι του Αγ. Γεωργίου κοντά στην Ουαλία έφτασε στο νησί Μαν και κατόπιν διέσχισε το Βόρειο Κανάλι ανάμεσα στη Βρετανία και την Ιρλανδία (το λεγόμενο «Ιερό Νησί» των αρχαίων). Όντας κοντά στη Βρετανία, υπολόγισε με παροιμιώδη ακρίβεια την περίμετρό της. Ήταν ο πρώτος που ανέφερε ότι το νησί ονομάζεται Αλβιώνα και ότι οι κάτοικοί της αποκαλούνται Πρετανοί, δηλ. «βαμμένοι» ή «λαός με τατουάζ». Είναι σίγουρο ότι σε κάθε στάση του αφιέρωσε χρόνο να μελετήσει, εκτός από τη χώρα, τους κατοίκους, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα οποία αργότερα κατέγραψε στο βιβλίο του.
Κατόπιν, συνέχισε προς βορρά διασχίζοντας τη θάλασσα των Εβρίδων, στη Δυτική Σκωτία κι έπειτα παραπλέοντας τα βόρεια παράλια της Σκωτίας έφτασε στα νησιά Orkney κι από κει βορειότερα στα Shetland. Έκτοτε, δεν είμαστε σίγουροι για την πορεία του. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι έφτασε στην Ισλανδία (την θρυλική Θούλη των αρχαίων) κι από κει ως την αρχική του Αρκτικού Κύκλου. Περιέγραψε τα παγόβουνα και τον ήλιο του μεσονυκτίου κι έπειτα επέστρεψε στην Ισλανδία και τη Σκωτία.
Ο γυρισμός έγινε πιο ανατολικά• πιθανότατα κατέπλευσε στις ακτές μεταξύ Γιουτλάνδης (Δανία) και Δουγκέρκης (βόρεια Γαλλία), ψάχνοντας την πηγή παραγωγής του κεχριμπαριού. Στις ανατολικές αυτές ακτές ανακάλυψε την περιοχή κύριας διάθεσης του πολύτιμου αυτού αγαθού και ικανοποιημένος επέστρεψε στην Αρμορική για την κάθοδο στην πατρίδα του. Οι ανακαλύψεις του Πυθέα επιβεβαιώθηκαν από επιστήμονες αιώνες μετά και η δίψα του για γνώση χάρισε στον αρχαίο επιστήμονα ένα άγαλμα στη σύγχρονη Μασσαλία.
Αν πρέπει κάτι να μας μείνει απ’ τις ζωές των αρχαίων ελλήνων ταξιδιωτών, είναι ότι διέθεταν την αρετή να διασκεδάζουν σε κάθε ταξίδι και να διακρίνουν κάθε στιγμή του ταξιδιού τους την ωφέλεια, άσχετα απ’ τις αναποδιές. Σε τελική ανάλυση, όπως είπε ο Καβάφης, η Ιθάκη αξίζει γιατί σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Για τα ταξίδια των αρχαίων σοφών ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
Λουτσιάνο ντε Κρεσέντσο – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας
Barry Cunliffe – The extraordinary journey of Pytheas the Greek
Εικόνα: Το άγαλμα του Πυθέα έξω από το Χρηματιστήριο της Μασσαλίας
Γιάννης Δρίτσουλας
Recent comments