Από όλα τα ιδανικά της ανθρώπινης ζωής, ο έρωτας έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στη σκέψη τόσο του μέσου ανθρώπου και αποδεικνύεται κινητήριος δύναμη για ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρώπινης δημιουργίας. Η δύναμή του να λυγίζει τη θέληση οποιουδήποτε ανθρώπου, βασανίζοντάς τον, παραλύοντάς του το κορμί, έγινε το θέμα για πάμπολλά αριστουργήματα της τέχνης και της διανόησης από την αρχαιότητα ως σήμερα. Απ’ τις χορείες των λαών που τον τίμησαν με τα λόγια και τα έργα τους δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αρχαίοι Έλληνες. Τι μας συνδέει, όμως, σήμερα με τον τρόπο που οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τον έρωτα; Πολύ περισσότερα απ’ όσα φαντάζεστε και με τρόπους που δεν φαντάζεστε.
Ας ξεκινήσουμε από τη μυθολογία. Για τους Έλληνες της αρχαιότητας ο έρωτας ήταν πρωτίστως θεός. Ο Ησίοδος αναφέρει στη «Θεογονία» του ότι στην αρχή του κόσμού υπήρχαν μόνο το Χάος και το Έρεβος (θεότητα που αντιπροσώπευε το σκοτάδι). Ο Έρωτας ήταν κατά το μύθο κοσμογονική δύναμη: γεννήθηκε πρώτος και ένωσε το Έρεβος με τη Γαία για να γεννηθεί η μέρα και η νύχτα, κατόπιν οι Τιτάνες κι έπειτα οι άνθρωποι. Αργότερα, ο Έρωτας συνδέθηκε με τη θεά Αφροδίτη, ως γιος της πλέον. Ο Έρωτας ήταν ο θεός του ερωτικού αισθήματος, του πάθους, ενώ η Αφροδίτη η θεά της σαρκικής ένωσης. Εκτός αυτού, η γονιμοποιός δύναμη του έρωτα προσέλαβε χαρακτηριστικά που έχουν σχέση με το τέλος, το θάνατο. Ο έρωτας με την αναμμένη δάδα συμβολίζει τη ζωή, ο έρωτας με τη σβησμένη δάδα το θάνατο. «Κατ’ επέκταση, όταν δεν είμαστε ερωτευμένοι, δεν ζούμε», σχολιάζει ο αρχαιολόγος Νίκος Σταμπολίδης.
Ο έρωτας άλλωστε είναι ο μοναδικός θεός που μπορεί να λυγίσει το βασιλιά του Κάτω Κόσμου. Ο Πλούτωνας μόνο σε ερωτευμένα ζευγάρια έκανε μιαν ύστατη χάρη: επετράπη στον Ορφέα να τον ακολουθήσει η Ευρυδίκη στη ζωή, στην Άλκηστη να πάρει τη θέση του Άδμητου και να πεθάνει για χάρη του.
Υπήρχαν λίγα ιερά του θεού Έρωτα στην αρχαία Ελλάδα, αλλά το πιο γνωστό βρισκόταν στις Θεσπιές της Βοιωτίας. Το ιερό έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και επισκεψιμότητας από όλους τους Έλληνες, καθώς ο Έρωτας τιμάτο όσο κανένας άλλος θεός από τους Θεσπιείς, οι οποίοι του έδιναν μια ξεχωριστή θέση στη λατρευτική τους ζωή και παράδοση, όπως και όλοι οι Βοιωτοί. Πλήθος αγαλμάτων του θεού έχουν έρθει στο φως, όπως επίσης αγαλματίδια ανδρών με πριαπισμό, ομοιώματα φαλλων, κτλ. Στο Βατικανό υπάρχει ο «Έρωτας τοξότης» σε αντίγραφο. Το χάλκινο πρωτότυπο είχε φτιάξει ο γλύπτης Λύσιππος κατά παραγγελία του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και αφιερώθηκε από αυτόν στο ιερό σαν εξιλέωση για την εξολόθρευση του Ιερού Λόχου των Θηβαίων στη Χαιρώνεια το 338π.Χ. Στο Μουσείο της Θήβάς εκτίθεται σύμπλεγμα της Αφροδίτης και του Πάνα από τις αρχαίες Χορσιές, οικισμό που ανήκε στις Θεσπιές (σημερινά Χώστια).
Για τις Θεσπιές υπάρχουν πολλές μυθολογικές ερωτικές παραδόσεις. Η πιο πιπεράτη από αυτές θέλει τον ημίθεο Ηρακλή να περνά από τις Θεσπιές όσο κυνηγούσε στον Κιθαιρώνα το περιώνυμο λιοντάρι. Ο βασιλιάς της πόλης, Θέσπιος (από τον οποίο πήρε το όνομά της), τηρώντας τους κανόνες της φιλοξενίας, τον δέχθηκε στο παλάτι του με όλες τις τιμές, ζήτησε, όμως, από τον Ηρακλή να γονιμοποιήσει τις πενήντα θυγατέρες του. Ο Ηρακλής δέχθηκε πρόθυμα και το ίδιο βράδυ συνευρέθηκε και με τις πενήντα. Εννέα μήνες αργότερα, ο βασιλιάς απέκτησε πενήντα εγγόνια, απευθείας καταγόμενα από τον ημίθεο ήρωα. Πραγματικός άθλος αν το σκεφτεί κανείς, έστω κι αν δεν είναι τόσο διάσημος όσο οι δώδεκα ...
Περνώντας στην ιστορική πραγματικότητα, ο έρωτας αναγνωριζόταν από τους Έλληνες ως η αιτία για να κυνηγήσει κανείς ασταμάτητα τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική ομορφιά. Αν και ο γάμος ενός ζευγαριού δεν γινόταν συνήθως από έρωτα, αλλά βάσει συνεννοήσεων των γονέων, κανείς δεν τον απέκλειε. Ο Αριστοτέλης μάλιστα τον θεώρησε απαραίτητο καύσιμο για την ευτυχία ενός ζευγαριού, έχοντας προσωπική πείρα: παντρεύτηκε τη γυναίκα που ερωτεύτηκε και τους χώρισε μόνο ο θάνατός της. Κατόπιν, ερωτεύθηκε μια εταίρα, η οποία έμεινε μαζί του ως το θάνατό του, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο. Σ’ αυτόν έχει αφιερώσει τη γνωστότερη μελέτη του περί ηθικής, τα Ηθικά Νικομάχεια.
Οι εταίρες ήταν κι αυτές σαφέστατα μεγάλο αντικείμενο του πόθου. Αρκετές από αυτές έμειναν στην ιστορία για την ικανότητα να ξεμυαλίζουν τους άντρες. Η Ροδώπις (κατά λέξη «ροδομάγουλη») είχε ξελογιάσει σε τέτοιο βαθμό τον αδελφό της Σαπφούς, ώστε δικαίως μετά η μεγάλη ποιήτρια να την γεμίσει ... φιλοφρονήσεις σε κάποιο από τα ποιήματά της. Η Λαϊδα, άλλη που ξυπνούσε μεγάλα πάθη, αφού έζησε ως εταίρα αρκετά χρόνια, ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε κάποιον και αποσύρθηκε μαζί του στη Θεσσαλία. Οι Θεσσαλές, όμως, φθονώντας την, την έσυραν σ’ ένα ναό της Αφροδίτης και τη λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου.
Η εταίρα, όμως, με την πιο ενδιαφέρουσα ζωή ήταν αναμφίβολα η Φρύνη από τις Θεσπιές, Ξακουστή για το φυσικό της κάλλος, είχε αυτό το παρατσούκλι (το πραγματικό της όνομα ήταν Μνησαρέτη), εξαιτίας της χλωμότητας του δέρματός της (από το αμφίβιο φρύνος). Έζησε στην ελληνιστική Αθήνα, όπου είχε μεγάλη επιτυχία στους κύκλους των πλουσίων, ζητώντας υψηλότατες αμοιβές για τις υπηρεσίες της. Λέγεται ότι ζητούσε αμοιβή ανάλογα με το συναίσθημα που της δημιουργούσε ο πελάτης: αν της ήταν αντιπαθητικός, η αμοιβή ήταν υπέρογκη, στο φιλόσοφο Διογένη της Σινώπης, όμως, χάρισε δωρεάν τον εαυτό της, γιατί τη γοήτευε το μυαλό του. Ήταν η μούσα του γλύπτη Πραξιτέλη, στον οποίο πόζαρε ως μοντέλο για αρκετά γλυπτά, μεταξύ των οποίων και για την περίφημη Αφροδίτη της Κνίδου. Πόζαρε, επίσης και στο ζωγράφο Απελλή για τον πίνακά του Αναδυόμενη Αφροδίτη. Κέρδισε πάρα πολλά χρήματα στη ζωή της, τόσα ώστε προσφέρθηκε ν’ ανοικοδομήσει τα τείχη της Θήβας, τα οποία είχαν καταστραφεί από τον Μέγα Αλέξανδρο το 336 π.Χ. Έθεσε, βέβαια έναν όρο: να τεθεί στα τείχη η επιγραφή «Καταστράφηκαν από τον Αλέξανδρο, επισκευάσθηκαν από τη Φρύνη, την εταίρα»• οι αρχές της πόλης, όμως, δεν της έκαναν τη χάρη τελικά.
Για την ζωή της Φρύνης έχουν γραφτεί πλείστες ιστορίες, χαρακτηριστικότερη όμως είναι η εξής: Οργανώνοντας μια λατρευτική τελετή προς τιμή ενός θρακικού θεού, η Φρύνη κατηγορήθηκε από έναν πρώην εραστή της ότι εισάγει στην Αθήνα μία ξένη θεότητα και ότι μέσω αυτής επιδιώκει να διαφθείρει τις νεαρές Αθηναίες. Την υπεράσπισή της ανέλαβε ο ρήτορας Υπερείδης, επίσης εραστής της. Κατά την ακροαματική διαδικασία και όταν πια η υπόθεση φαινόταν χαμένη για τη Φρύνη, ο ρήτορας, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, τράβηξε απότομα τα φορέματά της αφήνοντας την ολόγυμνη ενώπιον των δικαστών. Οι δικαστές δεν τόλμησαν να καταδικάσουν τόση ομορφιά, απαγόρευσαν όμως δια παντός τέτοιά ... αποδεικτικά στοιχεία.
Οι αρχαίοι φαίνεται ότι αντιλαμβάνονταν τον έρωτα ως μια θεϊκή, γονιμοποιό δύναμη δημιουργίας όλων των όντων της φύσης. Για το λόγο αυτό τον λάτρευαν ως θεό, του αφιέρωναν ερωτικά σύμβολα (φαλλούς, γυναικείες θηλές, κ.α.) σε ναούς ή στις πόρτες και τις αυλές τους, αναζητώντας ευκαρπία, ευγονία και ευτυχία. Η σημασία που είχε λοιπόν ο έρωτας για τους Έλληνες εξηγείται ίσως καλύτερα από το γεγονός ότι βάσιζαν την ευημερία τους κατεξοχήν στη γεωργία και την κτηνοτροφία, έδιναν μεγαλύτερη σημασία στα αγαθά της γης και των ζώων της. Είχαν σίγουρα συνδέσει τη λατρεία του έρωτα με τη γονιμοποίηση της φύσης και όλων των πλασμάτων μέσα σ’ αυτή, την ευτοκία των γυναικών τους, τη γονιμότητα των χωραφιών τους και την παραγωγικότητα των ζώων τους.
Εκτός αυτού, όμως, ο έρωτας έχει και παιδαγωγική λειτουργία για τους ανθρώπους, γεγονός που δεν είχε διαφύγει από τους αρχαίους: Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, οι αρχαίοι υμνούσαν τον έρωτα γιατί κάνει τον άνθρωπο εύστροφο, ανδρείο, τρυφερό, γεναιόδωρο και μεγαλόψυχο, αλλάζοντάς τον προς το καλύτερο, κάνοντάς τον να απολαμβάνει να δίνει στους αγαπημένους. Θεωρούσαν τον έρωτα επιτυχημένο μέσα σε ψυχή γεμάτη παιδεία, γιατί ο έρωτας ανοίγει άφοβα τα μάτια της ενάρετης ψυχής ώστε αυτή να βλέπει το ώραιο σε κάθετί. Κατά τον ιδεαλιστή Πλάτωνα, ο έρωτας είναι η υπενθύμιση μιας ιδανικής ζωής, που απολαμβάναμε πριν γεννηθούμε, τη βιώνουμε μόνο όταν διακατεχόμαστε από έρωτα και ξαναβρίσκουμε μετά θάνατον με τη θέωση. Με άλλα λόγια, ο έρωτας είναι μια αντανάκλαση του θεϊκού και μια συναισθηματική αποτύπωση της αλήθειας, γι’αυτό και μόνο όταν ερωτευόμαστε νιώθουμε ότι ζούμε πραγματικά.
O έρωτας για τους αρχαίους Έλληνες είχε εξαιρετικά πρακτική σημασία για την μακροημέρευση του γάμου, τον οποίο θεωρούσαν ένωση ιερή: θεωρούσαν ότι η αναζωπύρωση του έρωτα ήταν ζωτική για το γάμο. Λέγεται μάλιστα ότι ο Σόλων ως νομοθέτης της Αθήνας θέσπισε νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι σύζυγοι ώφειλαν να συνευρίσκονται τουλάχιστον 3 φορές το μήνα για να ανανεώνουν τη σχέση τους. Αλλά για το γάμο περισσότερα θα πουμε στο επόμενο μέρος.
Πόσα κοινά έχουμε λοιπόν σήμερα με τους αρχαίους στο πως βλέπουμε τον έρωτα; Παραμερίζοντας κανείς το περιτύλιγμα των μύθων, βλέπει πως στον έρωτα κρύβεται ο ίδιος ο θεός, αφού είναι το συναίσθημα που ευθύνεται για κάθε δημιουργία. Καμμία δύναμη δεν μπορεί να του αντισταθεί, γιατί είναι στη φύση του ανθρώπου να παρασυρθεί και να βασανισθεί στη δίνη του∙ και τη φύση του κανείς δεν την πολέμησε με επιτυχία. Κι όσο γλυκόπικρος κι αν είναι (και οι αρχαίοι Έλληνες του είχαν δώσει τόσα πολλά επίθετα), όλοι οι θνητοί τον λαχταρούνε και κανείς δεν τον αρνήθηκε ατιμωρητί.
Για τον έρωτα στην αρχαία Ελλάδα ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Flaceliere – Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (Παπαδήμας)
- Kobolova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
Στην εικόνα: Αγγείο του Μάκρωνα που εικονίζει ζευγάρι
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment