Ο καθηγητής φιλοσοφίας Χ. Γιανναράς έχει πολλάκις τονίσει ότι η σημερινή κρίση αποτελεί ουσιαστικά κρίση ταυτότητας, ως απόρροια ελλιπούς παιδείας και προτείνει, αναλογιζόμενος τον Καβάφη, να «ξαναβρούμε την ελληνικότητα μας όχι γιατί πρέπει, ούτε επειδή είναι καλύτερος, αλλά για να δούμε εάν μας δίνει πραγματική χαρά ζωής». Αυτή αποτελεί την πρόταση για σταδιακή ανάκαμψη, πολιτισμικά κι έπειτα πολιτικά και οικονομικά. Το παραπάνω απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση, έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων από την κοινωνία. Η ελληνικότητα έχει χαθεί και έχει αντικατασταθεί από πολιτικές παροχολογίες και εξομοίωση του πολίτη, όχι με το είμαστε (το κοινό καλό, το δημόσιο) αλλά με το είναι και το φαίνεσθαι, την υπερκατανάλωση, το ιδιον συμφέρον.
Η διαχρονική διολίσθηση της ελληνικότητας συντελείται με τη μείωση του επιπέδου της εκπαίδευσης. Με τη σταδιακή αποδόμηση και περιθωριοποίηση του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών, με επεμβάσεις στα βιβλία, αλλά κυρίως στην διδασκαλία της ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, τα βιβλία ιστορίας στοχοποιούνται συστηματικά ως αποκυήματα εθνικιστικού φανατισμού, ενώ εσχάτως και η επίσημη ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε την άποψη ότι η αριστεία ειναι ρετσινιά και η επιβράβευση των αρίστων είναι κατακριτέα ως διχαστική και αντιπαιδαγωγική.
Η πρώτη προσπάθεια αλλαγής πλεύσης στο περιεχόμενο των βιβλίων της ιστορίας ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και συνεχίστηκε έως και περίπου τα τέλη της δεκαετίας του ΄90. Το θεωρητικό πλαίσιο αφορούσε την προσπάθεια ανάσχεσης της τουρκικής αναθεωρητικότητας, στη βάση της φιλοσοφίας της καλής γειτνίασης. Το ιδεαλιστικό μοντέλο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προέβλεπε κατευνασμό της τουρκικής επιθετικότητας μέσω δημιουργίας καλών σχέσεων, προσπάθεια ένταξης της γείτονος χώρας στην Ε.Ε. κτλ. Στο πλαίσιο αυτό τα βιβλία της ιστορίας ξαναγράφτηκαν με έναν τρόπο λιγότερο προκλητικό απέναντι στους γείτονες.
Το πρόβλημα πρακτικά ξεκίνησε με την έλευση της νεας χιλιετηρίδας. Στα πλαίσια ενός ξενόφερτου political correct, η διδασκαλία και τα βιβλία ανά τάξη της ιστορίας έχασαν το ρόλο και πρακτικά τη σημασία τους. Η κατάσταση έφτασε σε επικίνδυνο σημείο όταν μια «νεόκοπη αριστερίστικη πνευματική ελίτ» άρχισε να επεμβαίνει και να επιβάλει την κοσμοθεωρία της στη συγγραφή των βιβλίων της ιστορίας, αλλά και γενικότερα σε όλη την εκπαίδευση.
Φαινόμενα τύπου «συνωστισμού» στην προκυμαία της Σμύρνης, Αλβανών χασάπηδων και πλιατσικολόγων, που άλωσαν την Τρίπολη κτλ δεν αποτελούν κινήσεις καλής θέλησης προς την Τουρκία. Είναι αποτέλεσμα μιας διεστραμένης ακρατικής, κοσμοθεωρητικής αντίληψης, η οποία συγχέει τον εθνισμό με τον εθνικισμό και απεχθάνεται κάθε έννοια του όρου έθνος.
Φυσικά, η μελέτη της ιστορίας σε βάθος δεν είναι απλή υπόθεση και σίγουρα πολλά από τα διδασκόμενα στο σχολείο είναι είτε παρατραβηγμένα είτε αλλοιωμένα είτε και αποκυήματα παράδοσης και μυθοπλασίας. Πρέπει να υπάρχει καθαρή και συγκροτημένη σκέψη αναφορικά με τη μελέτη της ιστορίας ως επιστήμης και διαχωρισμός της απ’ το ρόλο που επιτελεί στα πλαίσια ενός εθνικού συστήματος παιδείας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο η ιστορία στο δημοτικό κι ίσως απ’ την πρώτη τάξη του δημοτικού, θα πρέπει να καλλιεργεί στο παιδί μια αίσθηση εθνικότητας (εννοείται χωρίς της υπερβολές του αναδυόμενου εθνικισμού). Να καταλαβαίνει τι σημαίνει και τι σήμαινε διαχρονικά η έννοια του Έλληνα προκειμένου να μπορέσει να αποκτήσει μια σωστή εθνική, κοινωνική και πολιτική συνείδηση. Προφανώς, κάποιες υπερβολές κι εξιδανικεύσεις συγχωρούνται, ειδικά εφόσον μιλάμε για παιδιά. Κάθε παιδι, όμως, θα πρέπει να μάθει ν’ αγαπάει την πατρίδα του για να μπορέσει ν’ αγαπάει την κοινωνία και τελικά να μπορέσει να μάθει να σέβεται τους νόμους*.
Στο γυμνάσιο κι ακόμη περισσότερο στο λύκειο, η διδασκαλία της ιστορίας θα πρέπει ν’ αρχίσει σιγά σιγά να δίνει στον έφηβο κάποια επιπλέον στοιχεία σχετικά με το έθνος. Στοιχεία που ίσως μας είναι δύσκολο να παραδεχτούμε, αλλά δεν παύουν να ισχύουν. Θα πρέπει ν’ απαντάει σε ερωτήματα που μπορούν να έχουν προκύψει σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει, ενώ παράλληλα, με σχετικά βραδύ ρυθμό, να εισαγάγει το μαθητή στην ιστορία σαν επιστήμη**.
Στο λύκειο θα πρέπει να γίνει πιο εντατική η επιστημονική προσέγγιση της ιστορίας. Ο μαθητής θα μπορεί να μελετήσει σε βάθος όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία με τρόπο περισσότερο επιστημονικό και λιγότερο «παιδικό». Φυσικά, όλη η διαδικασία θα πρέπει να γίνεται περισσότερο με κριτήρια μη αφοριστικά. Το παιδί θα πρέπει να μάθει ν’ αγαπά την ιστορία κι όχι να μισεί, αφενός τους γείτονες, πόσο μάλλον την ίδια του την πατρίδα.
Δυστυχώς, το πρόβλημα είναι κοινωνικό και βαθειά ριζωμένο. Θεοποιούμε σαν κοινωνία κάθε ξενόφερτο στοιχείο που μας επιβάλει να είμαστε, αυθαίρετα, πολιτικώς ορθοί***. Αόριστες γενικολογίες περί παγκόσμιας κοινωνίας μας οδηγούν στην απέχθεια απέναντι στην ίδια τη χώρα μας και φυσικά η καλοπέραση και το ίδιον όφελος έχει υπερκεράσει το κοινό καλό, κάτι που φαίνεται έντονα και στα κοινωνικά πρότυπα που δημιουργούμε ως λαός. Παραφράζοντας τα λόγια του Γιανναρά, «Και είναι μόλις ενενήντα τέσσερα χρόνια που ο Καβάφης έγραφε ‘το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν• εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν’». Μόλις σε δυο γενιές φτάσαμε από τον Καβάφη στον Καρανίκα.
Γρηγόρης Σκάνδαλος
* Φυσικα (και υποχρεουμαι να το τονισω πολλακις αυτό) η αγαπη προς την πατριδα ΔΕΝ σημαινει μισος προς άλλες πατριδες και λαους.
** Στο πλαισιο αυτό θα μπορουσε να οργανώνονταν μαθηματα ιστοριας σε αρχαιολογικους χωρους, σε μουσεια, διαλεξειες από διακεκριμενους ιστορικους κτλ.
*** Λες και είναι ίδιον του ελληνισμου το μισος απεναντι στο διαφορετικο…..
Recent comments