Ο ξένος αντιπροσωπεύει από τις απαρχές της ιστορίας κάτι το φοβερό. Προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα φόβου, ανασφάλειας, αλλά και γοητείας, ως κάτι εξωτικό. Συχνά αισθανόμαστε ότι απειλεί τα ήθη και τον τρόπο ζωής μας,. Άλλοτε είναι μια ευκαιρία για διάλογο με το διαφορετικό ή για περιπλάνηση και παρατήρηση. Αν υπάρχει δε ένας λαός που συμπυκνώνει όλες αυτές τις τάσεις στην αντίληψή του για τους ξένους, αυτός είναι οι αρχαίοι Έλληνες. Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τα πρίσματα, μέσα απ’ τα οποία έβλεπαν οι Ελληνες τους ξένους.
Πρωταρχική σημασία στη συμπεριφορά των Ελλήνων έναντι των ξένων είχε ο θεσμός της φιλοξενίας. Η φιλοξενία αποτέλεσε διαχρονικά ιερό καθήκον. Προστάτης της θεωρείτο ο Δίας και η παραβίασή της αποτελούσε ανόσια πράξη. Διασώζεται ο μύθος, κατά τον οποίο ο Δίας πέρασε ως απλός διαβάτης από τη Λυκόσουρα της Αρκαδίας, ζητώντας φιλοξενία από το ντόπιο ελληνικό φύλο. Αυτοί, όμως, όχι μόνο δεν τον φιλοξένησαν, αλλά προσπάθησαν να τον βλάψουν. Τότε, ο πατέρας των θεών έξαλλος τους μεταμόρφωσε σε λύκους και κατέστρεψε την πόλη.
Συνεχίζοντας μυθολογικά, ο χτυπημένος από τη μοίρα Οιδίποδας κατέφυγε ικέτης στην Αθήνα, στο δήμου του Ιππίου Κολωνού, όπου και διαδραματίζεται ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή. Τα αισθήματα των Αθηναίων μοιράστηκαν ανάμεσα στο φόβο για τον ανόσιο ξένο και στην ιερή υποχρέωση φιλοξενίας και βοήθειας. Τελικά, επενέβη ο βασιλιάς Θησέας, που ανέλαβε να φιλοξενήσει τον Οιδίποδα.
Για να κατανοήσουμε τις αντιλήψεις των Μυκηναίων και των Ελλήνων των Σκοτεινών Χρόνων για τους ξένους, καταφεύγουμε στον Όμηρο. Οι Μυκηναίοι άρχοντες φιλοξενούσαν τους ξένους στον οίκο τους κι όταν αυτοί αναχωρούσαν, λάβαιναν σπουδαία δώρα. Ανέμεναν, όμως, κι αυτοί ανάλογη αντιμετώπιση όταν θα βρίσκονταν στον τόπο του φιλοξενούμενου. Σύμφωνα με τα ήθη τους, δεν ρωτούσαν τίποτα το φιλοξενούμενό τους, ούτε καν το όνομά του, προτού χορτάσει φαί και ποτό και ξεκουραστεί. Αυτό ίσχυε τόσο για το βασιλιά Αλκίνοο, όταν ο Οδυσσέας ναυάγησε γυμνός στο νησί του όσο και για το χοιροβοσκό Εύμαιο, όταν ο βασιλιάς της Ιθάκης εμφανίσθηκε άγνωστος στην καλύβα του.
Ο σεβασμός προς τους ξένους, ιδίως τους εχθρούς, τηρείτο απαρέγκλιτα από τις ελληνικές πόλεις – κράτη. Οι κήρυκες ήταν κατά νόμο πρόσωπα απαραβίαστα• όταν οι Πέρσες κήρυκες έφτασαν στη Σπάρτη, ζητώντας «γη και ύδωρ» οι αγριεμένοι Σπαρτιάτες τους πέταξαν σε ένα πηγάδι, σκοτώνοντάς τους. Διέπραξαν έτσι μεγάλο αμάρτημα. Γι’ αυτό, δύο νέοι, ο Σπερθίας και ο Βούλης, ανέλαβαν εθελοντικά να μεταβούν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Ξέρξη για να παραδοθούν «ως αντίποινα». Ο Ξέρξης τους θαύμασε και τους άφησε ελεύθερους.
Ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή οι Έλληνες επηρεάσθηκαν από τον κόσμο των μη Ελλήνων και δεν αποκόπηκαν ποτέ απ’ αυτόν. Ο θαυμασμός για το διαφορετικό και η όρεξη για μάθηση επικράτησαν κι έτσι ανέπτυξαν σχέσεις με κάθε λαό κοντά τους. Έμποροι και ναυτικοί ταξίδεψαν στην Εγγύς Ανατολή, ανταλλάσσοντας προϊόντα με τους λαούς της Μεσοποταμίας, παίρνοντας απ’ αυτούς πολύ περισσότερα από μέταλλα και μπαχαρικά: δανείσθηκαν από σημιτικές και μικρασιατικές λέξεις (π.χ. τάλαντο, χιτών) ως και θεότητες, που ενσωμάτωσαν στο θρησκευτικό τους σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Διόνυσος, η Εκάτη κ.α. προέρχονται από την Ανατολή. Η τέχνη των λαών της Εγγύς Ανατολής μεταφέρθηκε στα καθημερινά αντικείμενα των Ελλήνων, όπως αποδεικνύει π.χ. χάλκινη προμετωπίδα αλόγου, που βρέθηκε στο Ηραίο Σάμου, φιλοτεχνημένη με ανατολίτικά πρότυπα.
Στην ελληνικη σκέψη, η Αίγυπτος κατέχει μια ξεχωριστή θέση, καθώς θεωρείτο ένα χρυσωρυχείο γνώσης και εμπειρίας• η κλειστή αιγυπτιακή κοινωνία δεν πτόησε ούτε τους Μινωίτες (τους «Κέφτιου», όπως ονόμαζαν οι Αιγύπτιοι τους Κρήτες) ούτε τους μεταγενέστερους Έλληνες από το να την επισκεφτούν. Ηδη από τον 7ο αι. π.Χ. δεν θεωρείτο κανείς μορφωμένος αν δεν είχε επισκεφτεί την Αίγυπτο. Θαλής, Αναξίμανδρος, Πυθαγορας, Δημόκριτος είναι μόνο μερικοί από αυτούς που πήγαν εκεί για να ανακαλύψουν τα μυστικά της.
Οι Έλληνες, όμως, θαύμαζαν και τους μικρασιατικούς λαούς: οι Φρύγες ήταν εξαιρετικά αγαπητοί, αν και για τα αυτιά του τελευταίου βασιλιά τους, Μίδα υπάρχει ένας γαργαλιστικός ελληνικός μύθος. Η επιδρομή των Κιμμερίων στη Μ. Ασία τον 7ο αι. π.Χ. διέλυσε το φρυγικό βασίλειο και απείλησε τις ελληνικές πόλεις – κράτη. Ήταν όμως οι Λυδοί, ένα άλλο μικρασιατικό βασίλειο, που απέκρουσε και έδιωξε τους επιδρομείς από τη Μ. Ασία, κερδίζονταν το σεβασμό των Ελλήνων. Αν και οι Λυδοί επιδίωκαν την κατάκτηση των ελληνικών πόλεων στα παράλια της Ιωνίας, οι Ίωνες εντυπωσιάσθηκαν από την ισχύ τους. Ορισμένοι υιοθέτησαν – όχι χωρίς κριτική – λυδικά έθιμα, ενώ ο ποιητής Ιππώναξ από την Έφεσο έγραψε λυρικά ποιήματα που βρίθουν λυδικών λέξεων. Αυτό βέβαια δεν απέτρεψε τους Έλληνες να αμυνθούν στις επιθέσεις του Αλυάττη και του Κροίσου στις πόλεις τους. Ο Κροίσος έγινε αγαπητός στους Έλληνες, στην ελληνική δε γραμματεία παρουσιάζεται πιο πολύ σαν ένα bon viveur Λυδός ηγεμόνας, παρά ως ένας κατακτητής.
Η κατάσταση αυτή, όμως, θα αλλάξει, όταν οι Πέρσες σαρώσουν τη Λυδία υποτάσσοντας και τις ελληνικές πόλεις. Η ένταξη στην περσική αυτοκρατορία σήμαινε απώλεια της πολιτικής αυτονομίας τους, γι’ αυτό οι Έλληνες φρόντισαν να διαφυλάξουν τη διαφορετική τους ταυτότητα, αν και οι Πέρσες αποδείχθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις ήπιοι κυρίαρχοι. Ανεξάρτητα απ’ αυτό, οι Έλληνες ήρθαν σ’ επαφή με όλους τους λαούς της ενιαίας περσικής αυτοκρατορίας κι επιχειρήσαν να αποκομίσουν από αυτήν κάθε δυνατό όφελος.
Η νίκη στους Μηδικούς Πολέμους έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση στους Έλληνες, καθώς είχαν από πριν συνειδητοποιήσει και εκτιμήσει την ισχύ της πολύμορφης περσικής αυτοκρατορίας. Η νίκη, όμως, δεν έκανε τους Έλληνες υπερφίαλους. Τρανό παράδειγμα είναι το έργο «Πέρσαι» του Αισχύλου (που πολέμησε ο ίδιος στα μηδικά). Ο πόλεμος παρουσιάζεται από τη σκοπιά του εχθρού. Πουθενά στο έργο δεν υπάρχει μια υποτιμητική κουβέντα για τους Πέρσες• αντίθετα, τονίζεται το μεγαλείο, τα επιτεύγματά τους, ο δε Ξέρξης εμφανίζεται ως άνθρωπος χτυπημένος από τη μοίρα. Η ήττα αποδίδεται όχι στη φυσική ανωτερότητα των Ελλήνων, αλλά στο ότι η περσική επίθεση διασάλευσε την κοσμική τάξη μεταξύ Ελλήνων και ξένων, μια ισορροπία που έθεσαν οι θεοί. Απέδωσε τη νίκη των Ελλήνων στην αυτοσυνείδησή τους, στην οργάνωση της πόλεως, όπου κυριαρχούν οι θεσμοί και όχι οι μεταβλητές διαθέσεις ενός ηγεμόνα. Οι Έλληνες δεν θεωρούνται μοναδικοί• το ίδιο πιστεύει ο ιστορικός των Μηδικών Ηρόδοτος κι ο σύγχρονος φιλόσοφος Φωκυλίδης. Μια γενιά αργότερα, ο Ιπποκράτης, περιγράφοντας τις διαφορές Ελλήνων και βαρβάρων δεν τις εντοπίζει σε κάποια φυσική υπεροχή, αλλά στο κλίμα και σε κάποιους ψυχολογικούς παράγοντες. Οι ελεύθεροι άνθρωποι που πολεμούν για τη διατήρηση της αυτονομίας τους τείνουν να είναι πιο γενναίοι και αξιόμαχοι από όσους πολεμούν από φόβο ενος αφέντη.
Ο σεβασμός του εχθρού δεν αφορούσε μόνο τους Πέρσες: ο πόλεμος στη Σικελία π.χ. δεν εμπόδισε τους Έλληνες να θαυμάζουν το ευνομούμενο κράτος της Καρχηδόνας, ενώ δέχθηκαν με χαρά το Σκύθη πρίγκηπα Ανάχαρσι στην Αθήνα. Όταν ο τελευταίος, προσπαθώντας να μεταφέρει στο σκυθικό βασίλειο ορισμένα ελληνικά επιτεύγματα, δολοφονήθηκε, θεώρησαν τους Σκύθες μωρούς• κάθε λαός θα έπρεπε να μιμείται τα καλά των άλλων, ακόμη και των εχθρών, γιατί όχι και οι Σκύθες;
Την αντίληψη αυτή μετέβαλλαν άρδην οι καταστροφές του Πελοποννησιακού Πολέμου και οι αλλαγές των αμέσως επόμενων δεκαετιών. Η ανάμειξη των Περσών στα εσωτερικά ζητήματα της κυρίως Ελλάδας και η απώλεια των πόλεων της Ιωνίας δημιούργησαν μια μνησικακία στους Έλληνες και μια αλλαγή στον τρόπο σκέψης. Πλέον βάρβαρος δεν ήταν απλώς όποιος δεν μιλούσε ελληνικά, αλλά όποιος δεν συμμετείχε της ελληνικής παιδείας, που αναγορεύτηκε ως η ανώτερη. Η ρητορική της αντεπίθεσης έναντι των Περσών, που πρέσβευε ο Ισοκράτης και η βαθιά δυσαρέσκεια για τα πολιτικά πράγματα στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. οδήγησαν στην πεποίθηση ότι οι Έλληνες είναι ανώτεροι των βαρβάρων. Το αποδείκνυαν άλλωστε τα λαμπρά επιτεύγματα του παρελθόντος κι οι φιλόσοφοι της εποχής, ιδίως ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης. Παρόλο που ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. υπήρχαν φιλοσοφικές φωνές που πρέσβευαν ότι όλοι είναι ίσοι ανεξάρτητα απο τη φυλή τους, τη γλώσσα τους και την κοινωνική τους θέση (Αλκμαίων, Αντισθένης, Ιπποκράτης), η αντίδραση έναντι των Περσών ένωσε ιδεολογικά τους Έλληνες κατά των βαρβάρων. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου επιβεβαίωσαν την αντίληψη αυτή, μετατρέποντας τους Έλληνες από μια εναλλακτική των Περσών στην κοσμική ισορροπία σε παγκόσμιους κυρίαρχους, πολιτικά και πολιτισμικά.
Στο αχανές κράτος του Μ. Αλεξάνδρου και στις αυτοκρατορίες των Διαδόχων, τη ραχοκοκκαλιά της διοίκησης στελέχωναν αρχικά αποκλειστικά Έλληνες κι έπειτα άτομα που υιοθετούσαν τα ελληνικά πρότυπα. Έτσι, παγιώθηκε η αντίληψη της ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού κι επιταχύνθηκε η αφομοίωση των ντόπιων πληθυσμών και η μαζική ελληνοποίησή τους. Η αίσθηση της ακολουθίας μιας ανώτερης πολιτισμικά νοοτροπίας επέτρεψε την ίδρυση και διατήρηση ελληνικών βασιλείων ακόμη και στις εσχατιές της Ασίας: οι ανασκαφές στην περιοχή Αι Χανούμ στο Αφγανιστάν αποδεικνύουν ότι το ελληνιστικό βασίλειο της Βακτριανής άκμαζε ακόμη κι όταν είχε ν’ αντιμετωπίσει πολλαπλούς ξένους λαούς γύρω του.
Η επέκταση των Ελλήνων ως την Ινδία είχε ως επακόλουθο να πολλαπλασιαστούν τα εξερευνητικά ταξίδια και οι διπλωματικές σχέσεις με μακρινά βασίλεια. Το βασίλειο της Βακτριανής είχε μόνιμα πρεσβεία στην Παταλιπούτρα (σημερινή Πάτνα) του ινδικού βασιλείου των Μαουρύα, οι Σελευκίδες εμπόριο με τους νομάδες της Κασπίας, ενώ οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου είχαν σταθερές εμπορικές συναλλαγές με μικρά βασίλεια της Αραβίας και από τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. και με τα κράτη της νότιας Ινδίας, τα οποία προμήθευαν κανέλα και άλλα μπαχαρικά, προερχόμενα κυρίως από την Ταπροβάνη (Κεϋλάνη).
Περιηγητές ανέλαβαν να εξερευνήσουν τα παράλια της Αφρικής και της Αραβίας. Ένας απ’ αυτούς, ο Αγαθαρχίδης, ένας από τους μεγαλύτερους και πιο παραγνωρισμένους γεωγράφους της ελληνιστικής εποχής, έγραψε το 2ο αι. π.Χ. ένα θαυμάσιο βιβλίο για την Ερυθρά Θάλασσα. Μελέτησε τις άγριες φυλές των αφρικανικών και αραβικών παραλίων, χωρίς προκατάληψη. Δεν προέβη σε βεβιασμένη καταδίκη των αλλότριων ηθών, αντίθετα τον γοήτευσε ο τρόπος ζωής τους, ενώ δε δίστασε να κατακρίνει ρητά όσους υποτιμούν τους μαύρους λόγω του χρώματος του δέρματός τους.
Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για τους ξένους, αυτό είναι ο σεβασμός του διαφορετικού ανάμικτος με μια περιέργεια έμφυτη στο ελληνικό πνεύμα. Αυτά ήταν τα στοιχεία, που έδωσαν στους Έλληνες την ευκαιρία να ωφεληθούν ανά τους αιώνες από την επαφή τους με το αλλότριο. Κι όσο απέρριπταν την ιδέα της ανωτερότητάς τους έναντι των άλλων, τόσο ανώτεροι φαίνονταν. Κι αν πρέπει σήμερα να τους μιμηθούμε, θα είναι για να γίνουμε ανώτεροι από τον κακό εαυτό μας.
Για την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για τους ξένους ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Albrecht Dihle – Οι Έλληνες και οι ξένοι (Οδυσσέας)
- Lionel Casson – Τα ταξίδια στον αρχαίο κόσμο (ΜΙΕΤ)
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας (Οδυσσέας)
- John Boardman – The Greeks overseas (Thames and Hudson)
Η εικόνα: χάλκινη προμετωπίδα αλόγου από το Ηραίο (Αρχαιολογικό Μουσείο Σάμου)
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment