Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς σφυγμομετρήσεις – όσο αξιόπιστες κι αν θεωρούνται – για να βεβαιωθεί πως υπάρχει διάχυτο ένα κλίμα απαισιοδοξίας μεταξύ των Ελλήνων, απαισιοδοξία τόσο για την πολιτική, όσο και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του τόπου. Η κατάσταση αυτή μοιραία γεννά αντιδράσεις. Ποια όμως είναι η ορθή αντίδραση, αυτή που θα φέρει ανάταση; Πώς εκδηλώνεται και από ποιούς; Και, πάνω απ’ όλα, ποιό είναι το χρέος του απλού πολίτη έναντι της κατάστασης αυτής;
Η Ελλάδα βρέθηκε ουκ ολίγες φορές ενώπιον τέτοιων ερωτημάτων κατά την ιστορία της από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας ως σήμερα. Αρκετές φορές ο στρατός επενέβη στα πολιτικά πράγματα, συχνότερα με ολέθριες συνέπειες. Υπάρχει, όμως, ένα στρατιωτικό κίνημα, που προλείανε το έδαφος για μια εθνική, πολιτική και κοινωνική αναγέννηση και πυροδότησε τις σημαντικότερες εξελίξεις στην ελληνική ιστορία των αρχών του 20ου αιώνα. Ήταν το κίνημα στου Γουδή το 1909.
Το κίνημα αυτό δεν αποτελούσε απλώς μια ένοπλη αντίδραση μιας μερίδας στρατιωτικών για την ικανοποίηση θεσμικών τους αιτημάτων. Τα αίτια εκδήλωσής του και ιδίως η θετική ανταπόκριση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού πρέπει να αναζητηθούν στην τριακονταετία που προηγήθηκε του κινήματος. Τα αίτια αυτά ήταν τόσο αμιγώς στρατιωτικά, όσο και οικονομικά και κοινωνικά.
Τα στρατιωτικά αίτια είναι ίσως τα πιο εμφανή: Η ταπεινωτική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και η έκτοτε κατάσταση του στρατεύματος γέμισε ντροπή όλους τους αξιωματικούς. Και να γιατί. Εμφορούμενη από τη Μεγάλη Ιδέα μετά και την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881, η Ελλάδα προσπάθησε ανεπιτυχώς να προωθήσει τα συμφέροντά της σε Μακεδονία και Κρήτη, δύο επαρχίες υπό οθωμανική κυριαρχία σε επαναστατικό αναβρασμό. Όταν στις αρχές του 1897 οι ταραχές στην Κρήτη εντάθηκαν, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη απέστειλε στην Κρήτη εκστρατευτικό σώμα παρά την αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Τούρκοι απαίτησαν από την Ελλάδα απόσυρση των στρατευμάτων της από την Κρήτη, απειλώντας με πόλεμο. Η ελληνική κυβέρνηση, αν και εντελώς απροετοίμαστη γι’ αυτό το ενδεχόμενο, δέχθηκε την πρόκληση. Η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 7.4.1897 και με καλά οργανωμένο (από γερμανούς αξιωματικούς) στρατό εισέβαλε στη Θεσσαλία, κατέλαβε τη Λάρισα χωρίς αντίσταση, κατόπιν το Βόλο (παρά την ηρωϊκή αντίσταση του Κωνσταντίνου Σμολένσκη στο Βελεστίνο) και διασκόρπισε εντός ολίγων ημερών τον ελληνικό στρατό, τον οποίο διοικούσε ο άπειρος (29 χρονών τότε) Διάδοχος Κωνσταντίνος. Όταν ο τουρκικός στρατός διέσπασε την αμυντική γραμμή στο Δομοκό και προέλαυνε προς την Αθήνα, η ελληνική κυβέρνηση πανικόβλητη ζήτησε τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων για ανακωχή. Η ανακωχή τελικά επετεύχθη στις 8.5.1897. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε ν’ αποσύρει το στρατό της από την Κρήτη και να πληρώσει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία.
Ο πόλεμος αυτός ανέδειξε την έλλειψη οργάνωσης του ελληνικού στρατού, ο οποίος – κατά τη γλαφυρή περιγραφή του στρατηγού Πάγκαλου – ήταν ένας «ένοπλος συρφετός», καθώς και τη διαβρωτική επιρροή των μελών της βασιλικής οικογένειας σ’ αυτόν. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, και τ’ άδέλφια του είχαν δημιουργήσει μια δική τους κλίκα ανώτερων αξιωματικών, προωθώντας νεποτιστικά μια άνευ προηγουμένου φαυλοκρατία μεταθέσεων και προαγωγών. Το φαινόμενο προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις εντός και εκτός στρατού και, παρόλη τη συντριβή του 1897, αντί να μειωθεί, διογκώθηκε.
Απ’ την άλλη πλευρά, η οικονομική κατάσταση της χώρας πυροδότησε εξίσου τη μήνι των αξιωματικών του κινήματος. Κι αυτό το πρόβλημα ήταν χρόνιο. Μετά από πενήντα έτη αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές, το 1878 η Ελλάδα μπορούσε και πάλι να δανεισθεί και μάλιστα μεγάλα ποσά. Τα δάνεια αυτά, όμως, χρηματοδότησαν ψηφοθηρικούς σκοπούς των κομμάτων εξουσίας και εξοπλισμούς. Έτσι, το 1884, σε μόλις έξι χρόνια, το δημόσιο χρέος διπλασιάσθηκε. Το 1889 τριπλασιάσθηκε. Και το 1893 σχεδόν επταπλασιάσθηκε, έχοντας ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Κανείς δεν ήθελε ν’ αναλάβει τη διαχείριση της κρίσης, εκτός από τον λιγότερο υπεύθυνο∙ ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέλαβε πρωθυπουργός στα μέσα του 1893 μόνο για να κηρύξει επισήμως την πτώχευση και να καταστρέψει διαπαντός την καριέρα του.
Μετά την ήττα (1895) και το θάνατό (1896) του Τρικούπη, η διαχείριση της οικονομίας από την κυβέρνηση Δηλιγιάννη ήταν οικτρή. Ο καταστροφικός πόλεμος του 1897 έδωσε τη χαριστική βολή στην ήδη χρεωκοπημένη χώρα. Για να πληρώσει τις υπέρογκες αποζημιώσεις προς την Τουρκία, η Ελλάδα αναγκάστηκε να πάρει δάνειο και να δεχθεί την έλευση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (κάτι ανάλογο του σημερινού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) το 1898. Αν και η διαχείριση των πολύπλευρων προβλημάτων απ’την κυβέρνηση Αλεξάνδρου Ζαϊμη ήταν – δεδομένων των συνθηκών – επιτυχημένη (ειδικά η διαχείριση χρέους από τον Υπουργό Οικονομικών και Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Στέφανο Στρέιτ κέρδισε το διεθνή θαυμασμό), τα μέτρα που ελήφθησαν έπληξαν κυρίως τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα με μια άδικη και αναποτελεσματική φορολογία.
Εκτός των παραπάνω, βέβαια, υπήρξαν και βαθύτερα κοινωνικά αίτια. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Ελλάδα παρέμενε μια κατά βάση αγροτική χώρα, με διογκωμένο τομέα παροχής υπηρεσιών, αλλά με υποτυπώδη βιομηχανία. Αν και έγιναν προσπάθειες επί Τρικούπη για βιομηχανική ανάπτυξη, οι λίγες, κυρίως οικογενειακές επιχειρήσεις, δεν μπορούσαν να δώσουν ώθηση δυτικού τύπου στην οικονομία. Περαιτέρω, δεν υπήρχαν σαφώς διαμορφωμένες κοινωνικές τάξεις, που θα προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Έτσι, στην πολιτική κυριαρχούν τα Ανάκτορα και η παραδοσιακή ολιγαρχία (οι απόγονοι κοτζαμπάσηδων και Φαναριωτών), που, αφού απέτυχε να διατηρήσει την τοπική της αυτονομία έναντι του κράτους, προσπάθησε και πέτυχε να ελέγξει και να μονοπωλήσει την κεντρική πολιτική σκηνή. Τα κόμματα ήταν προσωποπαγή, χωρίς σαφές ιδεολογικό ή πολιτικό πρόγραμμα, η έλλειψη δε μονιμότητας των δημοσίων υπηλλήλων εξέθρεφε πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους τους. Η Ελλάδα έτσι απέκτησε τον πολυπληθέστερο δημόσιο τομέα στην Ευρώπη, γεμάτο από αρκετούς ανίκανους και αργόμισθους. Οι προσπάθειες του Τρικούπη για αξιοκρατία και μείωση του δημόσιου τομέα σκόνταψαν στις αντιδράσεις των κομματαρχών (ακόμη και των δικών του) και απέτυχαν. Οι αλλαγές στις οικονομικές δομές, όμως από το 1880 κι έπειτα, γέννησαν νέες κοινωνικές διεκδικήσεις κατά του παλαιοκομματισμού, της άδικης φορολογίας και των πελατειακών συναλλαγών στην πολιτική ζωή.
Η αποτυχία των κομμάτων να επιφέρουν τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και στην κρατική δομή και η κατάσταση στο στρατό μοιραία έφερε αντιδράσεις. Το Μάιο του 1909 μια ομάδα κατώτερων αξιωματικών του στρατού ιδρύει το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», μια αρχικά μυστική, κλειστή ομάδα που προσπαθεί να διεκδικήσει αλλαγές στο στράτευμα, στη βάση υφιστάμενης ομάδας αξιωματικών που απ’ το 1908 διεκδικούσαν επαγγελματικά αιτήματα. Μέλη είναι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, εγγονός του αγωνιστή της Επανάστασης, ο μετέπειτα στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης κ.α. Αρχηγός της ορίζεται τελικά ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, ένας μετριοπαθής αξιωματικός, που αναλαμβάνει να επικοινωνήσει τα αιτήματα του Συνδέσμου σε Παλάτι και κόμματα.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δηλώνει εξαρχής ότι δεν θέλει να καταλύσει τη μοναρχία ούτε να επιβάλει δικτατορία, ζητά όμως επιτακτικά την ικανοποίηση ορισμένων αιτημάτων. Καταρχήν ζητεί να απομακρυνθούν διαπαντός ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και τα αδέλφια του από το στρατό. Έπειτα, ζητεί να οργανωθεί η πρακτική εκπαίδευση του στρατεύματος. Περαιτέρω, να υπάρχει χρηστή και έντιμη διοίκηση, ταχεία και αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης, εξασφάλιση της τιμής και της περιουσίας κάθε πολίτη της χώρας και ανόρθωση των δημόσιων οικονομικών. Αναλύοντας το συγκεκριμένο αίτημά τους, οι στρατιωτικοί ζητούν να υπάρχει λελογισμένη διαχείριση εσόδων – εξόδων μέσα από τρεις κυρίως τρόπους: α) ανακούφιση των φτωχών από την υπερβολική φορολογία, β) περιορισμό της κρατικής σπατάλης για την ευνοιοκρατία («δια την απαισίαν συναλλαγήν») και γ) καθορισμό των ορίων αύξησης των στρατιωτικών δαπανών έτσι ώστε ο στρατός να συντηρείται και να προετοιμάζεται επαρκώς εν ειρήνη.
Οι παραδοσιακοί πολιτικοί, όμως κι ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ έδειξαν απροθυμία να υιοθετήσουν το πρόγραμμα του Στρατιωτικού Συνδέσμου και ξεκίνησαν διώξεις και μεταθέσεις. Τότε, οι μετέχοντες σ’ αυτόν αποφάσισαν να επιβληθουν πραξικοπηματικά. Έτσι, τη νύχτα της 14ης προς 15 Αυγούστου 1909, πλήθος στρατιωτών και αξιωματικών συγκεντρώθηκε στο στρατόπεδο του Γουδή και εκδηλώθηκε το κίνημα.
Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης ήθελε να πνίξει το κίνημα στο αίμα, συναντώντας όμως απροθυμία από τους υπουργούς του, παραιτήθηκε. Τότε, ανέλαβε πρωθυπουργός ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, η κυβέρνηση του οποίου δέχθηκε τα περισσότερα από τα αιτήματα του Συνδέσμου. Άμεσα απομακρύνθηκαν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας από το στρατό. Μέσα δε σε ελάχιστο χρόνο η Βουλή ψήφισε έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό νόμων (169 νομοσχέδια σε 82 ημέρες), με τους πραξικοπηματίες αξιωματικούς στα θεωρεία της.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμός αμέσως κέρδισε τη στήριξη των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων της Αθήνας, τα οποία στις 14 Σεπτεμβρίου 1909 πραγματοποίησαν ένα ογκώδες συλλαλητήριο 70.000 ατόμων από το Πεδίον του Αρεως προς το παλάτι. Το συλλαλητήριο οργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Συντεχνιών Ελλάδος και επιδόθηκε στο Βασιλιά ψήφισμα το οποίο ενέκρινε το κίνημα του Συνδέσμου και είχε ως κεντρικό αίτημα τη μάλλον αφηρημένη «Ανόρθωση».
Η λειτουργία του κινήματος, όμως, υπό κοινοβουλευτικό μανδύα ήταν αντιφατική πολιτειακά και δεν θα μπορούσε να κρατήσει πολύ. Για να αποφευχθεί το πολιτικό και πολιτειακό αδιέξοδο κι αφού ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε ποτέ την αξίωση να κυβερνήσει, στράφηκε σ’ έναν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα πολιτικό για να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος – έχοντας πρωταγωνιστήσει στην Επανάσταση του Θέρισου το 1905 – είχε έπειτα στηρίξει, με άρθρα του στην εφημερίδα Κήρυξ των Χανίων, την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων που πρότεινε ο Σύνδεσμος. Στο πρόσωπό του οι κινηματίες έβλεπαν έναν πολιτικό άφθαρτο και ανεξάρτητο από το «διεφθαρμένο» πολιτικό κατεστημένο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κλήθηκε ως πολιτικός σύμβουλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Όταν του προτάθηκε η πρωθυπουργία, εκείνος αριστοτεχνικά κινούμενος αρνήθηκε, δέχθηκε όμως να τεθεί διαμεσολαβητής ανάμεσα στους στρατιωτικούς και τα πολιτικά κόμματα με το Παλάτι. Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη παραιτήθηκε και ορίσθηκε ο Στέφανος Δραγούμης, μετριοπαθής πολιτικός, μέλος της «ομάδας των Ιαπώνων» ως πρωθυπουργός, ο οποίος και σχημάτισε κυβέρνηση, στην οποία μετείχε και ο Νικόλαος Ζορμπάς ως Υπουργός Στρατιωτικών. Η κυβέρνηση αυτή ανέλαβε τη μετάβαση στην πολιτική ομαλότητα. Συγκλήθηκε Αναθεωρητική Βουλή, ώστε να λύσει τα εκκρεμή ζητήματα και τέθηκαν οι βάσεις για την οικονομική και στρατιωτική ανασυγκρότηση. Άλλαξε η οικονομική νομοθεσία και με πρωτοβουλία του Ζορμπά κλήθηκαν ξένοι εκπαιδευτές για το στρατό ξηράς και το ναυτικό, ενώ έγινε και η παραγγελία του θωρηκτού «Αβέρωφ». Ο Ζορμπάς, πιστός στις πεποιθήσεις του, διέταξε ως υπουργός τη διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, έχοντας εκπληρώσει το στόχο του και παραιτηθεις επέστρεψε στο στρατώνα του.
Αν και η κυβέρνηση αυτή δεν ολοκλήρωσε το έργο της, όπως ευαγγελιζόταν, εντούτοις προκήρυξε εκλογές για τα τέλη του 1910, οπότε και το πολιτικό σκηνικό άλλαξε. Στις εκλογές αυτές, σε σύνολο 362 βουλευτών, εξελέγησαν 162 περίπου ανεξάρτητοι βουλευτές, μεταξύ δε αυτών και ο Βενιζέλος. Αν και τα ενωμένα παλαιά κόμματα διατήρησαν την πλειοψηφία στην Βουλή, το κλίμα είχε αλλάξει∙ η ελληνική κοινωνία είχε δείξει τις διαθέσεις της. Ο Βασιλιάς ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Ελευθέριο Βενιζέλο και μια νέα σελίδα της ελληνικής ιστορίας ξεκίνησε να γράφεται.
Το κίνημα στου Γουδή είναι ένα από τα λίγα στρατιωτικά κινήματα, που δεν είχαν σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, αλλά την αλλαγή και αναδιοργάνωση του κράτους. Τα μέλη του, ασυναίσθητα ίσως, έγιναν οι φορείς της διάθεσης μιας πολύ ευρύτερης μερίδας του ελληνικού λαού για αναγέννηση.
Είναι, όμως, η λύση στα προβλήματα η στρατιωτική εκτροπή; Ανεξάρτητα από τη διαφορά μεταξύ εκείνης της εποχής και του σήμερα, η απάντηση είναι σαφώς και πάντοτε αρνητική. Η άποψη του συνταγματάρχη Ζορμπά για το θέμα είναι συγκινητική και παρατίθεται εδώ αυτούσια (από τα «Απομνημονεύματά» του): «Εγνώριζον κάλλιστα ότι ο στρατός δεν είναι προωρισμένος να επεμβαίνει εις τα της πολιτείας δι’ οιουδήποτε τρόπου και ότι στρατός προβαίνων εις τοιαύτα διαβήματα καθίσταται λίαν επιζήμιος εις το κράτος. ΄Εβλεπον όμως ότι ο στρατός είχε σχεδόν αποσυντεθή και ότι το κράτος διέτρεχεν μέγιστον κίνδυνον ου μόνον ένεκα των εξωτερικών περιστάσεων, αλλά και εκ της εν γένει εσωτερικής καταστάσεως. Δεν ηγνόουν ότι γενόμενος αρχηγός Στρατιωτικού Συνδέσμου ετιθέμην εκτός νόμου, και ότι εν αποτυχία με ανέμενεν η ατιμία και ο δια τυφεκισμού θάνατος, είχον όμως την πεποίθησιν ότι ανελάμβανον έργον όπερ είχεν τον ιερόν σκοπόν της υπερασπίσεως της εις προφανή κίνδυνον διατελούσης Πατρίδος, ήτοι έργον σύμφωνον προς το στρατιωτικόν όρκον, προς ον κατά τύπους μόνον εφαίνετο ότι αντέκειτο».
Η αίσθηση που μας αφήνει σήμερα, 100 και πλέον χρονια μετά, το κίνημα στου Γουδή είναι ότι σ’ ένα στρεβλό κοινωνικοπολιτικό σύστημα αξιών δόθηκε μια δυναμική απάντηση, που είχε την αμέριστη στήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών. Το ευτυχές ήταν ότι δόθηκε συνταγματική λύση στα προβλήματα που το κίνημα δημιούργησε, ώστε η χώρα να επανέλθει γοργά στην ομαλότητα και από κει να βρεί το δρόμο της προς το εμπρός. Η ανάγκη για δυναμική απάντηση στα κακώς κείμενα του συστήματος υπάρχει και σήμερα∙ οι λύσεις, όμως, είναι άδηλες και απαιτείται συστράτευση όλων των κοινωνικών και πνευματικών δυνάμεων του τόπου για να φανερωθούν.
Για το κίνημα στου Γουδή και τις αιτίες του ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Σκουλάτος/Δημακόπουλος/Κονδής – Ιστορία νεότερη και σύγχρονη (ΟΕΔΒ)
Σπ. Μαρκεζίνης – Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος τ. 6-8 (Πάπυρος)
Γέωρ. Ρούσσος – Νεώτερη ιστορία του ελληνικού έθνους
Π. Ενεπεκίδης – Η Δόξα και ο Διχασμός (Μπίρης)
Γ. Δερτιλής – 7 πόλεμοι, 4 εμφύλιοι, 7 πτωχεύσεις (Πόλις)
Νικολάου Ζορμπά – Απομνημονεύματα (Λαμπρόπουλος)
Θεόδωρου Πάγκαλου – Απομνημονεύματα
Χριστίνα Κουλούρη - 1909, Γουδί: Καταλύτης επαναστατικών αλλαγών, το Βήμα, 28.12.2008
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment