Υπάρχουν αρκετά μέρη στην Ελλάδα, που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί για να απεικονίσει την ομορφιά μιας ολόκληρης πατρίδας. Κάθε τόπος βρίθει από ιστορία, από εικόνες, ήχους, αρώματα και γεύσεις, που τραβούν τους ξένους και κρατούν των μυαλό των Ελλήνων – ξενιτεμένων και μη – καρφωμένο εδώ. Σήμερα, όμως, θα μιλήσουμε για έναν τόπο, που περικλείει στην ιστορία του τη μικρογραφία της διαδρομής της Ελλάδας. Ο τρόπος που αυτός ο τόπος ισορρόπησε στην αρχαιότητα, άλλοτε με θαυμαστή επιτυχία, άλλοτε με θλιβερή αποτυχία, στο διεθνές στερέωμα, όντας ένας μικρός, περιφερειακός παίκτης στο μεσογειακό παιχνίδι ισχύος, είναι μια ανάγλυφη εικόνα του καλύτερου και του χειρότερου εαυτού μας. Σήμερα θα μιλήσουμε για την Κέρκυρα.
Η Κέρκυρα – όπως και η Ελλάδα εν γένει – είναι ευλογημένη από τη γεωγραφία. Βρίσκεται στο δρόμο για τις ακτές Αδριατικής και Ιταλίας, στο πιο νευραλγικό σημείο μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής Ευρώπης. Αποτελεί έναν συγκερασμό των πολιτιστικών ρευμάτων μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής Μεσογείου. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε παρά να τραβήξει από νωρίς τους Έλληνες. Οι μελετητές ταυτίζουν την Κέρκυρα με την ομηρική Σχερία, πατρίδα των Φαιάκων. Αν και ο Όμηρος ιστορεί τις περιπέτειες των Μυκηναίων, έως σήμερα δεν έχουν βρεθεί μυκηναϊκά κατάλοιπα στο νησί. Πιθανότατα, οι πρώτοι Έλληνες, που έφτασαν εκεί ήταν οι Ερετριείς στα 775-750π.Χ. περίπου (περίοδο που γράφτηκαν τα ομηρικά έπη). Στα 734 π.Χ. περίπου, Κορίνθιοι άποικοι με αρχηγό κάποιον Χερσικράτη εγκαθίστανται στο νησί, αφού διώχνουν τους Ερετριείς. Ιδρύουν μια νέα πόλη – κράτος, η οποία τοποθετείται στη σημερινή Παλαιόπολη, από τη Γαρίτσα έως το ακρωτήριο Κανόνι. Η αποικία πήρε το δωρικό όνομα Κόρκυρα (ιωνικά Κέρκυρα).
Οι Κορίνθιοι, καθοδηγούμενοι από την αριστοκρατική οικογένεια των Βακχιαδών, ίδρυσαν αποικία στην Κέρκυρα διαβλέποντας τη χρησιμότητά της για την εμπορική επέκτασή τους στη Δύση. Μετά το 734 π.Χ. ίδρυσαν την Αιτωλική Χαλκίδα, το Ανακτόριο στην Ακαρνανία, το Μολύκριο, τη Λευκάδα, την Αμβρακία, την Κεφαλληνία, όλες πόλεις – κράτη στον εμπορικό δρόμο προς την Αδριατική και τη Δύση, όλες σε θέσεις – κλειδιά.
Σύντομα, η Κέρκυρα εξελίχθηκε από μία μικρή πόλη-κράτος σ’ ένα άγνωστο νησί, σε μία νέα περιφερειακή δύναμη στη δυτική Ελλάδα. Ανέπτυξε γοργά το εμπόριό της, αξιοποίησε την αγροτική της παραγωγή και δημιούργησε έναν αξιόλογο στόλο. Χάρη στη ναυτική της δύναμη, μεθόδευσε την ανεξαρτητοποίησή της από την πατρωνία της μητρόπολης Κορίνθου. Κατά το δεύτερο τέταρτο του 7ου αιώνα π.Χ., όταν ο τύραννος Κύψελος κυβερνούσε την Κόρινθο, προσπάθησε να ελέγξει τα πολιτικά πράγματα και την οικονομική ανάπτυξη της Κέρκυρας. Η κίνηση αυτή έφερε μοιραία την αντίδραση του νησιού. Στα 664 π.Χ., όπως μαρτυρεί ο Θουκυδίδης, έγινε ναυμαχία στα ανοικτά του νησιού μεταξύ Κερκυραίων και Κορινθίων, η πρώτη ναυμαχία στην ελληνική ιστορία. Στη ναυμαχία αυτή επικράτησαν οι Κερκυραίοι, κερδίζοντας έτσι την αποδέσμευσή τους από την κορινθιακή σφαίρα επιρροής. Τεκμήριο ανεξαρτησίας αποτελεί το γεγονός ότι έκοψαν δικό τους νόμισμα.
Η ανεξαρτητοποίηση αυτή, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Κέρκυρα συνέχισε να έχει σχέσεις και να επηρεάζεται από τη μητρόπολή της. Η επιρροή αυτή φαίνεται στη θρησκευτική λατρεία, τα ήθη και τα έθιμα, τη διάλεκτο, την πολιτειακή οργάνωση, το ημερολόγιο. Εκτός τούτων, όταν η Κέρκυρα στα 627 π.Χ. επιχείρησε να επεκτείνει την επιρροή της στην Αδριατική, ιδρύοντας την Επίδαμνο, βορειότερα στις ιλλυρικές ακτές (το σημερινό Δυρράχιο), αρχηγός της αποστολής τέθηκε ένας Κορίνθιος, ο Φαλίας ο Ερατοκλείδους, για να τιμηθεί η μητρόπολη της Κέρκυρας.
Η επεκτατική πολιτική της Κέρκυρας δεν περιορίσθηκε εκεί. Μέσα στον 7ο αιώνα π.Χ. συνέδραμε την Κόρινθο στην ίδρυση της Λευκάδας, της Κεφαλληνίας και του Ανακτορίου, ενώ στα 600 π.Χ. ίδρυσε μαζί με την Κόρινθο βορειότερα στις ιλλυρικές ακτές την Απολλωνία, την επονομαζόμενη «Ιλλυρική» (το σημερινό Φίερι). Βόρεια στην Αδριατική, σ’ ένα νησάκι στα παράλια της σημερινής Κροατίας, ιδρύεται τον 5ο αιώνα π.Χ. η Μέλαινα (= Μαύρη) Κόρκυρα, αποικία, από την ονομασία της οποίας προέρχεται το σημερινό όνομα του νησιού: Κόρτσουλα.
Η Κέρκυρα απέκτησε σταδιακά τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. να διοικεί το μεγαλύτερο στόλο στην αρχαία Ελλάδα μετά από την Αθήνα, όπως μαρτυρεί ο Ηρόδοτος. Στους μηδικούς πολέμους οι Κερκυραίοι έστειλαν 60 τριήρεις στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η οικονομική ισχύς και η εμπορική και πολιτική επέκταση έφερε και πολιτιστική άνθηση: στην πόλη οικοδομήθηκαν μεγάλοι ναοί και έγιναν πολυάριθμα έργα. Στην κορυφή του λόφου του Μον Ρεπό πιστεύεται ότι υπήρχε ναός της Ήρας. Στο Καρδάκι βρέθηκε αρχαϊκός ναός αφιερωμένος σε χθόνια θεότητα, ενώ στην παλιά πόλη βρέθηκε ο ναός της Άρτεμης, με το μεγαλύτερο λίθινο αέτωμα της αρχαϊκής εποχής, που απεικονίζει τη Γοργώ και που σήμερα φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο του νησιού.
Η οικονομική ανάπτυξη και ο ισχυρός στόλος ήταν τα όπλα των Κερκυραίων στο μακροχρόνιο ανταγωνισμό τους με τους Κορίνθιους. Έσπασαν τη γραμμή της κορινθιακής εμπορικής εξάπλωσης στη Δύση, χωρίς όμως να είναι οι κύριοι ανταγωνιστές τους. Από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κι έπειτα, τα αθηναϊκά προϊόντα, κυρίως τα ερυθρόμορφα αγγεία με ελαιόλαδο, κατέκλυσαν τις αγορές της Κάτω Ιταλίας, της χώρας των Ετρούσκων και του κέλτικου Βορρά, αφήνοντας τα αντίστοιχα κορινθιακά δεύτερα με μεγάλη διαφορά. Μετά την επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα το 514 π.Χ., οι διαφορές Αθήνας και Κορίνθου επεκτάθηκαν και στο πολιτικό – ιδεολογικό επίπεδο. Ξεκίνησε έτσι μια τροχιά σύγκρουσης καθ’ όλο τον 5ο αιώνα π.Χ.
Η Κέρκυρα επέλεξε να μην αναμιχθεί σ’ αυτήν την τροχιά ανταγωνισμού και να μην έρθει σε ευθεία πολεμική ρήξη με τη μητρόπολή της, αλλά να περιορισθεί στα οφέλη που της παρείχε στην περιφέρεια ισχύος της το εμπόριο και η ναυτιλία της. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου τόσο της Σπάρτης όσο και της Αθήνας από τη δημιουργία της Πελλοπονησιακής Συμμαχίας και της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας, επέλεξε συνετά να μην ενταχθεί σε καμμία εκ των δύο, αλλά να χαράξει ανεξάρτητη πορεία. Αυτό, όμως, δεν έμελε να κρατήσει για πάντα.
Στην Επίδαμνο ξέσπασαν ταραχές, από τις οποίες επωφελήθησαν οι Ιλλύριοι Ταυλάντιοι κάνοντας επιδρομές. Κατά την εσωτερική σύγκρoυση υπερίσχυσαν οι δημοκρατικοί, οι οποίοι το 436/5 π.Χ. εξόρισαν από την πόλη τoυς ολιγαρχικούς. Αμφότερες οι πλευρές ζήτησαν τη βοήθεια της μητρόπολης Κέρκυρας, η οποία, όμως, αρνήθηκε να επέμβει, αν και θετικά διακείμενη προς τους ολιγαρχικούς. Οι δημοκρατικοί στράφηκαν πλέον στους Κορίνθιους, παίζοντας το χαρτί του Κορίνθιου οικιστή Φαλία. Η Κόρινθος, επιδιώκοντας να υπονομεύσει την κερκυραϊκή επιρροή στην περιοχή, αποφάσισε να στείλει δικό της και συμμαχικό στρατό δια ξηράς (για ν’ αποφύγει τον κερκυραϊκό στόλο). Οι Κερκυραίοι, διαβλέποντας την κίνηση των Κορινθίων, πολιόρκησαν την Επίδαμνο. Οι Κορίνθιοι απάντησαν με γενική επιστράτευση των συμμάχων τους και ετοίμασαν εκστρατεία. Καθώς δεν βρέθηκε ειρηνική λύση, οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στη Λευκίμμη, το 435 π.Χ. Οι Κορίνθιοι νικήθηκαν κατά κράτος, οι δε Κερκυραίοι, λεηλάτησαν τη Λευκάδα και την Κυλλήνη, που συμμάχησαν με την Κόρινθο. Ταυτόχρονα, παραδόθηκε η Επίδαμνος στους Κερκυραίους, ανεβάζοντάς τους την αυτοπεποίθηση. Άρχισαν έτσι συστηματικές επιθέσεις κατά των πόλεων που ήσαν σύμμαχοι των Κορινθίων.
Οι Κορίνθιοι αποφάσισαν τότε να κινητοποιήσουν όλη την Πελλοπονησιακή Συμμαχία. Οι προετοιμασίες αυτές ανησύχησαν την Κέρκυρα, η οποία μέχρι τότε τηρούσε στάση ουδετερότητας. Απέναντι στην Κόρινθο και τους συμμάχους της, όμως, δεν είχε κανένα στήριγμα. Έτσι, γνωρίζοντας τον ανταγωνισμό Κορινθίων και Αθηναίων και τις επεκτατικές τάσεις των τελευταίων προς τη Δύση, έστειλε το 433 π.Χ. πρεσβεία στην Αθήνα για σύναψη συμμαχίας. Το ίδιο έκαναν και οι Κορίνθιοι.
Οι Κερκυραίοι τόνισαν στους Αθηναίους ότι τους συνέφερε να συμμαχήσουν με μια μεγάλη ναυτική δύναμη, εκτός του ότι έτσι δεν παραβίαζαν καμμία συνθήκη (η Τριακονταετής συνθήκη ειρήνης του 446 π.Χ. δεν αφορούσε την Κέρκυρα). Οι Κορίνθιοι τόνισαν ότι οι Αθηναίοι αναμειγνύονταν στις σχέσεις μητρόπολης – αποικίας και ότι έτσι παραβίαζαν την συνθήκη του 446 π.Χ. Τελικά, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να συνάψουν μια «επιμαχία» με τους Κερκυραίους, δηλ. μια αμυντική συνθήκη, γιατί θεωρούσαν τον πόλεμο αναπόφευκτο και ήθελαν τη συμμαχία της Κέρκυρας και για τη δύναμη που είχε και για τη γεωστρατηγική της θέση. Μετά την αναχώρηση των Κορινθίων, οι Αθηναίοι έστειλαν 10 πλοία στην Κέρκυρα με τη σαφή εντολή να μην εμπλακούν σε ναυμαχία με τους Κορινθίους, εκτός κι αν αυτοί απειλήσουν την Κέρκυρα. Οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να δώσουν αφορμή για την παραβίαση της Τριακονταετούς Συνθήκης.
Οι Κορίνθιοι έπλευσαν προς τα Σύβοτα με 150 πλοία, όπου ναυμάχησαν με έναν Κερκυραϊκό στόλο 110 πλοίων. Προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στους Κερκυραίους, αλλά η επιτυχία τους περιορίσθηκε από την παρουσία των 10 αθηναϊκών πλοίων, που εντωμεταξύ ενισχύθηκαν με την άφιξη άλλων 20 από την Αθήνα. Η ναυμαχία δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα υποτίθεται ότι θα έλυνε. Ήταν μια από τις αφορμές του Πελλοπονησιακού Πολέμου.
Οι Κορίνθιοι κράτησαν εκατοντάδες αιχμαλώτους Κερκυραίους, τους οποίους απελευθέρωσαν μετά από μια πενταετία, το 427 π.Χ., με την επίφαση ότι είχαν πληρωθεί λύτρα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι απελευθερωθέντες βρίσκονταν σε διατεταγμένη υπηρεσία της Κορίνθου για να στρέψουν τους Κερκυραίους στο στρατόπεδο των Πελλοπονησίων, ενώ ο Πελλοπονησιακός πόλεμος μαινόταν. Τόσο οι Κορίνθιοι όσο και οι Αθηναίοι έστειλαν στο νησί πρέσβεις για να προσεταιρισθούν τους πολίτες.
Ευρισκόμενη μπρος σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της, η Κέρκυρα διαχειρίστηκε την κρίση αυτή εντελώς λανθασμένα. Οι ξένες δυνάμεις και οι φίλα προσκείμενοι σ’ αυτές στο νησί πόλωσαν επικίνδυνα το πολιτικό κλίμα, εντείνοντας την αντιπαράθεση μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών. Κάθε απόπειρα συνεννόησης μεταξύ των δύο πλευρών ήταν αδύνατη, ενώ άνθρωποι ανύπαρκτου κύρους προσπάθησαν ν’ αποκτήσουν με τη στήριξη των ξένων την εξουσία στο νησί. Επακολούθησε ανοικτή σύγκρουση και αιματοχυσία. Η εμφύλια αυτή διαμάχη κινητοποίησε ακόμη περισσότερο Αθηναίους και Κορίνθιους να τρέξουν στην Κέρκυρα ως «σωτήρες», προσπαθώντας να επιβάλουν την πολιτική τους.
Ο εμφύλιος σύντομα γενικεύτηκε και θέριεψε σε μέγεθος και αγριότητα, ώστε ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι καμμία από τις φρικαλεότητες που είναι συνήθεις σε εμφυλίους δεν έλειψε, αλλά συνέβησαν τα χειρότερα, καθώς πατεράδες σκότωναν τα παιδιά τους, ικέτες αποσπούνταν από τους ναούς και δολοφονούνταν εν ψυχρώ, αιχμάλωτοι χτίζονταν σε κτίρια για να πεθάνουν και πολλοί αυτοκτονούσαν για να αποφύγουν την ατίμωση.
Με την επέμβαση των Αθηναίων, οι δύο πλευρές ήλθαν σε μια κάποια εύθραυστη εκεχειρία, η οποία αρκετές φορές παραβιάστηκε και εν πολλοίς κράτησε την Κέρκυρα απασχολημένη καθ’ όλη τη διάρκεια του Πελλοπονησιακού Πολέμου και αδύναμη, ένα φάντασμα του παλιού καλού εαυτού της. Έκτοτε, η Κέρκυρα δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στην προηγούμενη ακμή της.
Μετά το τέλος του Πελλοπονησιακού Πολέμου, η Κέρκυρα συνέχισε να είναι διχασμένη. Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. έζησε μια μικρή αναλαμπή, αλλά η έλλειψη επαρκούς ισχύος την έκανε έρμαιο των διαθέσεων των γειτόνων της. Οι Ηπειρώτες έγιναν επιθετικοί, ο τύραννος των Συρακουσών Αγαθοκλής κατέλαβε το νησί για λίγο, αργότερα οι Ιλλύριοι τάραξαν το νησί με επιδρομές. Κουρασμένοι και ανήμποροι οι Κερκυραίοι, παρέδωσαν την πόλη τους στους Ρωμαίους το 229 π.Χ., αρκεί αυτοί να τους διασφάλιζαν την ασφάλειά τους. Έκτοτε, καθ’ όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής απόλαυσαν ηρεμία και ξεχωριστά προνόμια.
Ποια μπορεί να είναι η σχέση της αρχαίας Κέρκυρας με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Απ’ τη μία μεριά, η Κέρκυρα ήταν μια πόλη με μοναδικές δυνατότητες χάρη στη γεωγραφική της θέση, το φυσικό της πλούτο και τις δεξιότητες των πολιτών της. Κατάφερε να είναι η μοναδική αποικία – κόρη της ελληνικής ιστορίας, που τα έβαλε με τη μητρόπολή της και πέτυχε να απεξαρτηθεί και να την ανταγωνιστεί με επιτυχία. Είχε τη σύνεση και την ευφυία να μη διεκδικήσει κεντρικό ρόλο στο πολιτικό στερέωμα της αρχαιότητας, αλλά να δρέψει καρπούς σε περιφερειακό επίπεδο, ισορροπώντας με δεξιοτεχνία ανάμεσα στους ανταγωνιστές της επί τρεισίμιση αιώνες. Άρκεσε όμως μια περίοδος διχασμού για να καταστραφεί σταδιακά η πολιτειακή νομιμότητα, να απωλέσει κάθε έννοια ανεξάρτητης στρατηγικής και τελικά να γίνει έρμαιο ξένων δυνάμεων.
Μετά από αιώνες εναλλαγής κυριαρχίας στην Κέρκυρα των Ρωμαίων, των Βυζαντινών, της δυναστείας του Ανζού, των Βενετών, των Γάλλων και των Άγγλων, οι Κερκυραίοι έμαθαν να επιβιώνουν παραμένοντας Έλληνες και αφομοιώνοντας κάθε νέο χαρακτηριστικό στην κουλτούρα τους, εμπλουτίζοντάς την. Κατάφεραν να χαράξουν μια στρατηγική, που τους έφερε αλώβητους ως εδώ.
Απ’ την άλλη μεριά, η Ελλάδα θα μπορούσε (όπως και στο εγγύς παρελθόν μπόρεσε) να αποτελεί μια περιφερειακή δύναμη στο νευραλγικό χώρο της ανατολικής Μεσογείου, χάρη στα προτερήματά της, που είναι ίδια και απαράλλακτα με αυτά της αρχαίας Κέρκυρας. Για να τα καταφέρει, όμως, θα πρέπει να χαραχτει εθνική στρατηγική και να επαναξιολογηθούν τα εθνικά της συμφέροντα. Θα πρέπει δηλαδή να μπορούν όλες οι πολιτικές, οι οικονομικές και κυρίως οι πνευματικές δυνάμεις αυτού του τόπου να βρούν ένα ελάχιστο πεδίο συνεννόησης και ταύτισης.
Στην εικόνα: Το φρούριο της Κέρκυρας 1573. Από την ιστοσελίδα eranistis.net
Για την αρχαία Κέρκυρα ΔΙΑΒΑΣΤΕ ... Θουκυδίδη! Κάθε λαός που θέλει να έχει μέλλον τον διαβάζει. Επίσης:
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας 1200-479π.Χ. (εκδόσεις Οδυσσέας, 2000).
- John Boardman – The Greeks overseas (Thames and Hudson)
- A.J. Graham – Colony and mother city in ancient Greece (Manchester University Press)
- Παναγιώτης Ήφαιστος – Ο εμφύλιος στην Κέρκυρα και η έσχατη λογική της πολιτειακής νομιμότητας ενός κράτους.
- Δ. Μαρκαντωνάτος – Τα «Κερκυραϊκά» και η ναυμαχία της Κέρκυρας (Στρατιωτική Ιστορία, 2013).
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment