Η εθνική υπερηφάνεια είναι ένα συναίσθημα, που, από καταβολής ελληνικού κράτους, δεν καταφέρνουμε να το τοποθετήσουμε σε φυσιολογικά επίπεδα. Πάρα πολλοί Έλληνες, θες γιατί το κράτος μας είναι μικρό σε εκτόπισμα, θες γιατί αντιμετωπίζουμε – σήμερα, όπως πολλές άλλες φορές στο παρελθόν – μεγάλες δυσκολίες, βρίσκουν καταφύγιο στο μεγαλείο του αρχαίου ελληνισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πρωτοπόροι σε όλους τους τομείς, ήταν εφευρέτες των πάντων, είχαν εξερευνήσει όλη τη Γη, ήταν οι δάσκαλοι. Οι άλλοι ήταν οι αιώνιοι αντιγραφείς και οι μαθητές των Ελλήνων.
Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. Η εθνική υπερηφάνεια είναι καλό πράγμα. Βοηθά σε πολλούς τομείς και μας χρειάζεται – τώρα περισσότερο από ποτέ. Το μεγαλείο δε του αρχαίου ελληνισμού είναι μια καθημερινή, συγκλονιστική πραγματικότητα, που μεγενθύνεται ολοένα με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Αν λοιπόν έχετε ακούσει το (παλιό αλλά αγαπημένο) ρητό «Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί ήταν πάνω στα δέντρα και έτρωγαν βαλανίδια» ή – ακόμη «καλύτερα» – αν το πιστεύετε κιόλας, οπλιστείτε με χιούμορ και ψυχραιμία και συνεχίστε παρακάτω. Όταν φτάσετε στο τέλος – είναι δέσμευση – θα είστε όσο υπερήφανοι ήσαστε όταν ξεκινήσατε. Ή και περισσότερο.
Το θέμα μας παρακάτω δεν είναι πόσα δίδαξαν οι αρχαίοι Έλληνες στους άλλους λαούς, αλλά πόσα διδάχθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες από τους άλλους λαούς, με τους οποίους ήρθαν σε επαφή και πως αξιοποίησαν αυτά τα διδάγματα.
Οι αρχαίοι Έλληνες ήρθαν σε επαφή από πολύ νωρίς με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Υπάρχουν αρκετά ευρήματα πλέον, που πιστοποιούν την επαφή των Μυκηναίων με την Αίγυπτο, την Εγγύς Ανατολή, την αυτοκρατορία των Χετταίων στη Μικρά Ασία, αλλά και με λαούς που κατοικούσαν στα Βαλκάνια, στην Ιταλία και ακόμη μακρύτερα. Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων, οι αποικισμοί αποκατέστησαν αυτή την επαφή.
Η τάση των Ελλήνων για ταξίδια, η φιλοπεριέργεια και η αγάπη τους για το εμπόριο αποτέλεσαν καταλυτικούς παράγοντες, που αύξησαν την επαφή τους με όλους τους ανατολικούς λαούς (Αιγύπτιους, Βαβυλώνιους, Πέρσες, Φοίνικες, Ινδούς) και με τις φυλές που συναντούσαν όπου ίδρυσαν αποικίες. Όπως σε άλλους, έτσι και στους Έλληνες έκανε εντύπωση κάθετι νέο, ξένο, διαφορετικό. Και, όπως δείχνουν τα ευρήματα και οι μαρτυρίες, οι αρχαίοι Έλληνες επηρεάστηκαν σε πολλούς τομείς.
Και πρώτα απ’ όλα στην τέχνη. Οι Έλληνες καλλιτέχνες επηρεάστηκαν πολύ από τα καλλιτεχνικά μοτίβα της Ανατολής. Οι σχέσεις των Ελλήνων με την Ανατολή έφεραν από νωρίς στην ελληνική αγορά κοσμήματα από τη Φοινίκη, ζώνες από τη Μικρά Ασία και χαλινάρια από τη Μεσοποταμία. Την ίδια εποχή (δηλ. το 10ο - 9ο αιώνα π.Χ.) η ελληνική γεωμετρική αγγειοπλαστική από την Αθήνα, το Λευκαντί της Εύβοιας και από την Κόρινθο φτάνει στη Μεγιδδώ της δυτικής Ιορδανίας, στο Αμπού Χαουάμ στον κόλπο της Χάιφας και στην Αλ Μίνα, στον ποταμό Ορόντη, στη σημερινή Συρία.
Στην Ελλάδα εμφανίζεται πληθώρα εξωτικών προϊόντων και δημιουργούνται νέες τάσεις στην τέχνη. Αναπτύσσεται ένας νέος ρυθμός γραπτής κεραμικής, γνωστός σήμερα ως «Πρωτογεωμετρικός ρυθμός Β», του οποίου η τεχνοτροπία συνδυάζει τοπικά σχήματα αγγείων και διακοσμητικά θέματα φερμένα από την Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο (όπως το σχινοειδές έλιγμα), ακόμη και ανθρωπόμορφα μοτίβα, επηρεασμένα από τη μινωϊκή τέχνη. Οι Έλληνες καλλιτέχνες δοκίμασαν ξένες τεχνοτροπίες συνδυασμένες με ελληνικά σχέδια και όταν είδαν ότι ήταν δημοφιλείς στο αγοραστικό κοινό, τις επέκτειναν και τις εξέλιξαν.
Από τον 7ο αιώνα π.Χ., που ανθεί η αρχαϊκή τέχνη, υιοθετούνται ανατολίτικα μοτίβα στην αγγειοπλαστική και τη μεταλλοτεχνία. Εμφανίζονται σκηνές με εξωτικά ζώα ή με τέρατα, που γίνονται σήμα κατατεθέν της κορινθιακής αγγειοπλαστικής. Οι ασπίδες των οπλιτών διακοσμούνται με εικόνες τεράτων ή με συνεστραμμένες μορφές σε κατάσταση πανικού για να πανικοβάλουν τους εχθρούς και να τους αποτρέψουν να αντισταθούν. Έλληνες αρχιτέκτονες φιλοτεχνούν τα επιστεγάσματα των ναών με γρύπες και άλλα τέρατα με αποτροπαϊκό σκοπό ή τοποθετούν τέρατα με ανοιχτά στόματα στα γείσα των ναών ως απολήξεις της υδροροής (κάτι που γίνεται και σήμερα).
Στην κοσμηματοποιία, όπου οι Φοίνικες είναι πρωτοπόροι, οι έλληνες συνάδελφοί τους υιοθετούν εκτός από σχέδια και τις τεχνικές τους, όπως αυτή της κοκκίδωσης και ανακατεύουν τα ελληνικά θέματα με φοινικικά.
Τα εξωτικά στοιχεία στην τέχνη αρχικά αποτέλεσαν ένα μέσο επίδειξης της ισχύος και του ανταγωνισμού μεταξύ των ισχυρών της κάθε πόλης. Σταδιακά, όμως, έγιναν το όχημα μέσω του οποίου μπορούσε κανείς να εξερευνήσει και να εκμεταλλευτεί έναν απέραντο κόσμο νέων δυνατοτήτων. Αυτή η εξερεύνηση ώθησε την αρχαία ελληνική τέχνη σε άλλα επίπεδα.
Στην αρχαϊκή γλυπτική (8ος – 6ος αιώνας π.Χ) κεντρική θέση έχουν οι κούροι, οι γυμνοί νέοι άνδρες που χαμογελούν. Αποτελούν το πρότυπο του νεαρού αριστοκράτη της εποχής. Οι κούροι είναι άμεσα εμπνευσμένοι από την αιγυπτιακή γλυπτική: είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς αν παρατηρήσει τα παραδοσιακά αιγυπτιακά αγάλματα στους τάφους, στα κολοσσιαία κτίρια και τις πυραμίδες. Οι κούροι, όμως, διαφέρουν από τα αντίστοιχα αιγυπτιακά αγάλματα σε πολλά: στη γύμνια, στη διακόσμηση, στην έκφραση. Ενώ τα αιγυπτιακά γλυπτά παριστούν την εξουσία του προσώπου, που απεικονίζεται, οι κούροι πείθουν το θεατή ότι κινούνται και τον παρακινούν να στοχαστεί πάνω στο τι σημαίνει να είσαι άντρας και ποια η σχέση του άντρα με τους θεούς. Η ανάπτυξη της γλυπτικής των κούρων και των κορών έφεραν ένα αποτέλεσμα στην αρχαιοελληνική τέχνη, που δεν είχε πλέον τίποτα το αιγυπτιακό: η Αίγυπτος προμήθευσε τα μέσα, όχι όμως και το σκοπό.
Τα ελληνικά γράμματα επηρεάστηκαν κι αυτά από την Ανατολή. Ξεκινώντας με την υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου. Είναι επιβεβαιωμένο ότι αντικείμενα με επιγραφές στη φοινικική γλώσσα μεταφέρθηκαν στον ελλαδικό χώρο από τον 9ο αιώνα π.Χ., ενώ Έλληνες και Φοίνικες είχαν στενή επαφή τόσο στην Κύπρο, όπου συνυπήρχαν ελληνικές με φοινικικές πόλεις, όσο και στα εμπορεία της Εγγύς Ανατολής, στην Αλ Μίνα και το Ποσείδιον, σημερινό Ρας Ελ Μπασίτ της Συρίας.
Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι οι Έλληνες απέκτησαν το αλφάβητο ζώντας κοντά στους Φοίνικες στις περιοχές αυτές. Οι Έλληνες στην αλφάβητό τους υιοθέτησαν τα γράμματα και τα σχήματα του σημιτικού αλφαβήτου, που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες, αλλά και τα φοινικικά ονόματα των γραμμάτων (Α <άλεφ, που σημαίνει βόδι, Β <μπεφ, που σημαίνει σπίτι κ.ο.κ.).
Η κεφαλαιώδης, όμως, διαφορά μεταξύ του ελληνικού και του φοινικικού αλφαβήτου είναι ότι οι Έλληνες δημιούργησαν και ενέταξαν εξαρχής στην αλφάβητό τους γράμματα και για τα φωνήεντα, ενώ η φοινικική γλώσσα έχει γράμματα μόνο για τα σύμφωνα. Γιατί το έκαναν αυτό οι Έλληνες; Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι ταίριαζε περισσότερο στο ηχόχρωμα της γλώσσας τους κι ότι τα φωνήεντα έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τη γραμματική και το συντακτικό της ελληνικής γλώσσας. Με άλλα λόγια, τα φωνήεντα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την υφή και τη διαμόρφωση της γλώσσας. Οι Έλληνες διαμόρφωσαν το αλφάβητό τους με βάση τις ανάγκες τους, ανάγκες τελείως διαφορετικές από αυτές των Φοινίκων. Άλλωστε, η ελληνική δεν ανήκει στις σημιτικές γλώσσες.
Η εμφάνιση φωνηέντων στην ελληνική αλφάβητο ήταν επαναστατική για τη χρηστικότητά της. Κατέστησε το ελληνικό αλφάβητο φιλικότερο και πιο ευέλικτο εργαλείο από το φοινικικό, γιατί η χρήση φωνηέντων απομακρύνει πολλές δυνάμει αμφισημίες, ενώ επιτρέπει στα σύμφωνα να εκφωνηθούν με μεγαλύτερη σιγουριά ακόμη κι από αναγνώστη, που δεν είναι ακόμη σε θέση να κατανοήσει αυτό που λέγεται. Αλλά για την ελληνική αλφαβητο θα πούμε πολύ περισσότερα σε ξεχωριστό κείμενο.
Η επιδραση των άλλων λαών στους Έλληνες δεν θα μπορούσε να λείπει στην επιστήμη. Είναι γνωστό πόσο προηγμένη μαθηματική και αστρονομική σκέψη είχαν οι Αιγύπτιοι και οι λαοί της Μεσοποταμίας. Την εποχή του Πυθαγόρα, του Σόλωνα και του Δημόκριτου ήταν κοινό μυστικό στον κύκλο της ελληνικής αριστοκρατίας ότι για να μάθει κανείς αυτές τις επιστήμες, έπρεπε να ταξιδέψει ως την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία. Εκεί οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τα βασικά μυστικά της γεωμετρίας, της αστρονομίας, της φυσικής.
Αυτό, στο οποίο οι Έλληνες ήταν καινοτόμοι σε σχέση με τους ανατολίτες δασκάλους τους, δεν ήταν ο πλούτος των επιστημονικών τους γνώσεων∙ ήταν η αρχή της μαθηματικής απόδειξης. Με άλλα λόγια, η θέλησή τους για εξήγηση και εφαρμογή των θεωριών, που είχαν ως τότε διδαχθεί. Με τη μαθηματική απόδειξη, οι Έλληνες κατόρθωσαν ν’ αντιτάξουν στην απλή εμπειρία την αφηρημένη και γενική επιστήμη, που μπορούσε να εξηγήσει, να κατηγοριοποιήσει και να επεκτείνει την επιστημονική γνώση. Και σ’ αυτό το σημείο ξεπέρασαν και δικαίωσαν τους δασκάλους τους.
Η παρατηρητικότητα και η μαθητεία των Ελλήνων επεκτάθηκε και στη ναυπηγική. Μετά τα μεγάλα μυκηναϊκά πλοία και τις πεντηκοντόρους στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή (8ος – 7ος αιώνας π.Χ.), οι Έλληνες κατασκεύσαν μια διήρη (πλοίο με δύο σειρές κωπηλατών), που ήταν λιγότερο σταθερή μεν, αλλά μικρότερη, γρηγορότερη και κομψότερη από την αντίστοιχη φοινικική του ίδιου αιώνα. Από τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. οι Φοίνικες απάντησαν με την τριήρη (πλοίο με τρεις σειρές κωπηλατών), πλοίο πιο γρήγορο από τα προηγούμενα.
Οι πρωτοπόροι στη ναυπηγική Κορίνθιοι επιχείρησαν να τους αντιγράψουν, αλλά κανείς δεν ήξερε πως να χωρέσει τρίτη σειρά κωπηλατών στο πολεμικό πλοίο, που στην Ελλάδα ήταν παραδοσιακά πολύ στενό. Τότε οι Κορίνθιοι ναυπηγοί έλυσαν το πρόβλημα επινοώντας ένα σύστημα κωπηλασίας, βάσει του οποίου οι κωπηλάτες χωρίζονταν σε τρεις ομάδες τοποθετημένες λοξά σ’ έναν πάγκο, όπου μια σειρά καθόταν υπερυψωμένη χάρη σε ένα είδος σκαλωσιάς που προεξείχε. Έτσι, οι ελληνικές τριήρεις παρέμειναν μικρότερα, ελαφρύτερα και γρηγορότερα πλοία και – το σημαντικότερο – ευκολότερα στο χειρισμό: μπορούσαν ν’ άλλάζουν την πορεία τους πολύ εύκολα, έπεφταν στο εχθρικό πλοίο από τα πλάγια, το εμβόλιζαν και το βύθιζαν. Κι έτσι επικράτησαν των φοινικικών πλοίων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Πηγαίνοντας τώρα πιο δυτικά, δεν υπερβάλουμε όταν λέμε ότι οι σύγχρονοι Μασσαλιώτες είναι πολύ περήφανοι για την αρχαιοελληνική κληρονομιά τους. Δεν χάνουν ευκαιρία να λένε ότι κατάγονται από τους αρχαίους Φωκαείς, τους ιδρυτές αυτής της ελληνικής αποικίας. Αυτοί οι ερημοσπίτηδες Μικρασιάτες εμφανίσθηκαν στις ακτές της νότιας Γαλλίας κι έστησαν την πόλη τους κοντά στους γηγενείς Κέλτες, ανταλλάσσοντας λάδι και κρασί με μέταλλα που τους έλειπαν. Έδειξαν στις ντόπιες κέλτικες φυλές πως το στύβουν το σταφύλι κι έτσι σήμερα οι Γάλλοι καμαρώνουν για τα κρασιά τους. Αν και δάσκαλοι της αμπελουργίας, όμως, οι Φωκαείς, δεν παρέλειψαν να παρατηρήσουν τους Σάλυες (μια φυλή ανάμεσα στο Ροδανό ποταμό και την περιοχή Βαρ) που αναμείγνυαν το κρασί με βαλεριάνα και μελισσόχορτο. Έσπευσαν να τους μιμηθούν κι έφτιαξαν έτσι νέες ποικιλίες.
Γυρνώντας πάλι στην Αίγυπτο, παρατηρούμε ότι Έλληνες έμποροι, τυχοδιώκτες και σοφοί, που ήρθαν από νωρίς εδώ, «υιοθέτησαν» στη γλώσσα τους τα τοπικά τρόφιμα. Έτσι, μπήκε στο ελληνικό λεξιλόγιο η σάλτσα από σινάπι (μουστάρδα), η πικραλίδα, το ραπάνι, καθώς και φαρμακευτικά προϊόντα. Αργότερα, ο Ερμής (που στην Αίγυπτο λέγεται Θωτ) φαίνεται να γνωρίζει ένα αντίδοτο στο μαγικό ποτό της μάγισσας Κίρκης, με το οποίο μεταμόρφωνε τους ανθρώπους σε ζώα και τους κάνει να ξεχνούν την πατρίδα. Δίνει λοιπόν ο Ερμής στον Οδυσσέα να μασήσει ένα βοτάνι με μαύρη ρίζα και άνθος κάτασπρο του γάλακτος, που είναι σχεδόν αδύνατο να το ξεριζώσουν. Πρέπει να είναι το στρυχνοειδές μανδραγόρας, που το χρησιμοποιούν ως αντίδοτο με μεγάλη θεαματικότητα και οι σύγχρονοι μάγοι στη σχολή Χόκγουόρντς.
Πρέπει βέβαια στο σημείο αυτό να πούμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν καλοί μαθητές και στα κακά μαθήματα. Παραδίδεται λόγου χάρη ότι στον Ακράγαντα της Σικελίας κατέλαβε τον 6ο αιώνα π.Χ. την εξουσία ο τύραννος Φάλαρις. Ήταν εξαιρετικά σκληρός με τους πολιτικούς του αντιπάλους και τους αντιφρονούντες γενικώς και τους υπέβαλλε σ’ ένα βασανιστήριο, που κατά μία άποψη ήταν ελληνική εφεύρεση, ενώ κατ’ άλλη άποψη το είχε αντιγράψει από τους Καρχηδόνιους γείτονές του από το Λιλύβαιο και τη Μοτύη. Ήταν το μαρτύριο του φλεγόμενου ταύρου. Το θύμα τοποθετείτο στο κούφιο εσωτερικό ενός ορειχάλκινου ταύρου. Κατόπιν, άναβαν φωτιά στη βάση του αγάλματος, η οποία το πυράκτωνε και ο δύστυχος έγκλειστος πέθαινε τελικά μέσα σε φριχτούς πόνους. Πριν δολοφονηθεί ο Φάλαρις, είχε γίνει άριστος μαθητής των Καρχηδονίων.
Όλ' αυτά τα «δάνεια» σκιάζουν την εικόνα που έχουμε σήμερα για τους αρχαίους Έλληνες; Μάλλον όχι. Αν πρέπει να είμαστε για κάτι περισσότερο υπερήφανοι για τους προγόνους μας, είναι τούτο: Ήταν πάντα έτοιμοι να «δανειστούν» οτιδήποτε τους φαινόταν χρήσιμο και δοκίμαζαν ακατάπαυστα νέα πράγματα. Κάθε δάνειο, όμως, το προσάρμοζαν στις δικές τους ανάγκες και το διέπλασαν έτσι ώστε να τονίζει τη δική τους προσωπικότητα και αισθητική. Τελικά, όλα τα δάνεια από τους άλλους λαούς έγιναν μια πρώτη ύλη, η οποία, ανακατεμένη με ελληνικά στοιχεία και με την ελληνική ματιά, κατέληξε κάτι νέο και βαθύτατα ελληνικό.
Αν έπρεπε κανείς να παρομοιάσει τους αρχαίους λαούς με ζώα, οι Έλληνες αποτελούσαν εργάτριες μέλισσες και, με τα καλά και τα στραβά τους, έτσι προχώρησαν στην αναζήτηση του πεπρωμένου τους. Αιώνες μετά, η συνταγή δεν έχει αλλάξει. Ούτε η γενική απέχθεια για τους κηφήνες και τη βεβαιότητα της φρικτής μοίρας τους.
Για την επίδραση των άλλων λαών στους Έλληνες
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Μιχάλης Τιβέριος/Λάμπρος Τσακτσίρας – Ιστορία των αρχαίων χρόνων έως το 30π.Χ. (το σχολικό βιβλίο της Α΄ Γυμνασίου, έκδοσης 1988)
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας 1200-479π.Χ. (εκδόσεις Οδυσσέας, 2000).
- John Boardman – The Greeks overseas (Thames and Hudson)
- Paul Faure – Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες (Παπαδήμας)
- A.J. Graham – Colony and mother city in ancient Greece (Manchester University Press)
Η εικόνα στην αρχή: Η τερατόμορφη Γοργώ στο αέτωμα του ναού της Αρτέμιδας στην Κέρκυρα.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment