Με τις Ελικωνιάδες Μούσες ας αρχίσουμε το τραγούδι·
που κατοικούν τον Ελικώνα, όρος μέγα κι ιερό,
και χορεύουν γύρω από μενεξεδένια κρήνη με πόδια ανάλαφρα,
στον βωμό του παντοδύναμου γιου του Κρόνου
κι αφού λούσουν το τρυφερό κορμί τους στα νερά του Περμησσού
και της Ιπποκρήνης ή του θεϊκού Ολμειού
στου Ελικώνα τις απάτητες κορφές στήνουν χορούς
όμορφους, χαριτωμένους, τον ρυθμό κρατώντας με τα πόδια τους*.
Έτσι ξεκινά ο Ησίοδος τη Θεογονία, το έπος, στο οποίο οφείλουμε τη βάση της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: τη γενεαλογία των θεών. Κάθε γη ελληνική έχει τη σημασία της στον ελληνικό πολιτισμό• υπάρχουν, όμως, ορισμένοι τόποι που το μυθολογικό τους βάρος, η ιστορική τους πορεία και η καλλιτεχνική τους επιρροή τους χαρίζει πανελλήνια εμβέλεια. Ένας τέτοιος τόπος είναι αυτός με τον οποίο θ’ ασχοληθούμε σήμερα, ταξιδεύοντας στους μύθους του και την ιστορία των κατοίκων του: το μαγικό βουνό του Ελικώνα.
Όπως όλα τα υπόλοιπα βουνά, ο Ελικώνας συνδέθηκε από νωρίς με πολλούς μύθους. Σ’ έναν απ’ αυτούς, ο Ελικώνας κι ο Κιθαιρώνας, τα δύο βουνά που δεσπόζουν στη νότια Βοιωτία, ήταν αδέλφια, αλλά πολύ διαφορετικά στο χαρακτηρα: ο μεν Ελικώνας ήταν ήπιος κι ευγενής, γηροκομώντας τους γονείς του πιστός στο καθήκον του, ενώ ο Κιθαιρώνας ήταν ζηλόφθονος κι άπληστος. Επιθυμώντας να αποκτήσει ολόκληρη την πατρική περιουσία, σκότωσε τον πατέρα του κι έπειτα πέταξε τον αδερφό του με δόλιο τρόπο σ’ ένα γκρεμό, σκοτώνοντάς τον• παρασύρθηκε, όμως, κι ο ίδιος από την ορμή του, έπεσε στο γκρεμό και πέθανε. Οι θεοί μεταμόρφωσαν τα δύο αδέλφια σε βουνά. Ο Κιθαιρώνας, λόγω της ασέβειας του, έγινε κατοικία για τις Ερινύες. Οι 9 Μούσες, λόγω του ευγενικού και στοργικού χαρακτήρα του, επέλεξαν τον Ελικώνα για κατοικία. Από τότε γυρνούν χορεύοντας και τραγουδώντας στις ιερές πηγές του, τον Ολμειό, τον Περμησσό και στην Ιπποκρήνη (λένε πως τη δημιούργησε ο Πήγασος, χτυπώντας το έδαφος με την οπλή του ποδιού του), χαρίζοντας έμπνευση στους ποιητές.
Εκτός από τις Μούσες, όμως, το θεϊκό βουνό φιλοξένησε για λίγο και το θεό του κρασιού. Ο Διόνυσος ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης. Τυφλωμένη από ζήλεια για τα παραστρατήματα του Δία, η Ήρα έπεισε τη Σεμέλη να ζητήσει από το βασιλιά των θεών να εμφανισθεί μπροστά της με όλη του τη θεϊκή υπόσταση. Όταν ο Δίας εμφανίσθηκε μέσα σε αστραπές, η Σεμέλη πέθανε κεραυνοβολημένη, κυοφορώντας το Διόνυσο. Για να σώσει το μωρό, ο Δίας το έραψε στο μηρό του εωσότου πέρασαν οι 9 μήνες
κύησης κι έπειτα το παρέδωσε στον Ερμή για να τον κρύψει από την οργή της Ήρας. Ο Ερμής το παρέδωσε στις Μούσες στον Ελικώνα, όπου ο Διόνυσος πέρασε ευτυχισμένα τα πρώτα παιδικά του χρόνια.
Ο Ελικώνας συνδέθηκε, εκτός των θεών, και με πολλούς ήρωες. Ο πιο ονομαστός ήταν ο Ηρακλής, ο οποίος άλλωστε είχε γεννηθεί λίγο βορειότερα, στη Θήβα. Μία παράδοση τον θέλει να περνά από τις Θεσπιές, πόλη στη σκιά του Ελικώνα, καθοδόν για το κυνήγι του λιονταριού του Κιθαιρώνα. Ο βασιλιάς της πόλης Θέσπιος, τηρώντας τους κανόνες, τον φιλοξένησε στο παλάτι του με όλες τις τιμές, ζήτησε, όμως, από τον Ηρακλή να γονιμοποιήσει τις πενήντα θυγατέρες του. Ο Ηρακλής δέχθηκε πρόθυμα και το ίδιο βράδυ συνευρέθηκε και με τις πενήντα θυγατέρες του βασιλιά. Εννέα μήνες αργότερα, ο βασιλιάς απέκτησε πενήντα εγγόνια, απευθείας καταγόμενα από τον ημίθεο ήρωα.
Στη νότια άκρη του Ελικώνα, από το λιμάνι Σίφαι ή Τίφα καταγόταν ο Τιφύς, ο γιος του Αγνία. Ο Ιάσονας τον επέλεξε για τιμονιέρη στην Αργώ. Ήταν δεινός στο να προβλέπει τρικυμίες και μπορούσε να κατευθυνει την Αργώ με τη θέση των άστρων και την τροχιά του ήλιου. Κατάφερε να περάσει τις Συμπληγάδες Πέτρες, αλλά πέθανε στη χώρα των Μαριανδυνών, πριν φτάσει στην Κολχίδα.
Όλοι αυτοί οι μύθοι, που σμιλεύτηκαν στην ύστερη μυκηναϊκή και τη γεωμετρική εποχή, αντανακλούν εικόνες της πρώιμης ιστορίας της Βοιωτίας. Οι κάτοικοι του Ελικώνα είχαν μεγάλη παράδοση στη γεωργία και ειδικά στην αμπελουργία. Αντιλαμβάνονταν τον έρωτα ως μια θεϊκή, γονιμοποιό δύναμη δημιουργίας όλων των όντων της φύσης κι έτσι εξηγούσαν την πυκνή βλάστηση στο ιερό βουνό τους. Στις Θεσπιές, κυρίαρχη πόλη του Ελικώνα, υπήρχε ναός του Έρωτα, που αποτελούσε πανελλήνιο προσκύνημα, καθώς και ναός της Αφροδίτης. Επιπλέον, θεωρούνταν σπουδαίοι ναυπηγοί, καυχώμενοι ότι η Αργώ ναυπηγήθηκε στις Σίφες κι ύστερα ταξίδεψε ως την Ιωλκό.
Η περιοχή κατοικήθηκε από τα πρώτα ελληνικά φύλα που κατέβηκαν στον ελληνικό χώρο. Τα μυκηναϊκά βασίλεια της Θήβας και του Ορχομενού έριζαν για την κυριαρχία στη Βοιωτία, έδιναν δε μεγάλη σημασία στον έλεγχο των παραλίων του Κορινθιακού. Στις αρχαίες Κορσιές (σημερινά Χώστια) σώζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης που επόπτευε τον Κορινθιακό ήδη από την ύστερη μυκηναϊκή εποχή.
Με τη δημιουργία των πόλεων-κρατών κατά την αρχαϊκή εποχή, η Βοιωτία διαιρέθηκε σε πολλές πόλεις-κράτη, σπουδαιότερη των οποίων ήταν η Θήβα. Σύντομα, από τις απαρχές ακόμη της αρχαϊκής εποχής, δημιουργήθηκε το Κοινό των Βοιωτών, η πρώτη ίσως συνομοσπονδία κρατών στην αρχαιότητα. Οι μετέχουσες στο Κοινό πόλεις ήταν δύο ειδών: οι μεγαλύτερες πόλεις, που μετείχαν άμεσα, δηλ. με δικούς τους εκπροσώπους (βοιωτάρχες) και οι μικρότερες πόλεις που εξαρτώνταν από μεγαλύτερες και μετείχαν μέσω αυτών.
Στην περιοχή του Ελικώνα, η μεγαλύτερη πόλη ήταν οι Θεσπιές, οι οποίες είχαν υπό την επικυριαρχία τους τις μικρότερες πόλεις γύρω από τον Ελικώνα, την Άσκρη, πατρίδα του ποιητή Ησιόδου, τη Θίσβη, τα Λεύκτρα, καθώς και τα λιμάνια στον Κορινθιακό Κορσιαί, Σίφαι (σημερινή Αλυκή) και Κρεύσις (σημερινή Λιβαδόστρα). Οι Θεσπιές ως επικυρίαρχοι είχαν οχυρώσει τα λιμάνια στον Κορινθιακό. Τα τείχη των αρχαίων Σιφών σώζονται ως σήμερα, ενισχυμένα με έξι πύργους και τρεις πύλες, μια εκ των οποίων έβλεπε προς τη θάλασσα. Στο λιμάνι κάτω από την ακρόπολή τους είναι εμφανή τα υπολείμματα της αρχαίας πόλης, μισοβυθισμένης στη θάλασσα. Το ίδιο συμβαίνει και με την αρχαία Κρεύση, η ακρόπολη της οποίας δεσπόζει πάνω απ’ τον όρμο της Λιβαδόστρας. Στους αρχαιολογικούς χώρους των Άνω Σιφών και της Κρεύσιδος σώζονται ακόμη τμήματα των αρχαίων δρόμων που ένωναν τα παραλιακά κάστρα και τα συνέδεαν με τις Θεσπιές και τη Θίσβη, αποδεικνύοντας τη στρατηγική σημασία της περιοχής.
Η σχέση ανάμεσα στα μέλη του Κοινού των Βοιωτών δεν ήταν πάντα ομαλή. Πρώτα οι Πλαταιές κι έπειτα οι Θεσπιές αποχώρησαν ή διαχώρισαν τη θέση τους, μην αντέχοντας την αυταρχική πολιτική της Θήβας. Η αντίθεση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τελείως διαφορετική στάση κατά τους μηδικούς πολέμους. Ενώ η Θήβα μήδισε, δίνοντας γη και ύδωρ στους Πέρσες, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς πολέμησαν στο πλευρό των υπόλοιπων Ελλήνων. Οι Πλαταιείς έσπευσαν να πολέμήσουν στο Μαραθώνα δίπλα στους Αθηναίους το 490 π.Χ. Η περίπτωση των Θεσπιέων, όμως, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Κατά τη διάρκεια της μάχης στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ., μετά την κατάληψη της Ανοππαίας ατραπού από τους Πέρσες, ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας προέτρεψε όλους τους υπόλοιπους Έλληνες να φύγουν. Οι μόνοι που αρνήθηκαν να φύγουν ήταν ο μάντης Μεγιστίας (που είχε προβλέψει το θάνατό του) και 700 Θεσπιείς με αρχηγό το Δημόφιλο, που δήλωσαν ότι δεν θα αφήσουν μόνους τους 300 Σπαρτιάτες. Στην τελική μάχη, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του ο Θεσπιεύς Διθύραμβος του Αρματίδη, όλοι οι Θεσπιείς έπεσαν μαχόμενοι. Ο περσικός στρατός κατέλαβε τη Βοιωτία και κατέστρεψε την πόλη τους. Αυτό βέβαια δεν τους εμπόδισε την επόμενη χρονιά να στείλουν στρατό να πολεμήσει με τους υπόλοιπους Έλληνες στη μάχη των Πλαταιών.
Ενώ οι 300 του Λεωνίδα βρήκαν δικαιολογημένη δόξα για την ανδρεία και την αυτοθυσία τους, οι 700 Θεσπιείς έμειναν στη σκιά τους. Αν και κανένας νόμος «ή ταν ή επί τας» δεν τους επέβαλε να μείνουν, η αυτοθυσία τους παραγνωρίσθηκε. Η πιο εύγλωττη αναγνώριση της γενναιότητάς τους προέρχεται από έναν ξένο: από το Σκωτσέζο ποιητή Norman Cameron (1905-1953), ο οποίος έγραψε γι’ αυτούς το ποίημα “The Thespians at Thermopylae”.
Αν και οι πολεμιστές του δεν είχαν την αίγλη που τους ταιριάζει, ο Ελικώνας έτυχε της μεγαλύτερης αναγνώρισης για τους ποιητές του. Ο Ησίοδος γεννήθηκε στη μικρή πόλη Άσκρη, κοντά στην κοιλάδα των Μουσών. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κύμη της Μ. Ασίας, απ’ όπου έφυγε (μάλλον κατεστραμμένος οικονομικά) και εγκαταστάθηκε στη Βοιωτία. Ο Ησίοδος έγινε ο θεμελιωτής του διδακτικού έπους, αφήνοντάς μας, μεταξύ άλλων, δύο μακροσκελή επικά ποιήματα, τη «Θεογονία» και το «Έργα και ημέραι». Ήταν ο πρώτος ποιητής στην ιστορία, που αποκάλυψε στο έργο του το όνομά του, καθώς και στοιχεία της ζωής του. Επίσης, είναι ο μονος που, κατά την παράδοση, κέρδισε τον Όμηρο, τον πατέρα όλων των ποιητών, σε ποιητικό αγώνα, παίρνοντας για βραβείο του έναν τρίποδα, που αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Αν και τα ομηρικά έπη είναι κατ’ άρτι προγενέστερα των επών του Ησιόδου, με συνέπεια οι δύο ποιητές μάλλον να μη συνέπεσαν χρονικά, αφήστε εμάς του Ελικώνα να το πιστεύουμε...
Τι μένει σήμερα από την αρχαία μαγεία του Ελικώνα; Γιατί να μας αφορά η ιστορία του, απ’ όπου κι αν καταγόμαστε; Η απάντηση είναι απλή: ο Ελικώνας και οι άνθρωποί του είναι μικρογραφία κάθε τόπου, κάθε λαού στην ελληνική επικράτεια. Είναι ένας τόπος, που χωρίς να πρωτοστατήσει στην ελληνική ιστορία, άφησε καθαρό αποτύπωμα στον πολιτισμό μας με τις αρχαίες πόλεις του, τους μύθους του, τους ποιητές και τους πολεμιστές του. Και είναι αρκετά παραγνωρισμένος, καθώς παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των αρχαιολόγων μας, που ανασκάπτουν και συντηρούν τα κάστρα, τα ερείπια των αρχαίων πόλεων και των οδών που τις συνέδεαν, η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει προχωρήσει όσο θα θέλαμε, ελλείψει πόρων και κρατικής αρωγής. Σ’ αυτούς τους αρχαιολόγους είναι αφιερωμένο το κείμενο αυτό. Κι αφού ξεκινήσαμε ποιητικά για το βουνό των μουσών, έτσι θα κλείσουμε, με τα λόγια του σκωτσέζου ποιητή για τους πολεμιστές του.
Οι τιμές που οι άνθρωποι δίνουν πάντα
πηγαίνουν σ’ εκείνους τους συνεπαρμένους απ’ τη συνήθεια λεβέντες
που το χοντροκέφαλο θάρρος τους είναι ένα είδος φόβου
φόβος για σκέψη και για βλακώδεις μητέρες
με το «ή ταν ή επί τας» στα νώτα τους
Οι Σπαρτιάτες δεν επιτρέπεται να υποχωρούν. Ο έπαινος λοιπόν γι’ αυτούς,
που έτσι στη μάχη προχωρούν, μικρότερος θα’ πρεπε να’ ναι από των άλλων.
Αλλά εμείς, ηθοποιοί και κριτικοι ενός έργου
γεμάτου νηφάλια κι μυαλωμένη κρίση, που μπορούμε και διακρίνουμε
τόσους πολλούς δρόμους, διαλέγουμε ωστόσο το σπαρτιάτικο το δρόμο
Τι έχει λοιπόν να πει η επίσημη ιστορία
για μας, τους Θεσπιείς στις Θερμοπύλες*;
* Οι μεταφράσεις είναι δικές μου• τυχόν αστοχία τους, βαραίνει εμένα, για την οποία ζητώ συγγνώμη. Για το κείμενο αυτό χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, υλικό, που μου παρείχε η αρχαιολόγος Εύη Τσώτα της Εφορίας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας, την οποία ευχαριστώ θερμά.
Για τον Ελικώνα και τις αρχαίες Θεσπιές ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Γεώργιος Τσεβάς – Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας (Κουλτούρα)
- Βασίλειος Αραβαντινός – Το αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών (ίδρυμα Ι. Λάτση)
- ΕΦΑ Βοιωτίας – Ταξιδεύοντας στη Βοιωτία
- Paul Cartledge – Thermopylae (MacMillan)\
Η εικόνα: Πήλινο ομοίωμα άρματος με δύο γυναίκες από Θεσπιές, Αρχ. Μουσείο Θηβών
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment