Όσα χρόνια κι αν περάσουν στην πορεία του ελληνικού κράτους, οι Έλληνες δεν φαίνονται ν’ αλλάζουν το πρίσμα, μέσα απ’ το οποίο βλέπουν τη σχέση τους με τους αρχαίους προγόνους τους. Σίγουρα έχετε συναντήσει ένα νεοέλληνα, ο οποίος έμπλεος συγκίνησης για το μεγαλείο του ελληνισμού πιπιλίζει το γνωστό «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι ήταν ακόμη στα δέντρα»∙ ακόμη καλύτερα, ίσως είστε ένας απ’ αυτούς. Πόσο λοιπόν και γιατί ενδιαφέρουν το νεοέλληνα οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις; Τονώνουν την ψωροπερηφάνεια του έναντι των υπολοίπων λαών, των λιγότερο «περιούσιων» και «ευλογημένων»; Είναι η αρχαιολογία ένα όχημα των ΜΜΕ για να κερδίσουν τηλεθέαση από ένα κοινό αποχαυνωμένο από τη δύσκολη καθημερινότητά του;
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Αμφίπολης. Η πόλη αυτή έχει πλούσια ιστορία και ανασκάφηκε τα έτη 1965-1985 από το Δημήτριο Λαζαρίδη. Μέχρι το θάνατό του το 1985, ο Λαζαρίδης είχε φέρει στο φως το ελληνιστικό νεκροταφείο, το αρχαίο γυμνάσιο και το θέατρο. Από το 1965 είχε παρατηρήσει το λόφο Καστά, αλλά δεν είχε προχωρήσει σε ανασκαφή. Μόλις το 2012 άρχισαν ανασκαφές στο σημείο από την Κατερίνα Περιστέρη, η οποία το 2014 αποκάλυψε ταφικό περίβολο 500 μ. περίπου (αρκετά μεγάλο, ώστε να στεγάζει επιφανή νεκρό) και την είσοδο του τάφου, φρουρούμενη από δύο εντυπωσιακές, ακέφαλες Σφίγγες. Με την είσοδο στον τάφο, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τρεις διαδοχικούς θαλάμους. Τον πρώτο θάλαμο φυλάττουν οι Σφίγγες, το δεύτερο δύο Καρυάτιδες. Στο δεύτερο θάλαμο βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, ενώ το άρμα οδηγεί ο ψυχοπομπός θεός Ερμής. Στον τρίτο θάλαμο βρέθηκαν τα οστά του νεκρού κι έκτοτε επιστήμονες κάθε ειδικότητας πασχίζουν να προσδιορίσουν την ταυτότητα του νεκρού κι αν υπάρχουν κι άλλοι χώροι στο τεράστιο αυτό μνημείο.
Απ’ την πρώτη στιγμή της ανακάλυψης, οι προσδοκίες φούντωσαν. Ποιος μπορεί να έχει ταφεί εκεί; Καλλιεργήθηκε τόσο από τα ΜΜΕ όσο κι ανεπίσημα από διάφορους φορείς ότι πρόκειται για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κι όμως, αυτό είναι μάλλον απίθανο, γιατί υπάρχουν πολλές και ισχυρές αρχαίες πηγές (Καλλισθένης, Αρριανός, Πλούταρχος) που αναφέρουν ότι η σωρός του Μ. Αλεξάνδρου μεταφέρθηκε με ισχυρή συνοδεία ως τα σύνορα Συρίας – Αιγύπτου, όπου την παρέλαβε ο Πτολεμαίος. Ο ισχυρός αυτός στρατηγός έχτισε μαυσωλείο για το μεγάλο στρατηλάτη στην Αλεξάνδρεια, το οποίο επισκέφτηκαν μεταξύ άλλων, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός Αύγουστος και ο αυτοκράτορας του 3ο αι. μ.Χ. Καρακάλλας. Κατά τις ταραχες που προκλήθηκαν απ’ τους πρώτους χριστιανούς, όταν λιντσαρίστηκε η Υπατία και καταστράφηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, πιθανόν καταστράφηκε και το μαυσωλείο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αναγνωρίζεται πλέον ούτε η θέση του.
Ανεξάρτητα, όμως, της ταυτότητας του νεκρού, τι θα θέλατε να βρεθεί στον τάφο τς Αμφίπολης; Για μένα η απάντηση είναι απλή: χαμένα βιβλία. Πριν χλευάσετε την επιλογή, κάντε μαζί μου στις επόμενες γραμμές ένα μικρό ταξίδι στη θάλασσα των χαμένων βιβλίων της αρχαιότητας, μια θάλασσα άγνωστη σήμερα, αλλά καθόλου αφιλόξενη. Κι αν στο τέλος διαφωνείτε με την επιλογή μου, ευχηθείτε να βρεθεί ό,τι άλλο επιθυμείτε.
Όποιος έχει περάσει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια διαβάζοντας Ιλιάδα και Οδύσσεια, θα ενθουσιαζόταν αν ήξερε ότι στον Όμηρο – ή σε όποιον κρύβεται πίσω απ’ αυτό το όνομα – αποδίδονται κι άλλα έργα. Λέγεται ότι έγραψε τα «Κύπρια έπη», την «Αμφιαράου εξέλασιν» και την «Οιχαλίας άλωσιν», ενώ παράλληλα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι τα έπη «Θηβαίς» και «Επίγονοι» που αφορούν το θηβαϊκό κύκλο, τα πάθη της οικογένειας του Οιδίποδα. Εκτός, όμως, από τα «σοβαρά» έπη, στον Όμηρο αποδίδεται κι ένα κωμικό, ο «Μαργίτης», με ήρωα έναν ανεπρόκοπο τύπο, που η ανικανότητά του τον βάζει σε μπελάδες. Μόνο ελάχιστα αποσπάσματα από αυτά τα έργα έφτασαν ως τις μέρες μας.
Σε αντίθεση από τον Όμηρο, ο Βοιωτός Ησίοδος έγραψε διδακτικά έπη. Χάρη στη «Θεογονία» του έχουμε ένα μπούσουλα για την αχανή ελληνική μυθολογία, ενώ το «Έργα και ημέραι» αποτέλεσε το βασικότερο οδηγό για τη γεωργία στην αρχαιότητα. Για τα άλλα έργα του, όμως, ξέρουμε λίγα πράγματα. Η «Ασπίς Ηρακλέους» έχει φτάσει ως εμάς κατά ένα μέρος∙ τα υπόλοιπα, οι «Χίρωνος υποθήκαι», οι «Ιδαίοι Δάκτυλοι», η «Αστρονομία», οι «Γυναικών αρεταί» κ.α. δεν τα κατάφεραν.
Οι λυρικοί ποιητές, ιδίως οι ποιήτριες, δεν είχαν καλύτερη τύχη. Η Σαπφώ, η «δεκάτη μούσα» για κάποιους, έγραψε εκατοντάδες ποιήματα, κομψοτεχνήματα ύφους και έκφρασης, θρηνώντας για την περιφρόνηση του όμορφου Φάωνα ή για την απώλεια των φιλενάδων της. Από αυτά ελάχιστα σώθηκαν από την κριτική των χριστιανών και το χάος της άλωσης της Πόλης το 1453. Το 2014 ένας καθηγητής στην Οξφόρδη δημοσίευσε δύο άγνωστα ποιήματά της από έναν ξεχασμένο πάπυρο προκαλώντας αίσθηση στην επιστημονική κοινότητα. Εκτός απ’ τη Σαπφώ, όμως, κι άλλες γυναίκες αντιμετώπισαν τη χλεύη των ανδρών και το καταστροφικό χέρι του χρόνου. Η Τελέσιλλα από το Άργος εφηύρε ποιητικό μέτρο («τελεσίλλειο») που επιζεί σήμερα, αν και διασώθηκαν ελάχιστοι στίχοι της. Ο χριστιανός διανοητής Τατιανός τη θεωρούσε «κουτή» και τα έργα της ανάξια λόγου. Η Ήριννα από τη Λέσβο μας άφησε μόνο 54 στίχους από το ποίημα «Ηλακάτη», ενώ από άλλες, όπως η Πράξιλλα από τη Σικυώνα (η λεγόμενη και «θηλυκός Όμηρος»), υπάρχουν μόνο τίτλοι. Αλλά και οι άντρες είχαν το δικό τους μερίδιο κακοτυχίας. Τα μόνα ποιήματα του Σόλωνα που διασώθηκαν π.χ. τα χρωστάμε στον Αριστοτέλη, που τα αντέγραψε. Μπορεί κανείς λοιπόν να φανταστεί το κέρδος μας αν ο νεκρός της Αμφίπολης ήταν λάτρης της λυρικής ποίησης.
Όταν βέβαια θέλω πραγματικά να θρηνήσω την απώλεια αρχαίων έργων, σκέπτομαι το θέατρο. Ξέρουμε ότι την εποχή του Πεισίστρατου, σε μιαν αγροτική γιορτή για το Διόνυσο, ένα μέλος του χορού στάθηκε απέναντί στους υπόλοιπους που τραγουδούσαν και απάντησε απαγγέλλοντας. ¨Ηταν ο Θέσπις, που μ’ αυτην την κίνηση εγκαθίδρυσε το θέατρο. Για πάνω από 200 χρόνια ποιητές θα συμμετείχαν σε δραματικούς αγώνες διδάσκοντας τρεις τραγωδίες κι ένα σατυρικό δράμα ο καθένας. Από όλα αυτά τα έργα και τους ποιητές ως εμάς έφτασαν μόνο ελάχιστα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη∙ κατά τα λοιπά, ονόματα και σκόρπια αποσπάσματα. Άνθρωποι όπως ο Φρύνιχος, ο Χοιρίλος κι ο Πρατίνας, που ξεσήκωναν το κοινό της εποχής τους, τώρα είναι γνωστοί για μερικές γραμμές ο καθένας.
Τι φταίει, όμως, γι’ αυτήν την κατάσταση; Πολλοί λόγοι. Ορίστε ένα παράδειγμα. Όταν ο Πτολεμαίος Γ΄ της Αιγύπτου αναδιοργάνωνε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας συνειδητοποίησε με φρίκη ότι δεν έχει κανένα έργο του θεϊκού Αισχύλου. Καθώς μόνο οι Αθηναίοι είχαν τα «Άπαντά» του, πέτυχε να του τα παραχωρήσουν για αντιγραφή έναντι ενεχύρου 15 ταλάντων ασημιού, μυθικού ποσού για την εποχή. Φυσικά, τα έργα δεν επεστράφησαν ποτέ, ο δε Πτολεμαίος διέταξε να μην αντιγραφούν ποτέ. Έτσι, για αιώνες μετά σοφοί απ’ όλον τον κόσμο συνέρεαν στην Αλεξάνδρεια να διαβάσουν Αισχύλο. Ο Πτολεμαίος, όμως, πέθανε, η αυτοκρατορία του αργότερα κατέρρευσε, μετά απ’ αυτήν και η ρωμαϊκή, η Αλεξάνδρεια υπέστη φωτιές, σεισμούς, ορδές φανατικών χριστιανών∙ ο Αισχύλος όμως επέζησε. Μέχρι το 640 μ.Χ. οπότε ο εκεί Χαλίφης με τη λογική «όσοι διαφωνούν με το Λόγο του Θεού είναι βλάσφημοι, όσοι συμφωνούν περιττοί» διέταξε να καούν οι πάπυροι ένας προς έναν. Ο Αισχύλος έγραψε πάνω από 80 έργα όσο ζούσε, σήμερα όμως σώζονται μόλις 7.
Ο Σοφοκλής πάλι δεν είχε προβλήματα με φανατικούς. Έγραψε πάνω από 120 έργα, αλλά διασώθηκαν μόνο 7 τραγωδίες και μέρος από το σατυρικό δράμα «Ιχνευταί». Τα έργα του κέρδιζαν πάντα το πρώτο ή το δεύτερο βραβείο στους δραματικούς αγώνες. Εκτός από δράματα, είχε γράψει και μια πραγματεία «Περί χορού», για την οποία θα σκότωναν οι σύγχρονοι σκηνοθέτες και χορογράφοι. Κάποιος, όμως, από τους αντιγραφείς της ρωμαϊκής εποχής αποφάσισε να μην αντιγράψει όλα τα έργα, αλλά μόνο όσα του άρεσαν.
Από την άλλη μεριά, ο Ευριπίδης δημιούργησε αντιπάθειες στην ίδια του την πόλη παρουσιάζοντας τους ήρωές του όπως είναι (κι όχι, σαν το Σοφοκλή, όπως πρέπει να είναι). Σόκαρε το κοινό του παρουσιάζοντας βασιλιάδες ως ζητιάνους στον «Τήλεφο» και ηγεμόνες σε ατιμωτική ένδεια στον «Βελλεροφόντη». Μετά τον Πελλοπονησιακό Πόλεμο, το κλίμα της πόλης δεν τον σήκωνε κι έτσι μετακόμισε στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχελάου. Έγραψε πάνω από 90 έργα στη ζωή του, σώθηκαν όμως 19. Είναι αρκετά, βέβαια, για να αναρωτηθεί ο Γκαίτε «άρα υπήρξε ποτέ απ’ τον καιρό του Ευριπίδη σε όλα τα έθνη ένας δραματουργός άξιος ακόμη και για να του δώσει τις παντόφλες του;». Λέτε γι’ αυτό να χάθηκαν τα υπόλοιπα δράματά του; Εκτός απ’ τα έργα του Ευριπίδη, χάθηκαν (ολοσχερώς όμως!) και τα έργα του φίλου του, Αγάθωνα. Ο Αγάθων είναι γνωστός ως ο οικοδεσπότης του «Συμποσίου» του Πλάτωνα, αλλά αν και πρωτοπόρος, ούτε αυτός άντεξε το κλίμα της Αθήνας κι ακολούθησε τον Ευριπίδη στη Μακεδονία.
Αν σκέφτεστε ότι οι τραγικοί ποιητές ξεσήκωναν αντιδράσεις, τι να πει κανείς για τους κωμικούς; Η σάτιρα του Αριστοφάνη στρεφόταν κατά πάντων. Οι «Βαβυλώνιοι», το πρώτο του έργο το 426 π.Χ. σατιρίζει τον Κλέωνα, ο οποίος τον υποχρέωσε σε πρόστιμο∙ το έργο χάθηκε. Το 422 π.Χ. οι «Σφήκες» έρχονται δεύτερες στους δραματικούς αγώνες πίσω από το έργο «Προάγων» που ο Αριστοφάνης ανέβασε με ψευδώνυμο∙ και αυτό το έργο χάθηκε. Μόλις 11 έργα του σώθηκαν από τα συνολικά 40. Το ίδιο έπαθαν και οι ομότεχνοί του Κράτις και Κράτιππος. Η σάτιρα κοστίζει...
Δεν είναι, όμως, μόνο οι ποιητές για των οποίων τα έργα θρηνούμε. Λογογράφοι όπως ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος έγραψαν σημαντικό γεωγραφικό και γενεαλογικό έργο, που επηρέασε τον Ηρόδοτο, αλλά δεν σώζεται. Ο Έφορος από την Κύμη έγραψε ελληνική ιστορία από τη μυθική εποχή ως το 356π.Χ. Το έργο του ήταν υποδειγματικό για την αρχαιότητα και καθιερώθηκε ως λαϊκό ευαγγέλιο των Ελλήνων. Δυστυχώς, χάθηκαν και οι 20 τόμοι του. Και πάει λέγοντας.
Υπάρχουν, βέβαια και συγγραφείς που όλοι οι μεταγενέστεροι θεωρούν ευφυείς, αλλά και πάλι αρκετά έργα τους χάθηκαν. Στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη, το κεφάλαιο περί κωμωδίας λείπει (είπαμε, η σάτιρα κοστίζει). Από τα βιβλία του για τα πολιτεύματα εκατοντάδων πόλεων – κρατών έχουμε μόνο μικρά αποσπάσματα. Εξαιτίας αυτών των απωλειών, τα περισσότερα που γνωρίζουμε σήμερα για την αρχαία Ελλάδα αφορούν κυρίως την Αθήνα και τη Σπάρτη.
Θα μπορούσε κανείς να μιλά για τα χαμένα έργα ατελείωτα. Για να καταλάβει κάποιος το μέγεθος της απώλειάς μας, αρκεί να σκεφτεί ότι από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας σώθηκε – αν είμαστε τυχεροί – γύρω στο 1% των βιβλίων. Τα αρχαιοελληνικά έργα μοιάζουν με μια απέραντη θάλασσα. Όσα σώθηκαν είναι μικρά νησιά, απλές κουκίδες μπροστά σ’ όσα αυτή η θάλασσα έχει καταπιεί. Κι έτσι, για έναν ονειροπόλο αρχαιολόγο, ο τύμβος Καστά πίσω και κάτω από τους ανασκαμμένους θαλάμους κρύβει μια σειρά από αεροστεγώς κλεισμένα πιθάρα γεμάτα παπύρους. Παπύρους γεμάτα ένδοξα και αγαπημένα έργα του επιφανούς νεκρού. Ζητάω πολλά;
Για τα χαμένα έργα της αρχαίας Ελλάδας ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Stuart Kelly – To βιβλίο των χαμένων βιβλίων (Πατάκης)
- J. Bury – Αρχαίοι έλληνες ιστορικοί (Παπαδήμας)
- Jacqueline de Romilly – Αρχαία ελληνική γραμματολογία (Καρδαμίτσα)
- Luciano Canfora – Η θάλασσα της ιστορίας (Θεμέλιο)
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment