Η ιστορία είναι σπαρμένη από ονόματα ηγετών, που πέτυχαν να προσφέρουν στο έθνος τους μεγάλες υπηρεσίες, περιποιώντας στο όνομά τους ξεχωριστή τιμή. Ποιά είναι, όμως, η ειδοποιός διαφορά που μετατρέπει έναν απλό άνθρωπο σε ηγέτη; Η μετριοπάθεια, η διπλωματική ευστροφία, η πραότητα μας απασχόλησαν σε προηγούμενα κείμενα. Σήμερα θα μελετήσουμε πως οι ιστορικές συγκυρίες διαμορφώνουν ηγέτες. Ταιριαστό παράδειγμα, ενταγμένο στη θεματική του Μακεδονικού Αγώνα, είναι αυτό του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε στην Στύψη της Λέσβου το 1866, πέρασε όμως τα παιδικά του χρόνια στο Αδραμμύτιο της Μικράς Ασίας, όπου μετακόμισαν οικογενειακώς το 1868, γιατί ο πατέρας είχε εκεί κατάστημα. Έλαβε εξαιρετικά επιμελημένη παιδεία, φοιτώντας στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης κι έπειτα στη Λειψία. Το 1891 επέστρεψε στη Χάλκη, αυτή τη φορά ως καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας και ρητορικής. Το 1894 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και λίγο αργότερα κλήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Ζ΄ να απαντήσει στην επιστολή του Πάπα Λέοντος ΙΓ΄ περί ένωσης των δύο εκκλησιών. Η απάντησή του, με τη μορφή Πατριαρχικής εγκυκλίου, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και εντυπωσίασε.
Μετά από σύντομη αλλά επιτυχημένη θητεία ως επίσκοπος Χαριουπόλεως με έδρα το Πέραν (1896-1900), επιλέχθηκε για τη θέση του Μητροπολίτη Καστοριάς. Αν και αρχικά δίστασε, μετά από παραίνεση του πρεσβευτή της Ελλάδας στην Πύλη, Νικόλαου Μαυροκορδάτου, πείσθηκε να δεχθεί. Η τοποθέτησή του στη Μητρόπολη Καστοριάς δεν ήταν τυχαία, αλλά τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου του Πατριαρχείου για ανάσχεση της επιρροής των Βούλγαρων Εξαρχικών στη Μακεδονία και την τόνωση του ορθόδοξου φρονήματος του τοπικού ελληνικού πληθυσμού.
Για να γίνει κατανοητή η κίνηση αυτή του Πατριαρχείου και η μετέπειτα δράση του Καραβαγγέλη, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις που προηγήθηκαν. Με το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου το 1856 και την υπογραφή του φιρμανίου για την απονομή ισονομίας και ισοπολιτείας σε όλες τις μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Χάττι Χουμαγιούν), δόθηκε το έναυσμα για την αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, που εκδηλώθηκε κυρίως με την άρνηση των ιεραρχών τους να υπόκεινται στο Πατριαρχείο. Τη δεκαετία 1860-1870 οι προστριβές εντάθηκαν, με ομαδικές αποσχίσεις από το Πατριαρχείο κι έντονο παρασκήνιο, στο οποίο κομβικό ρόλο έπαιξε η διχαστική πολιτική των Τούρκων, ώσπου το 1870 ιδρύθηκε στη βορειότερη ζώνη της Μακεδονίας αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία, η Εξαρχία, οριστικοποιώντας το «σχίσμα». Θεσμοθετήθηκε, όμως, η δυνατότητα να υπαχθούν στην Εξαρχία και άλλες περιοχές της Μακεδονίας, εφόσον το επιθυμούσε η ολότητα ή τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Αυτό υποβοήθησε ακόμη παραπάνω τους εθνικούς ανταγωνισμούς, ώστε πλέον ο πληθυσμός να χωρίζεται σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς.
Μετά τη δημιουργία του αυτόνομου βουλγαρικού κράτους το 1878 και την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, η βουλγαρική επιθετικότητα στη Μακεδονία έφτασε στο απόγειό της. Άλλοτε με υλικά ανταλλάγματα, άλλοτε με βία και απειλές επιχείρησαν να μεταστρέψουν τα χωριά της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας σε εξαρχικά. Σε αρκετές περιπτώσεις εκκλησίες κατελήφθησαν εν μία νυκτί και ιερωμένοι εκδιώχθηκαν ή σφαγιάσθηκαν, ενώ τρομοκρατούνταν και φονεύονταν οι πρόκριτοι των χωριών, οι Έλληνες δάσκαλοι και γιατροί.
Το Πατριαρχείο επέδειξε καθ’ όλο το τελευταίο τέταρτο του 19ιυ αιώνα χαρακτηριστική αδυναμία να λάβει δραστικά μέτρα για το πρόβλημα. Η έλλειψη συντονισμού με τις ελληνικές κυβερνήσεις για την οργάνωση της εκπαίδευσης στη Μακεδονία και η δυσαρέσκεια για τους επισκόπους που ενδιαφέρονταν μόνο για την είσπραξη των πατριαρχικών εισφορών από τους χριστιανικούς πληθυσμούς ώθησε πολλούς Έλληνες μακρυά από το Πατριαρχείο.
Παράλληλα, η επίσημη τουρκική πολιτική με τα διάφορά μέτρα που πήρε κατά την ίδια αυτή κρίσιμη περίοδο έμμεσα διευκόλυνε τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας: Αναγνώρισε επίσημα την Εξαρχία, διόρισε Βούλγαρους αντί για Έλληνες επισκόπους στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, περιόρισε τα πατριαρχικά προνόμια, καταδίωξε τα ελληνικά σχολεία την ίδια στιγμή που στήριζε το άνοιγμα βουλγαρικών και την κατάληψη των ελληνικών σχολείων και ιδρυμάτων από εξαρχικούς.
Η βιαιότητα των Βουλγάρων, όμως, σε συνδυασμό με την εφεκτική στάση των Τούρκων απέναντι τους ανάγκασε τον Πατριάρχη να στείλει νεαρούς και δραστήριους ιεράρχες στη Μακεδονία, ώστε να αντιμετωπίσουν δραστικά το πρόβλημα. Έτσι, τοποθετήθηκαν ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα (μετέπειτα Χρυσόστομος Σμύρνης) και ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι.
Από της ενθρόνισή του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ομοίως ενόπλων Βουλγάρων Εξαρχικών. Δεν δίστασε να συναντηθεί με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες (ιδίως με τον αρχηγό τους στη Δυτική Μακεδονία, Βασίλ Τσακαλάρωφ), έδειξε όμως πάντοτε αμείλικτη στάση εναντίον τους. Αρχικά, έστειλε επιστολές προς τους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δεληγιάννη για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Οι εκκλήσεις του, όμως, έπεσαν στο κενό, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις ώφειλαν τότε να τηρούν «άψογη στάση» έναντι των Τούρκων μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897. Άποφάσισε τότε να στηριχθεί στους αυτόχθονες σλαβόφωνους μαχητές της περιοχής του, όπως ο καπετάν Κώττας, ο Στρεμπενιώτης, ο Νταλίπης κ.α..
Περιοδεύοντας αδιάκοπα στην επικράτειά του, ήλθε σε επαφή με πολλούς εξ αυτών μεταστρέφοντας όσους έως τότε είχαν ενταχθεί στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), πείθοντάς τους να πολεμήσουν πλέον κατά των Βουλγάρων. Κατάφερε έτσι πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Πατριαρχείο. Παράλληλα, διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με μέλη πατριωτικών οργανώσεων της Αθήνας, τον Παύλο Μελά, τον υποπρόξενο της Ελλάδας στο Μοναστήριο Ίωνα Δραγούμη, ζητώντας ενισχύσεις σε χρήματα και άνδρες.
Το 1903, με ενέργειες των τελευταίων αποστέλλονται οι πρώτοι Κρήτες οπλαρχηγοί στην περιοχή της Καστοριάς, μεταξύ των οποίων ο Καούδης και ο Μακρής. Με τη δική τους συνοδεία, ο Γερμανός Καραβαγγέλης περιόδευσε ένοπλος σε χωριά της επικράτειάς του, ανοίγοντας εκκλησίες και ξαναλειτουργώντας τες, συμμετέχοντας στο συντονισμό της άμυνάς τους κατά των Βουλγάρων.
Αν και ιεράρχης, κήρρυτε την ένοπλη αντίσταση απέναντι στους Βουλγάρους με τη ρήση «όχι οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος, αλλά οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδόντες αντί οδόντος». Κατηγορήθηκε ότι αυτός έδωσε εντολή στον καπετάν Κώττα να δολοφονήσει το Βούλγαρο κομιτατζή Λάζαρ Ποπτράικοφ ενώ κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε φωτογραφία από το κομμένο κεφάλι του Ποπτράικοφ στο γραφείο του.
Με την έλευση στη Δυτική Μακεδονία του Παύλου Μελά το 1904 ήλθε σ’ επαφή μαζί του και, όταν εκείνος πέθανε, φρόντισε να διεκδικήσει από τις τουρκικές αρχές το σώμα του και να το κηδέψει με τιμές. Έκτοτε, συνεργάσθηκε στενά με τον καπετάν Βάρδα (Γεώργιος Τσόντος), οργανώνοντας τις επιχειρήσεις των ελληνικών αντάρτικών σωμάτων και την άμυνα των χωριών έναντι των Βουλγάρων. Καθώς το μένος του κατά των Βουλγάρων ήταν μεγάλο, κατηγορήθηκε ότι βοήθησε τους έλληνες αντάρτες σε σκληρά αντίποινα κατά Βουλγάρων, ενώ κατηγορήθηκε ότι κατέδωσε τον καπετάν Κώττα στους Τούρκους, γιατί αρνιόταν να εκτελέσει τον αδελφοποιτό του, βούλγαρο κομιτατζή Μήτρο-Βλάχο. Οι κατηγορίες αυτές ουδέποτε αποδείχθηκαν, ενώ είναι ακριβές ότι ο Καραβαγγέλης προσπάθησε να σώσει τον καπετάν Κώττα από την αγχόνη. Από τα απομνημονεύματά του, φαίνεται πάντως η σκληρότητα του Καραβαγγέλη έναντι των κομιτατζήδων, γεγονός που δικαιολογείται από τις συγκυρίες της εποχής.
Η δράση του Γερμανού Καραβαγγέλη υπέρ των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων έγινε γνωστή στους αντιπάλους του κι έτσι, έπειτα από πιέσεις των Τούρκων και των Ρώσων, ο Πατριάρχης τον ανακάλεσε στο Συνοδικό Συμβούλιο στην Πόλη κι έπειτα τον διόρισε επίσκοπο Αμασείας με έδρα τη Σαμψούντα του Πόντου. Εκεί συνέβαλε στην οργάνωση του ποντιακού Ελληνισμού έως το διορισμό του στη Μητρόπολη Ουγγαρίας, την οποία χαρακτήρισε «εξορία». Πέθανε λησμονημένος και πάμπτωχος στη Βιέννη στις 11 Φεβρουαρίου 1935 και αρκετά χρόνια αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν και ενταφιάσθηκαν στην Καστοριά.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης δεν ήταν ο τυπικός χριστιανός ιεράρχης. Λειτούργησε αποκλειστικά για τον εθνικό σκοπό, ενεργώντας πολλές φορές αντίθετα στη χριστιανική διδασκαλία. Η συμμετοχή του στα αντίποινα των ελλήνων ανταρτών κατά των κομιτατζήδων είναι καταδικαστέα από χριστιανικής άποψης∙ δύσκολα όμως μπορεί να τον καταδικάσει κανείς, γνωρίζοντας τις συγκυρίες, μέσα στις οποίες έζησε και έδρασε. Οι συγκυρίες αυτές, ιδίως η αδυσώπητη επιθετικότητα του βουλγαρικού εθνικισμού και η διεκδίκηση της Μακεδονίας και του πληθυσμού της, διαμόρφωσε έναν δυναμικό ηγέτη του τοπικού πληθυσμού, που, συσπειρωμένος γύρω του ζήτησε προστασία και καθοδήγηση. Χάρη και σε αυτόν τον δυναμικό άνθρωπο που έδρασε συχνά αντιχριστιανικά αλλά εύστοχα εντός των τότε συνθηκών, επιτεύχθηκε τελικά η διάσωση του μακεδονικού ελληνισμού.
Για τη ζωή και το έργο του Γερμανού Καραβαγγέλη ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
- Βακαλόπουλος, Το Μακεδονικό Ζήτημα (Επίκεντρο 1988)
- Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (Ηρόδοτος 1999)
- Τα απομνημονεύματα του, εκδοθέντα από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
- Ανεστίδης – Από το αρχείο του Κέντρου Μακεδονικών Σπουδών.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment