Μελετώντας κανείς ιστορία, οφείλει να είναι πρωτίστως πραγματιστής∙ υποθέσεις του ύφους «τι θα γινόταν αν...» απομακρύνουν απ’ τον απαιτούμενο ρεαλισμό. Η ιστορία – ενός έρωτα, μιας ομάδας ή ενός κράτους – γράφεται σε πράγματικό χρόνο με πράξεις κι όχι υποθέσεις. Παρόλαυτα, σκύβοντας κανείς πάνω σε κρίσιμες καμπές και χαρισματικές προσωπικότητες, συγχωρείται ν’ αναλογισθεί μια εναλλακτική ιστορική πραγματικότητα. Και ποια άλλη προσωπικότητα θα δικαιολογούσε λίγο παραπάνω «ρομαντισμό» αν όχι ο Γεώργιος Καρτάλης;
Ο Γεώργιος Καρτάλης γεννήθηκε το 1908 στο Βόλο. Γόνος πλούσιας κι επιφανούς οικογένειας της πόλης, με παράδοση στην πολιτική, θα λάβει επιμελημένη και πολύπλευρη μόρφωση: σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, κατόπιν νομικά στο Μόναχο και τη Λειψία (όπου αναγορεύθηκε βοηθός καθηγητής), οικονομικά στο London School of Economics και μαθηματικά στο Βερολίνο.
Το 1934 επέστρεψε εσπευσμένα στο Βόλο για να κατέλθει στις δημοτικές εκλογές διεκδικώντας τη δημαρχία του Βόλου, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση (το «καρταλικό» κόμμα δέσποζε αιώνες στη Μαγνησία και συνεργαζόταν με τη συντηρητική, αντιβενιζελική, φιλομοναρχική παράταξη). Αν και έχασε τη δημαρχία για λίγες ψήφους, η πρώτη εμπειρία πολιτικού αγώνα του ήταν χρήσιμη. Την επόμενη χρονιά συμμετείχε στις εκλογές με το «Λαϊκό Κόμμα» του Παναγή Τσαλδάρη και εξελέγη βουλευτής Μαγνησίας. Τον Ιούλιο του 1935 ορκίστηκε υφυπουργός Οικονομίας και, με την ίδρυση λίγο μετά Υπουργείου Εργασίας, ανέλαβε πρώτος υπουργός. Επί της υπουργίας του θεσμοθετήθηκαν η κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας, η καθολική εφαρμογή οκταώρου, η υποχρεωτική Κυριακή αργία, το κατώτατο όριο ημερομισθίου, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κ.α.
Ότας δημοκράτης, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 τον επηρέασε ριζικά: αν και ανήκε στο φιλομοναρχικό χώρο, η άνοδος του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία με τη στήριξη του βασιλιά Γεωργίου Β΄ τον μετέτρεψε σε ένθερμο οπαδό της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση, με αποτέλεσμα να συλληφθεί το 1938∙ με απόφαση, όμως, των αρχών δεν εκτοπίστηκε, λόγω του αντίκτυπου του ονόματός του.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου κατατάχθηκε ως εθελοντής στο Πυροβολικό μαζί με το λογοτέχνη Γιώργο Θεοτοκά και τον ηθοποιό Λάμπρο Κωνσταντάρα. Στην Κατοχή, σε αντίθεση με τους περισσότερους πολιτικούς, που κατέφυγαν στο εξωτερικό, ο Καρτάλης παρέμεινε στην Αθήνα κι έψαξε τρόπους αντίστασης. Προσέγγισε δύο απότακτους βενιζελικούς στρατιωτικούς, το Δημήτριο Ψαρρό και τον Ευρυπίδη Μπακιρτζή και το φθινόπωρο του 1942 σύστησε την οργάνωση «Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση» (ΕΚΚΑ) με σοσιαλιστικές αρχές. Η ΕΚΚΑ έδρασε στην Παρνασσίδα και τη Δυτική Στερεά Ελλάδα και το στρατιωτικό της σκέλος ονομάσθηκε 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων.
Σύντομα, η δράση της ΕΚΚΑ προκάλεσε αντιπάθειες στον ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ο οποίος αξίωνε τη διάλυσή της και την ενσωμάτωση στον ΕΛΑΣ. Όταν η ΕΚΚΑ αρνήθηκε, ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε ανοικτά την 23.6.1943. Τότε, με δική του πρωτοβουλία, ο Καρτάλης διέλυσε προσωρινά την ΕΚΚΑ για να αποσοβηθεί ο εμφύλιος πόλεμος και συμμετείχε στο συμβούλιο αντιστασιακών ομάδων στο Κάιρο, ενώ υπέγραψε για λογαριασμό της ΕΚΚΑ τη συμφωνία στο γεφύρι της Πλάκας. Παρόλαυτά, ο εμφύλιος δεν απετράπη, καθώς λίγο μετά ξέσπασε ανοικτός πόλεμος μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε εκ νέου στην ΕΚΚΑ στις αρχές του 1944 και την 7η Απριλίου 1944 άνδρες του ΕΛΑΣ δολοφόνησαν το Δημήτριο Ψαρρό. Ο Καρτάλης συγκλονίσθηκε από το θάνατο του φίλου του και, συμμετέχοντας στο συνέδριο του Λιβάνου το ίδιο έτος, κατήγγειλε τον ΕΛΑΣ για το έγκλημα αυτό και για τις πρακτικές του.
Μετά την απελευθέρωση συμμετείχε στις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ως υπουργός Τύπου (κυβέρνηση Παπανδρέου 1944) και Ανεφοδιασμού (κυβέρνηση Σοφούλη 1945), επιδιώκοντας – μετά τα τραγικά γεγονότα των Δεκεμβριανών – την εθνική συνεννόηση, παρά την πικρία του έναντι των κομμουνιστών. Υπήρξε ένας εκ των υπουργών της κυβέρνησης Σοφούλη που αξίωσε αναβολή των εκλογών του 1946 (καθώς δεν επικρατούσαν ομαλές συνθήκες διεξαγωγής τους) και, βλεποντας την επιμονή του πρωθυπουργού του, παραιτήθηκε και απείχε από τις εκλογές αυτές, με συνέπεια να μείνει τα χρόνια του εμφυλίου στο περιθώριο.
Και πάλι, όμως, δεν έμεινε άπραγος. Στις 24 Νομεβρίου 1946 δημοσίεσε άρθρο του στην εφημερίδα «Ελευθερία», με την οποία πρότεινε την ουδετερότητα της Ελλάδας έναντι των δύο αντιμαχόμενων συνασπισμών του Ψυχρού Πολέμου. Δύο χρόνια αργότερα, συνυπέγραψε το «Τηλεγράφημα των Εννέα» (προσωπικοτήτων) προς τον ΟΗΕ, με το οποίο ζητούσαν ειρήνευση στα Βαλκάνια και τερματισμό του εμφυλίου στην Ελλάδα.
Με τον τερματισμό του εμφυλίου ήλθε και πάλι στο προσκήνιο, συμμετέχοντας στην «Εθνική Πολιτική Ένωση Κέντρου» (ΕΠΕΚ) του Νικολάου Πλαστήρα. Στις κυβερνήσεις 1950-1952 ορίσθηκε αρχικά υπουργός Οικονομικών και κατόπιν Συντονισμού (υπερυπουργός περί τα οικονομικά). Έχοντας τις απαιτούμενες γνώσεις και άμεση αντίληψη της (δραματικής) κατάστασης, ξεκίνησε παρεμβάσεις για την ανασυγκρότηση της οικονομίας. Το έργο του ήταν δύσκολο, καθώς οι συνέπειες των πολέμων ήταν τεράστιες, η δε οικονομική βοήθεια από τις Η.Π.Α. (το λεγόμενο «σχέδιο Μάρσαλ» που λειτούργησε από το 1947 έως το 1952) προϋπέθετε έγκριση των υπουργικών αποφάσεων από τους αμερικανούς ελεγκτές, ενώ τουλάχιστον το 50% τη βοήθειας προοριζόταν για το στρατό που πολεμούσε αρχικά στο Γράμμο και κατόπιν στην Κορέα.
Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ο Καρτάλης έθεσε ως πρωταρχικούς στόχους την αύξηση των δημοσίων εσόδων δια της φορολογίας, τη μείωση του ελλείμματος ισοζυγίου πληρωμών και την εκμετάλλευση της αμερικανικής βοήθειας με τον επωφελέστερο για τη χώρα τρόπο. Για να πετύχει τους στόχους του εφάρμοσε μια πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής και πειθαρχίας: αύξησε τη φορολογία στα είδη «πολυτελείας» (κάτι που εν γνώσει του μείωσε την κατανάλωση και επιβράδυνε την άνοδο του βιοτικού επιπέδου), περιόρισε κατά το δυνατόν τις κυβερνητικές δαπάνες (μειώνοντας όπου μπορούσε τους δημοσίους υπαλλήλους), περιόρισε σημαντικά τη διαφθορά των εφοριακών, προσφέροντάς τους νέο μισθολόγιο και κυνήγησε ανελέητα τους κερδοσκόπους που λυμαίνονταν τις πιστώσεις του σχεδίου Μάρσαλ. Έχοντας ανώτερες γνώσεις οικονομικών και ευρεία παιδεία, κατόρθωσε – σε αντίθεση με τους προκατόχους του – να πείσει τους αμερικανούς για την ορθότητα των κινήσεών του.
Το αποτέλεσμα της πολιτικής του ήταν να εισπράξει μέσα σε ένα μόλις έτος ανέλπιστα υψηλά ποσά από φόρους και να περιορίσει μέσα σε οκτώ μόλις μήνες το προβλεπόμενο έλλειμμα προϋπολογισμού περίπου στο μισό (από 1,8 δις δρχ. το Δεκέμβριο 1951 σε περίπου 0,9 δις δρχ. τον Αύγουστο 1952). Οι επιτυχίες αυτές, όμως, είχαν πολιτικό κόστος∙ στις εκλογές του 1952 ο Πλαστήρας έχασε και ανέλαβε ο «Δημοκρατικός Συναγερμός» του Στρατάρχη Παπάγου. Ο νέος υπουργός Συντονισμού, Σπύρος Μαρκεζίνης, προχώρησε σε υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολλαρίου ΗΠΑ το 1953, δίνοντας έτσι ώθηση στην ελληνική οικονομία για ν’ αναπτυχθεί έκτοτε ραγδαία. Ο ίδιος ο Μαρκεζίνης παραδέχθηκε ότι η επιτυχία πρέπει να πιστωθεί και στον Καρτάλη, ο οποίος προετοίμασε το έδαφος μειώνοντας τα ελλείμματα και σταθεροποιώντας την οικονομία.
Αλλά και στο εκτός οικονομίας πεδίο, ο Καρτάλης ανέδειξε το πολιτικό του ανάστημα, ζητώντας από τον Πλαστήρα άμεση εφαρμογή μέτρων ειρήνευσης (αποφυλάκιση κρατουμένων του εμφυλίου, μέτρα επανένταξής τους κλπ), παρά την αντίδραση του αμερικανικού παράγοντα.
Μετά την επικράτηση της κυβέρνησης Παπάγου, ο Καρτάλης και ο συνταγματολόγος Αλέξανδρος Σβώλος σύστησαν το «Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού» (ΔΚΕΛ), που αποτελείτο από πολιτικούς του κεντρώου χώρου με σοσιαλιστικό προσανατολισμό∙ η πρώτη κεντροαριστερά θα μπορούσε να πει κανείς σήμερα. Το 1954 με περισσή τόλμη έκανε άνοιγμα στην αριστερά με εξαγγελία 10 σημείων κοινής αποδοχής αντιπολίστευσης κατά του Παπάγου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθεί από εχθρούς και φίλους ως «συνοδοιπόρος» και κομμουνιστής.
Η συνεργασία του, όμως, με την ΕΔΑ έφερε γρήγορα αποτελέσματα: στις εκλογές του 1954 εξελέγη δήμαρχος Βόλου, ενώ η συνεργασία απέφερε νίκη στους τρεις μεγαλύτερους δήμους της χώρας. Δεν ασχολήθηκε, όμως, τόσο με τη δημαρχία όσο με την κεντρική πολιτική σκηνή, στην οποία επανήλθε στις εκλογές του 1956 επικεφαλής 20 εκλεγμένων βουλευτών. Ο αιφνίδιος θάνατος του Σβώλου λίγο μετά τις εκλογές αυτές τον αναγόρευσε ηγετικό πόλο του κεντρώου χώρου. Τότε, ανέλαβε πρωτοβουλία για την ενοποίηση του χώρου του κέντρου για κοινή κάθοδο στις εκλογές έναντι της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή. Όντας στο σημείο της μεγαλύτερης ακμής του, θεωρείται τότε ο επόμενος ηγέτης της κεντρώας παράταξης. Αλλά δεν θα προλάβει∙ μετά την πρώτη καρδιακή προσβολή τον Απρίλιο 1957, πεθαίνει από μία δεύτερη στις 27 Σεπτεμβρίου 1957 σε ηλικία 49 ετών.
Το κενό, που άφησε στην πολιτική ζωή της χώρας ήταν μεγάλο. Ανεξάρτητα από ιδεολογικές τοποθετήσεις, οφείλει κανείς να παραδεχθεί ότι ένας πολιτικός με τις πολύπλευρες γνώσεις, το διεθνές κύρος και το συμφιλιωτικό χαρακτήρα του Καρτάλη σε μια δύσκολη εποχή έντονων πολιτικών παθών θα ήταν απαραίτητος είτε ως μέλος κυβέρνησης είτε αντιπολίτευσης. Στο σύντομο πέρασμά του από την πολιτική σκηνή συνέβαλε στην οικονομική σταθεροποίηση, την εθνική συμφιλίωση και κατέβαλε προσπάθεια συνεννόησης με την αριστερά, παρότι κατά την Κατοχή πολεμήθηκε από αυτήν. Βέβαια, δεν ήταν άμοιρος λαθών: η αποχή από τις εκλογές του 1946 στέρησε τη Βουλή από μια φωνή λογικής, όταν οι βουλευτές συνεδρίαζαν ένοπλοι. Περαιτέρω, η τάση του για ουδετερότητα της χώρας σε μια εποχή μεγάλης έντασης του ψυχρού πολέμου ήταν άστοχη σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής, αν και ηθικα επαινετέα. Το συνολικό πρόσημο, πάντως, είναι αναντίρρητα θετικό.
Σε τι μας βοηθά σήμερα η πορεία του Καρτάλη; Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει ευθεία αναγωγή. Παρατηρείται, όμως, από την έναρξη της κρίσης κι έπειτα μια έξαρση πολιτικών παθών, μια άνοδος του φανατισμού. Κι επειδή τα προβλήματά μας δεν είναι μόνο οικονομικά, αλλά βαθύτερα κοινωνικά, μας λείπουν άνθρωποι με παιδεία και πολύπλευρες γνώσεις, με συμφιλιωτικό πνεύμα. Μας λείπουν μη φανατικοί, που να μπορούν να δουν τα πράγματα με τα μάτια των αντιπάλων, που να μπορούν να συνεννοηθούν με τους «άλλους», που να βρίσκουν τρόπο να συμπορευτούν με άλλους παρά τις όποιες διαφορές. Μας λείπουν Καρτάληδες.
Για τη ζωή και το έργο του Καρτάλη υπάρχει μια βιογραφία του από τον Κομνηνό Πυρομάγλου και το συλλογικό έργο «Ο Καρτάλης και η δύσκολη δημοκρατία» της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού.
Η εικόνα προέρχεται από το αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment