Ένας διάσημος καθηγητής πανεπιστημίου βρέθηκε κάποτε σε πολύ λεπτή θεση: η πιο στενή του φίλη του άφησε πεθαίνοντας τη φροντίδα του μονάκριβου γιού της, ενός παιδιού οκτώ ετών. Όταν οι φίλοι του, προσπαθώντας να τον αποτρέψουν απ’ το εγχείρημα, του είπαν ότι δεν έχει παιδιά και συνεπώς δεν ξέρει τίποτα επ’ αυτού, χαμογελώντας απάντησε: «Ξεχνάτε, φίλοι μου, ότι κάποτε ήμουν και γω παιδί».
Δεν είμαι καθηγητής ιστορίας ούτε φιλόλογος κι ούτε σκοπεύω με αυτό το κείμενο να τους υποκαταστήσω. Η ιστορία, όμως, ήταν και είναι το αγαπημένο μου μάθημα και, σαν μαθητής, έχω δικαίωμα και υποχρέωση να ζητώ να διδάσκεται σε όλους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, αλλά χρειάζεται ν’ αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε το μάθημα αυτό, ώστε να επιβεβαιωθεί ξανά η απήχησή του στο πως βλέπει κανείς τον κόσμο. Ιδού κάποιες σκέψεις επί τούτου.
Όπως κάθε μάθημα, η ιστορία είναι προορισμένη να διδαχθεί στο παρόν για να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Το βιβλίο και η διδασκαλία της λοιπόν θα πρέπει να γίνεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, ώστε να κερδίζει το ενδιαφέρον. Τίποτε δεν προκαλεί μεγαλύτερα χασμουρητά σ’ ένα μαθητή από ένα βιβλίο ή έναν καθηγητή, που η γλώσσα και το ύφος τους απευθύνονται σε άλλους από αυτούς που τους διαβάζουν και τους ακούν. Η επιλογή των λέξεων, βέβαια, είναι κρίσιμη, ώστε να μεταφέρει στο παιδί, εκτός από ιστορικές γνώσεις, και λεξιλογικό πλούτο, που τον έχει ανάγκη παντού στη ζωή του.
Εξάλλου, το μάθημα της ιστορίας προορίζεται να διδαχθεί στους πολίτες ενός συγκεκριμένου κράτους και έθνους. Το κράτος μας είναι εθνικό και η ιστορία του έθνους μας είναι μακραίωνη. Η διδασκαλία της ιστορίας μας δεν είναι δυνατόν να κλειστεί στα δέκα χρόνια του σχολείου. Για ν’ αφομοιωθεί, λοιπόν, όσο το δυνατόν καλύτερα, θα πρέπει η διδασκαλία της να επικεντρωθεί στα γεγονότα που σχετίζονται με την Ελλάδα και τους Έλληνες και ν’ ασχοληθεί δευτερευόντως με τα υπόλοιπα γεγονότα, με γνώμονα πάντα την επιρροή που είχαν τα τελευταία αυτά γεγονότα στην ελληνική ιστορία, κατόπιν την ευρωπαϊκή ιστορία και τελευταία την παγκόσμια ιστορία. Για παράδειγμα, η Γαλλική και η Ρωσική Επανάσταση θα πρέπει να διδαχθούν με αυτή τη σειρά λόγω του αντικτύπου που είχε η κάθεμία στην ελληνική ιστορία.
Ζήσαμε αξέχαστες εποχές ως μαθητές καλούμενοι να αποστηθίζουμε ημερομηνίες μαχών και πρωτοκόλλων, ονόματα αυτοκρατόρων, βασιλιάδων, στρατηγών και πάει λέγοντας. Δεν υπάρχει, όμως, εποχή που η αποστήθιση αυτή να έβγαζε νόημα. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και ωφέλιμο για το μαθητή, αντί για σκέτη πολιτικοστρατιωτική ιστορία, να διδάσκεται θεματική ιστορία, με κεφάλαια για όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, που να έχουν λογική συνέπεια και συνέχεια. Απ’ το να θυμάται ένα παιδί αύριο μεθαύριο όλα τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου για την Ελληνική Επανάσταση, ας θυμάται μερικά μόνο και αντί άλλων να κατανοήσει την αλληλουχία και τη σύνδεσή τους με την κοινωνική κατάσταση, τις διεθνείς ισορροπίες, την πνευματική κίνηση στην Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα.
Η σημασία της ιστορίας για τους μαθητές – αυριανούς πολίτες θα έπρεπε λογικά να κινητοποιεί με τέτοιο τρόπο τους ιθύνοντες, ώστε το βιβλίο του σχολείου να είναι αποτέλεσμα συστηματικής και προσεκτικής δουλειάς κι όχι μια προχειρότητα για να φτάσει όπως όπως στα χέρια του μαθητή. Ζήσαμε απείρου κάλλους στιγμές ως υποψήφιοι πανελληνίων εξετάσεων όσοι έπρεπε αφενός να αποστηθίσουμε κάθε λέξη του «γκρί βιβλίου της ιστορίας δέσμης» (ενός βιβλίου – προσωρινής λύσης που διήρκεσε δύο και πλέον δεκαετίες) και αφετέρου να αποστηθίσουμε ότι ο Στράτφορντ Κάνινγκ, νέος πρέσβης της Αγγλίας στην Υψηλή Πύλη επισκέφθηκε τον Καποδίστρια στην Κέρκυρα και έπειτα πήγε απέναντι στην Ύδρα (προφανώς γιατί τα ενδιάμεσα τα κατάπιε το νερό σαν την Ατλαντίδα)...
Οι ακραιφνείς θετικοί επιστήμονες τείνουν να σνομπάρουν την ιστορία ως «θεωρητικό» μάθημα, διότι δεν έχει πειράματα. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι η ιστορία ως επιστήμη δεν έχει εργαλεία. Είναι οι πηγές, με τις οποίες ο μαθητής πρέπει σταδιακά να εξοικειωθεί. Οι πηγές, ελληνικές, αλλά το κυριότερο ξένες (απ’ αυτές που δεν χαϊδεύουν απαραίτητα τ’ αυτιά μας), θα πρέπει να εντάσσονται στο βιβλίο, ώστε ο μαθητής να μπορεί να προσφύγει σ’ αυτές για να κατανοήσει «πως γράφεται η ιστορία» και να εξασκήσει την κριτική του ικανότητα για την αντικειμενικότητα, τη χρονική περίοδο και την ευστοχία κάθε πηγής.
Κι όταν ένα κεφάλαιο ιστορίας τελειώσει, το μάθημα δεν τέλειωσε∙ τότε αρχίζει το σημαντικότερο κομμάτι του. Θα πρέπει να υπάρχει ερέθισμα στο βιβλίο κι ένας δάσκαλος που θα ενθαρρύνει τη συζήτηση πάνω στα γεγονότα που διδάχθηκαν, ώστε να βγει κάποιο χρήσιμο συμπέρασμα από το παρελθόν για το παρόν και το μέλλον. Ένας άνθρωπος που θυμάται όλες τις μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δε σκέφτεται πάνω στις διεθνείς ισορροπίες του 21ου αιώνα μοιάζει με άνθρωπο που βρήκε αρχαίο κείμενο για τη θεραπεία του καρκίνου, αλλά δεν ενδιαφέρεται να το μεταφράσει.
Τελειώνοντας, ένα άλλο σημαντικό ζήτημα με την ιστορία – και κάθε μάθημα – είναι να μπορεί ο δάσκαλος να εντάξει τους μαθητές στη μαγεία του. Κάθε μάθημα εκπέμπει μια ξεχωριστή μαγική ακτινοβολία, καθόλα υγιεινή. Απαιτείται, όμως, να συντονιστούν τα μάτια και τ’ αυτιά του μαθητή με το μήκος κύματος αυτής της ακτινοβολίας. Αυτό δε γίνεται πάντα μέσα στην τάξη. Χρειάζεται πότε πότε να βγαίνεις απ’ αυτή και να επισκεφτείς επί τόπου μέρη όπου γράφτηκε ιστορία ή μουσεία και να συμμετέχεις σε δραστηριότητες για να μπεις στο πετσί των ανθρώπων, την ιστορία των οποίων διαβάζεις.
Γιάννης Δρίτσουλας
Εικόνα: Το εξώφυλλο της ιστορίας Γ΄ Λυκείου στις αρχές δεκαετίας 1990, ένα υπέροχο βιβλίο για μαθητές λυκείου.
Add new comment