Στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου χιλιάδες Έλληνες και ξένοι συρρέουν για ν’ απολαύσουν τις ομορφιές της, κάθε δρόμος έχει μία ή περισσότερες ιστορίες να πει. Παλιά κτίρια, βυζαντινές εκκλησίες, ρωμαϊκές αρχαιότητες συνθέτουν ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό μίγμα. Κομμάτι αυτής της ποικιλίας, στριμωγμένος ανάμεσα στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης και στην οδό Μητροπόλεως είναι ένας δρόμος που αντιπροσωπεύει στη συλλογική μνήμη κάτι παραπάνω από καλή μπουγάτσα και καζάν ντιπί• είναι η οδός Προξένου Κορομηλά, που πήρε το όνομά της από ένα δραστήριο κρατικό λειτουργό, που συνέδεσε την καριέρα του με την πιο κρίσιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Λάμπρος Κορομηλάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1856 κι ήταν ο δεύτερος γιος του εκδότη Ανδρέα Κορομηλά. Μετά την Ελλάδα, συνέχισε με σπουδές φυσικής και μαθηματικών στο Tubingen και οικονομικών στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ανέλαβε για λίγο τον εκδοτικό οίκο του πατέρα του, ενώ αργότερα διαδέχθηκε τον αδελφό του στη διεύθυνση της «Εφημερίδος», την οποία ανέδειξε με τα άρθρα του σε σπουδαίο πολιτικό όργανο. Το 1892 δημοσίευσε το άρθρο «Έσοδα και φόροι», που αποτέλεσε σταθμό για τη μελέτη των ελληνικών δημοσιονομικών.
Έλαβε ενεργά μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1896 και το επόμενο έτος στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το ίδιο έτος διορίσθηκε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, μέχρι την παραίτησή του το 1899. Τότε, ξεκίνησε εντατικά μαθήματα τουρκικής και βουλγαρικής γλώσσας προκειμένου να συνεισφέρει στο Μακεδονικό Αγώνα. Επιπλέον, επιδόθηκε σε ταξίδια σε Κωνσταντινούπολη, Μακεδονία, Θράκη και Μικρά Ασία, προκειμένου να σχηματίσει ίδια αντίληψη της κατάστασης. Έδρασε έτσι παρασκηνιακά ως το 1904, οπότε η ελληνική κυβέρνηση τον διόρισε πρόξενο στη Φιλλιπούπολη (πόλη στη σημερινή Βουλγαρία με συμπαγή τότε ελληνικό πληθυσμό), με σκοπό να προασπίσει τα συμφέροντα του ελληνικού πληθυσμού και να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη βουλγαρική επιθετικότητα.
Για να κατανοήσει κανείς τη συμβολή του Λάμπρου Κορομηλά στο Μακεδονικό Αγώνα, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του αφενός την πολιτική κατάσταση στη Μακεδονία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και αφετέρου τις εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που επηρέαζαν τόσο τη στάση του ελληνικού κράτους όσο και των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής έναντι Τούρκων, Βουλγάρων και των λοιπών λαών στα Βαλκάνια.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 τερματίστηκε με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878. Με τη συνθήκη αυτή δημιουργήθηκε η «Μεγάλη Βουλγαρία», η οποία εκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, παραγνωρίζοντας την ύπαρξη των ελληνικών πληθυσμών. Χάρη στην αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, η συνθήκη αυτή αναθεωρήθηκε στο συνέδριο του Βερολίνου το ίδιο έτος. Οι αποφάσεις, όμως, του συνεδρίου του Βερολίνου άφησε όλες τις βαλκανικές δυνάμεις δυσαρεστημένες από την τελική ρύθμιση των συνόρων τους. Έτσι, κάθεμια είχε πρωταρχικό σκοπό να συμπεριλάβει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονίας στη δική της επιρροή. Στους εθνικούς αυτούς ανταγωνισμούς καταλυτικό ρόλο έπαιζε ο τουρκικός παράγοντας, ο οποίος προσπαθώντας να διατηρήσει το status quo, ασκούσε αντιφατική πολιτική, που αποσκοπούσε στη διάσπαση και διαίρεση των βαλκανικών δυνάμεων και την εξασθένιση του ελληνικού στοιχείου.
Οι πρόξενοι της Ελλάδας στη Μακεδονία υπέβαλλαν στην κυβέρνηση υπομνήματα που άλλοτε υιοθετούνταν κι άλλοτε όχι. Η επίσημη ελληνική πολιτική στο Μακεδονικό Ζήτημα συνίστατο στην αρχή: αγαθές σχέσεις των προξενείων με τις κατά τόπους τουρκικές αρχές, ώστε να μη κινδυνεύουν οι ελληνικοί πληθυσμοί. Οι ελληνικές κυβερνήσεις έπρεπε εκείνη την εποχή να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο προτεραιότητες: το Κρητικό Ζήτημα, που ωθούσε σε ανοικτή ρήξη με την Τουρκία και το Μακεδονικό Ζήτημα, που συνεπαγόταν συνεργασία με την τουρκική διοίκηση. Έτσι, στάθηκε αδύνατο να τηρηθεί μια ενιαία και σταθερή γραμμή• αντίθετα, οι ενέργειες της Πολιτείας ήταν συγκυριακές και κατευθύνονταν από τα γεγονότα αντί να τα κατευθύνουν.
Η άνοδος της βουλγαρικής επιθετικότητας μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885 και την αποστολή ενόπλων στη Μακεδονία (κομιτατζήδες) ανάγκασε την Ελλάδα να συντονισθεί με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ώστε να σταλούν στη Μακεδονία Έλληνες δάσκαλοι, ιερείς και γιατροί για την τόνωση της εθνικής συνείδησης και του ηθικού των ελληνικών πληθυσμών. Τα μέτρα αυτά, όμως, δεν ήταν ικανά να πετύχουν το στόχο. Μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897, οι ελληνικές κυβερνήσεις ώφειλαν να τηρούν «άψογη στάση» έναντι της Τουρκίας κι έτσι δεν μπορούσαν να επέμβουν ανοιχτά στο Μακεδονικό Ζήτημα. Το βάρος της προσπάθειας έπεσε στους ώμους των ντόπιων, αλλά και θαραλλέων κρατικών λειτουργών, όπως ο Κορομηλάς.
Στη Φιλλιπούπολη, όπου έδρευαν τα βουλγαρικά κομιτάτα, παρακολουθούσε τους τρόπους και μεθόδους εργασίας τους, υποδυόμενος ακόμη και τον ομοϊδεάτη τους. Μπόρεσε έτσι να πληροφορήσει ορθά την ελληνική κυβέρνηση για τις κινήσεις και τους στόχους τους. Το Σεπτέμβριο του 1904 τοποθετήθηκε Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη όπου έδρασε εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1907.
Στη Θεσσαλονίκη έως εκείνη την εποχή ο προκάτοχος του Κορομηλά Ευγένιος Ευγενιάδης αντιπροσώπευε το πνεύμα και την πολιτική του Ελληνισμού αμέσως μετά την καταστροφή του 1897. Άτολμος άνθρωπος, που απέφευγε τις πολλές κοινωνικές επαφές, πίστευε ότι θα έπρεπε το ελληνικό κράτος να επιδιώξει πάση θυσία την συνεργασία των Τούρκων. Έναντι των κομιτατζήδων είχε μια παθητική και απαισιόδοξη στάση, σχεδόν μοιρολατρική.
Ο Κορομηλάς απεναντίας έφερε μιαν άλλη λογική. Το Ελληνικό Προξενείο είχε εγκατασταθεί σε κτίριο πού συγκοινωνούσε με την Μητρόπολη μέσα από μια μικρή πόρτα στην αυλή του. Μέσω αυτής της πόρτας μπορούσαν να εισέρχονται κρυφά στο Προξενείο οι έλληνες πράκτορες, αλλά και κάθε Έλληνας της Μακεδονίας, που ως Τούρκος υπήκοος δεν μπορούσε να προστρέξει φανερά εκεί για προστασία.
Έπειτα, πριν καν έρθει ο ίδιος στή Θεσσαλονίκη, επί τη βάσει όμως οδηγιών πού έδινε η Αθηνα, άρχισαν να έρχονται με ψευδώνυμα ως γραφείς τού Προξενείου νεαροί αξιωματικοί, όπως ο υπολοχαγός Αβράσογλου (Αβρακιώτης), ο υπομοίραρχος Σπυρομήλιος (καπετάν Μπούας), οι υπολοχαγοί Μαζαράκηδες, ο Αλέξανδρος Οθωναίος (Παλμίδης) κ.α. Οι αξιωματικοί αυτοί φρόντιζαν για τη συλλογή πληροφοριών, τη διανομή όπλων, το πέρασμα ανταρτών από την ελεύθερη Ελλάδα στη Μακεδονία, για το συντονισμό της δράσης των ανταρτικών σωμάτων, ενώ ορισμένοι, φεύγοντας από το Προξενείο, ανέλαβαν επικεφαλής τέτοιων σωμάτων. Περαιτέρω, ο Κορομηλάς ίδρυσε μυστική «Όργάνωση Θεσσαλονίκης» που βοηθούσε τα ένοπλα ανταρτικά σώματα.
Παράλληλα με τη δουλειά στο Προξενείο, ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική δραστηριότητα φροντίζοντας να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τον Ελληνισμό της Θεσσαλονίκης, συναντούσε συχνά τους διπλωματικούς αντιπροσώπους ιδίως της Γαλλίας, της ’Αγγλίας, της Ρωσσίας και της Αύστρίας ενώ επισκεπτόταν συχνά όλες τις Τουρκικές πολιτικές αρχές του βιλαετιού. Ο επίτροπος του Σουλτάνου στη Μακεδονία, Χιλμή Πασάς, ήταν γνώριμος του Κορομηλά απ’ την εποχή που ο τελευταίος βρισκόταν στην Πόλη κι αυτό βοήθησε στη συχνή επαφή τους προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.
Η εμφανής, όμως, σύνδεση του Κορομηλά με την ελληνική ένοπλη δράση οδήγησε στις εύλογες διαμαρτυρίες της Πύλης. Έτσι η ελληνική κυβέρνηση, το καλοκαίρι του 1906, αναγκάστηκε να τον αποσύρει από την προξενική του θέση στη Θεσσαλονίκη. Προκειμένου όμως να αποτραπεί η οριστική όσο και καταστροφική απομάκρυνσή του από τη Μακεδονία, ο Κορομηλάς πήρε τον τίτλο του Γενικού Επιθεωρητού των ελληνικών προξενείων της περιοχής αυτής. Κατ' αυτόν τον τρόπο η παραμονή του στα μακεδονικά βιλαέτια παρατάθηκε μέχρι το τέλος του 1907, οπότε, μετά από ισχυρές εξωτερικές πιέσεις, διορίστηκε πρεσβευτής στην Ουάσιγκτων.
Το 1910 όταν επανήλθε στην Ελλάδα παραιτήθηκε του διπλωματικού σώματος και αναμίχθηκε με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής και ανέλαβε υπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου. Εν όψει του επερχόμενου τότε βαλκανικού πολέμου κατάφερε στη διετία 1910-1912 να συγκεντρώσει σημαντικό αποθεματικό κεφάλαιο για τις ανάγκες του πολέμου, που παρόμοιο δεν υπήρξε ούτε είχε προβλεφθεί στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Λίγο πριν την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών κι ενώ ήταν πολέμιος των Σλάβων, πρώτος αυτός εισηγήθηκε σε κυβέρνηση και Βασιλιά την αναγκαιότητα της Βαλκανικής συνεργασίας, ιδίως με Σέρβους και Βουλγάρους. Το 1913, όμως, μετά από διαφωνία με τον Βενιζέλο, παραιτήθηκε. Πέθανε το 1923 στην Αμερική, όπου είχε αποσυρθεί από το 1920.
Τι χρησιμεύει η πολιτεία του Λάμπρου Κορομηλά στη σημερινή εποχή των γεωστρατηγικών προκλήσεων; Καταδεικνύει εύγλωττα τις απαραίτητες αρετές των δημόσιων λειτουργών, όπου θα στηριχθεί το κράτος για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις αυτές: Ευρυμάθεια, τόλμη, βαθιά αίσθηση καθήκοντος. Μα πάνω απ’ όλα οξυδερκή κατανόηση των διεθνών σχέσεων, χωρίς ιδεοληψίες. Ενώ το 1904 ο Κορομηλάς ανέλαβε να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα κατά των Βουλγάρων, το 1912, κατανοώντας την ανάγκη της συγκεκριμένης περιόδου, προώθησε την ελληνοβουλγαρική συνεννόηση, συμβάλλοντας στο θρίαμβο των Βαλκανικών πολέμων. Για το λόγο αυτό η πολιτεία του αξίζει προσεκτικής μελέτης.
Για τη ζωή του Λάμπρου Κορομηλά ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
- Βακαλόπουλος, Το Μακεδονικό Ζήτημα (Επίκεντρο 1988)
- Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (Ηρόδοτος 1999)
- Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, (Καστανιώτης 2000)
- Βασίλειος Λαούρδας, Το Ελληνικόν Προξενείον Θεσσαλονίκης 1903-1908 (Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου 1961).
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment