Η τόνωση της αρχαιολογίας ως πατριωτική πράξη
Στους γονείς μου για τη μόρφωση που μου προσέφεραν
Είναι δεδομένο ότι το επάγγελμα του αρχαιολόγου είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα στην Ελλάδα. Μπορεί να περνάμε κρίσεις πατριωτισμού και ψωροπερηφάνειας κάθε φορά που αναλογιζόμαστε το μακραίωνο παρελθόν μας, αλλά δε θεωρούμε «πατριωτισμό» ούτε προτεραιότητα του κράτους την αρχαιολογία• ούτε καν τουριστικά. Για την αρχαιολογία και τους αρχαιολόγους έχει παγιωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο του Νεοέλληνα μια στάση, που είναι πραγματικός άθλος να εκριζωθεί.
Κι όμως, η τόνωση της αρχαιολογικής έρευνας είναι μέγιστη πατριωτική πράξη κι όχι μόνο για τουριστικούς λόγους. Κι αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό αν εξετάσει κανείς μία μία τις πτυχές της στάσης του Νεοέλληνα απέναντι στην αρχαιολογία.
Κατά πρώτον, για πολλούς Έλληνες η αρχαιολογία δεν είναι μια πρακτική επιστήμη. Έχει συνδεθεί κυρίως με μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, με τη διατήρηση του παρελθόντος. Είναι κάτι αόριστα θετικό μεν, ελάχιστα χρήσιμο δε, αφού δεν οικοδομεί τίποτα, δεν είναι δημιουργικό, δεν αφορά το μέλλον.
Η αλήθεια δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική. Η πρακτική φύση της αρχαιολογίας φαίνεται από το σκοπό της. Βασικός σκοπός της είναι η γνώση του παρελθόντος μας. Το να γνωρίζει κανείς το παρελθόν του, τις ρίζες του, οδηγεί στην αυτεπίγνωση. Συνεπάγεται εμπέδωση τόσο των στοιχείων που μας ξεχωρίζουν από τους άλλους λαούς και μας κάνουν μοναδικούς όσο και εκείνων που μας ενώνουν με αυτούς. Τα πορίσματα της αρχαιολογίας είναι κυρίως αυτά που δημιουργούν μια ιστορική συνέχεια σε έναν λαό κι ένα έθνος. Κι αυτή η ιστορική συνέχεια αποτελεί έναν (εξίσου σημαντικό με άλλους, αν όχι τον σημαντικότερο) συνεκτικό δεσμό για την κοινωνία για το παρόν και το μέλλον.
Εκτός αυτού, όμως, κεφαλαιώδης σκοπός της αρχαιολογίας είναι να αποδείξει την αλήθεια για κάθετι που θεωρούμε ιστορία. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε ότι είναι ή τι θα θέλαμε να είναι ιστορική αλήθεια όσον αφορά την αρχαιότητα, η αρχαιολογική έρευνα καλείται καθημερινά να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τους αρχαίους ή και μεταγενέστερους συγγραφείς.
Πάρτε για παράδειγμα τον Ηρόδοτο. Θεωρείται ο «πατέρας της ιστορίας», γιατί πρώτος αυτός διαχώρισε τη φήμη από το γεγονός, το μύθο από την πραγματικότητα. Στο έργο του δεν υπάρχουν αμιγώς ιστορικές πληροφορίες, αλλά και γεωγραφικές, εθνολογικές, λαογραφικές και πολλών άλλων ειδών, καθώς ο Ηρόδοτος ήταν πολυταξιδεμένος και φιλοπερίεργος, μπόλιαζε δε το καθαυτό ιστορικό κείμενό του με μια σειρά άλλες λεπτομέρειες. Προσπάθησε να καταγράψει με κριτική σκέψη ό,τι ισχύει επικρίνοντας άλλους, όπως τον Εκαταίο από τη Μίλητο και τον Ελλάνικο από τη Μυτιλήνη, που ενέταξαν δοξασίες και μύθους στα έργα τους.
Παρά ταύτα, ο Ηρόδοτος δεν ξέφυγε από την κριτική των μεταγενεστέρων. Συγκρίνοντάς τον με το Θουκυδίδη, συνειδητοποιεί κανείς τις επιστημονικές ελλείψεις του. Για πολλούς θεωρείται υπερβολικός, προκατειλημμένος υπέρ κάποιων κατά άλλων και γεμάτος προλήψεις. Δεδομένου μάλιστα ότι για ένα μεγάλο κομμάτι της αρχαιότητας είναι η μοναδική σωζόμενη αρχαία πηγή, ορισμένοι αμφισβητούν συνολικά την αξιοπιστία του έργου του.
Χάρη στην αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων 50 ετών, αρκετά από τα λεγόμενα του Ηροδότου που θεωρήθηκαν υπερβολικά, μεγαλοστομίες (π.χ. για να εκθειάσει τις νίκες των Ελλήνων έναντι των Περσών στα μηδικά ή την ελληνική επέκταση σε όλη τη Μεσόγειο με πόλεις-κράτη), πλέον επιβεβαιώνονται• είναι η καλύτερη «εκδίκηση» του Ηροδότου έναντι των επικριτών του 2500 χρόνια μετά.
Για να κατανοήσει κανείς τη δυσκολία και ταυτόχρονα την αξία της αρχαιολογικής έρευνας και τεκμηρίωσης, αρκεί να σκεφτεί ότι από τα αρχαία ελληνικά κείμενα κάθε είδους σώθηκε ως τις μέρες μας ποσοστό 1‰, κι αυτό αν είμαστε τυχεροί. Η αρχαιολογία έρχεται να καλύψει αυτό το δυσβάσταχτο κενό άλλοτε προσπαθώντας να αποδείξει ως γεγονότα πράγματα για τα οποία δυστυχώς δεν υπάρχουν αρχαίες πηγές κι άλλοτε προσπαθώντας να ανακαλύψει αρχαία κείμενα στα πιο απίθανα μέρη. Για παράδειγμα, στα ερείπια ενός σπιτιού στην Αφροδιτόπολη της Αιγύπτου, αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στις αρχές του 20ου αιώνα μέσα σ’ ένα δοχείο έναν πάπυρο με τμήμα μιας κωμωδίας του Μένανδρου. Συνδυάζοντάς το τμήμα αυτό με άλλα διασωθέντα τμήματα της αυτής κωμωδίας, κατάφεραν να την ανασυνθέσουν ολόκληρη. Πλέον, ο «Δύσκολος» του Μένανδρου παίζεται κανονικά στο θέατρο. Αν όμως είστε πιο «πρακτικοί» και το θέατρο σας αφήνει αδιάφορους, πριν μισό αιώνα ανακαλύφθηκε ξεχασμένο σε ένα μοναστήρι ένα παλίμψηστο* με ένα χαμένο έργο του Αρχιμήδη, το οποίο – αφού αποκαταστάθηκε από τους αρχαιολόγους – μας έδωσε τρομακτικές πληροφορίες για την πορεία την αρχαίας ελληνικής επιστήμης και τεχνολογίας.
Στην αρχαία ελληνική ιστορία υπάρχουν σημαντικά κενά, τόσο χρονολογικά όσο και γεωγραφικά. Για ολόκληρες περιόδους, όπως οι «Σκοτεινοί Αιώνες» που μεσολαβούν από την πτώση των Μυκηναϊκών βασιλείων (1120 π.Χ.) ως την αρχαϊκή εποχή (800 π.Χ. περίπου) υπάρχει πυκνό σκοτάδι. Εκτός απ’ την Αθήνα, τη Σπάρτη και λίγες ακόμη πόλεις, για τις υπόλοιπες δεν έχουμε παρά ελάχιστες πληροφορίες κι αυτές κατά την κλασσική αρχαιότητα. Τα έργα μεγάλων ιστορικών της αρχαιότητας, όπως του Έφορου από την Κύμη, του Φιλόχορου, του Τίμαιου από το Ταυρομένιο έχουν χαθεί σχεδόν ολόκληρα, ενώ τα έργα άλλων όπως του Πολύβιου ή του Διόδωρου του Σικελιώτη έχουν σωθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος. Πώς θα καλυφθεί αυτό το κενό αν όχι με την αρχαιολογική έρευνα;
Πόσες φορές έχουν ακούσει οι μαθητές που περιλαμβάνουν στο μηχανογραφικό τους το τμήμα αρχαιολογίας «Μα καλά, σκαφτιάς θα γίνεις;». Για κάποιο λόγο, όλοι οι αρχαιολόγοι ταυτίζονται στον κοινό νου με κάποιον που κραδαίνει ένα φτυάρι. Ο αρχαιολόγος, όμως, είναι πολλά περισσότερα από αυτό. Καλείται να γνωρίζει, να συνδυάζει και να αξιολογεί τα πορίσματα πολλών και διαφορετικών επιστημονικών πεδίων (γεωλογία, γεωγραφία, ιστορία, ανθρωπολογία, φυσική, χημεία, φιλολογία, κλπ). Φυσικά, κανείς στις μέρες μας δεν μπορεί να είναι πανεπιστήμονας. Είναι πλέον αδήριτη ανάγκη στις ανασκαφές να συνεργάζεται ευρεία ομάδα επιστημόνων διαφόρων κλάδων. Το συντονισμό, όμως, όλων αυτών επωμίζεται ο αρχαιολόγος κι αν μη τι άλλο, αυτό δείχνει την πολυεπίπεδη δυσκολία και την αξία της εργασίας του.
Κατά καιρούς ανακυκλώνεται το παράπονο ότι το ελληνικό κράτος δεν επενδύει στην αρχαιολογική έρευνα, συνεπώς το να σπουδάσει κανείς αρχαιολογία στην Ελλάδα συνεπάγεται σχεδόν σίγουρα ανεργία. Ακόμη κι αν αυτό είναι αλήθεια, δεν δικαιολογεί μοιρολατρία. Όποιος θέλει ν’ αλλάξει μια κατάσταση, οφείλει να κάνει κάτι γι’ αυτό. Οι λύσεις μάλιστα δεν έχουν πάντα ως βάση τα χρήματα αλλά το ενδιαφέρον. Η αναδιάταξη των προτεραιοτήτων του κρατικού προϋπολογισμού προϋποθέτει κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Και δεν εννοούμε με αυτό διαδηλώσεις και πορείες για αύξηση της επιχορήγησης του Υπουργείου Πολιτισμού. Στις πραγματικές δημοκρατίες, και μόνο το έντονο ενδιαφέρον των ενεργών πολιτών κινητοποιεί την Πολιτεία. Η αύξηση της επισκεψιμότητας των χώρων πολιτισμού, φερειπείν αλλάζει (και λόγω εισπράξεων) τις προτεραιότητες ενός κράτους.
Είναι, όμως, προτεραιότητα του κράτους η αρχαιολογία; Στους χαλεπούς αυτούς καιρούς δε θα’ πρεπε να είναι, θα πουν κάποιοι. Σε σχέση με άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, η αρχαιολογική έρευνα φαντάζει πολυτέλεια και περιττή χλιδή, τουλάχιστον για τώρα• αργότερα, όταν ορθοποδήσουμε, το επανεξετάζουμε.
Η απάντηση αυτή δεν είναι μόνο λανθασμένη• αποτυπώνει μια εντελώς στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας. Στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης είναι απαραίτητη η χάραξη μια νέας οικονομικής στρατηγικής από ανθρώπους που ήδη έχουν ή θα υιοθετήσουν μια νέα νοοτροπία. Καθώς η αρχαιολογία συντελεί στην προαγωγή πολιτισμικών οικονομικών αγαθών, είναι μέρος της λύσης κι όχι του προβλήματος της οικονομικής κρίσης. Η αρχαιολογία λοιπόν μπορει ν’ αναδειχθεί από πολυτέλεια σε πηγή σημαντικών εσόδων, αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις.
Σημαντικότερη, όμως, διαπίστωση είναι τούτη: η κρίση αυτή είναι πολυεπίπεδη και το οικονομικό σκέλος της είναι ίσως το ευχερέστερα αντιμετωπίσιμο. Το επίκεντρο του προβλήματος είναι κοινωνικό, είναι μία κρίση αξιών και προτεραιοτήτων, που έχει ως σύμπτωμα την οικονομική δυσπραγία. Τι κάνει κανείς λοιπόν όταν βιώνει μια τέτοια κρίση, όταν αμφισβητούνται οι βασικοί πυλώνες της ζωής του;
Για να αντιμετωπίσουν τόσο επικίνδυνες καταστάσεις με ασφάλεια, οι λαοί ανατρέχουν στις ρίζες τους. Στο μέτρο που η αρχαιολογία ανακαλύπτει, εξηγεί, διασώζει και συντηρεί μεγάλο τμήμα του πολιτισμικού μας οικοδομήματος, είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας με τις ρίζες μας. Για το λόγο αυτό και μόνο θα έπρεπε, ειδικά σε συνθήκες κοινωνικής και θεσμικής κρίσης, να αποτελεί προτεραιότητα κοινωνικής πολιτικής.
Τελικά, όταν ακούτε τη λέξη πατριώτης, τι σας έρχεται στο νου; Στρατιώτες που υπερασπίσθηκαν – και με το αίμα τους – τα σύνορα; Χαρισματικοί ηγέτες που οδήγησαν τη χώρα στην ασφάλεια εν μέσω χάους; Εντάξει, είναι εύκολη η αναγωγή. Οι αρχαιολόγοι στην Ελλάδα συνήθως οφείλουν να εργασθούν υπό αντίξοες συνθήκες (υποχρηματοδότηση, γραφειοκρατία, νεποτισμός, ανταγωνισμοί από τους λοιπούς του κλάδου, ειδικά όταν κάνουν σπουδαία ανακάλυψη) και συχνότερα αργά και αφανώς συνεχίζουν να αυξάνουν με τη δουλειά τους το πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Σ’ έναν ειρηνικό κόσμο, γεμάτο ατέλειες, αυτό είναι αρκετά πατριωτικό, ακόμη κι αν κραδαίνεις φτυάρι αντί για αυτόματο.
* Με τον όρο παλίμψηστο περιγράφονται αρχαία κείμενα σε παπύρους ή περγαμηνές ή ζωγραφικοί πίνακες που επικαλύφθηκαν με άλλο κείμενο ή εικόνα σε μεταγενέστερη εποχή για να χρησιμοποιηθούν ξανά ως βάση για τη δημιουργία νέων έργων (Wikipedia)
Στην εικόνα: τμήμα του αρχαιολογικού χώρου στο νησάκι Δεσποτικό, όπου η ομάδα του αρχαιολόγου Γιάννη Κουράγιου (όνομα και πράγμα) έφερε στο φως μία ολόκληρη αρχαία πολιτεία.
Γιάννης Δρίτσουλας
Recent comments