Στο θείο Ηλία και τη θεία Μένη Τσουκαλά, η μνήμη τους μένει
Το Δεκέμβριο του 2020 τροποποιήθηκε το άρθρο 45 του ν. 3028/2002 (αρχαιολογικός νόμος), που αφορά στο δανεισμό αρχαιοτήτων σε ξένα μουσεία. Πλέον, είναι νομικά δυνατός ο μακροχρόνιος δανεισμός κινητών αρχαιοτήτων (αντικειμένων των μουσειακών συλλογών) για χρονικό διάστημα κατά μέγιστο 25 έτη, με δυνατότητα άπαξ ανανέωσης για άλλα 25 έτη. Με άλλα λόγια, με απόφαση των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού, θα μπορούμε να δανείζουμε αρχαιότητες σε ξένα μουσεία έως και για 50 έτη. Σκοπός είναι ασφαλώς η προβολή της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Διαβάζοντας (για) το νέο αυτό νόμο, ο νους μου γύρισε σ’ ένα παραμύθι που είχα λατρέψει μικρός, τμήμα ενός βιβλίου του γάλλου ακαδημαϊκού Μπερνάρ Κλαβέλ, με τίτλο «Μύθοι και θρύλοι απ’ όλες τις χώρες». Το παραμύθι έχει τίτλο «Οι σιδεράδες του βουνού Μπόλοβα», προέρχεται από τη Φινλανδία και παρακάτω θα υποστείτε μια περίληψή του.
Στη Φινλανδία όλοι ήξεραν το βουνό Μπόλοβα, αλλά κανείς δεν είχε ανέβει σ’ αυτό. Εκεί κατοικούσαν δαίμονες-σιδεράδες, που είχαν τυλίξει το βουνό με μια πυκνή ομίχλη• όσοι επιχειρούσαν ν’ ανέβουν, περνώντας μες απ’ την ομίχλη, τυφλώνονταν. Υπήρχε, όμως, μεγάλη ανέχεια στη χώρα και οι αγρότες χρειάζονταν νέο, γερό μέταλλο για την εργασία τους. Έτσι, ο βασιλιάς ζήτησε από τον καλύτερο σιδηρουργό (τελευταίο γόνο μιας γενιάς σιδεράδων), τον Βίλαντ, να φτιάξει νέα, γερά εργαλεία. Ο Βίλαντ αποκρίθηκε πως μόνο όποιος θα γνώριζε το μυστικό των δαιμόνων του Μπόλοβα, θα μπορούσε να φτιάξει τέτοια εργαλεία. Προθυμοποιήθηκε ν’ ανέβει ο ίδιος στο Μπόλοβα, αρκεί ο βασιλιάς να υποσχόταν ότι το νέο μέταλλο δεν θα χρησιμοποιείτο ποτέ για όπλα. Ο βασιλιάς το υποσχέθηκε.
Μετά από σχετική προετοιμασία, ο Βίλαντ έφυγε για το βουνό και μετά από 10 μέρες επέστρεψε έχοντας το μυστικό των δαιμόνων. Κλείσθηκε στο εργαστήριό του και κατάφερε να φτιάξει ένα νέο, πολύ γερό σίδηρο. Έζεψε δύο βόδια και όργωσε ο ίδιος ένα χωράφι μπροστά σ’ ένα έκπληκτο πλήθος. «Πως τα κατάφερες;» τον ρώτησαν. «Βάδιζα σαν τυφλός με βάση τον ήχο του αμονιού του πατέρα μου ως ψηλά στο Μπόλοβα. Παραφύλαξα τα δαιμόνια και τώρα ξέρω τι να κάνω». Χάρη στο Βίλαντ και τον καλό βασιλιά φτιάχτηκαν μόνο ειρηνικά έργα από το νέο μέταλλο. Οι επόμενοι βασιλιάδες και οι επόμενοι σιδεράδες, όμως, δεν ήταν το ίδιο σώφρονες• έφτιαξαν όπλα κι έσπειραν τον όλεθρο. Οι σωστοί άνθρωποι ξέρουν πλέον γιατί τα δαιμόνια του βουνού Μπόλοβα έφτιαξαν αυτήν την ομίχλη γύρω τους...
Δεν είναι λάθος θεσμός ο δανεισμός αρχαιοτήτων: υπό όρους συμβάλλει όντως στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, αναζωογονώντας το ενδιαφέρον των ξένων γι’ αυτόν, για την Ελλάδα γενικότερα. Πενήντα (ή και είκοσι πέντε) έτη δανεισμού, όμως, είναι πολύς καιρός. Παύει πλέον να λέγεται δανεισμός και η κυριότητα επί των αρχαιοτήτων καταντά ένα άδειο πουκάμισο. Είναι απορίας άξιο γιατί τα ξένα μουσεία χρειάζονται επί 25 ή και 50 έτη συνεχώς τις δανεισμένες αρχαιότητες για τις εκθέσεις τους. Στο παρελθόν έχουν οργανωθεί εκθέσεις (με δανεισμό αρχαιοτήτων από και προς την Ελλάδα) με πολύ μεγάλη επιτυχία, χωρίς η περίοδος δανεισμού να ξεπερνά τους έξι μήνες ή το ένα έτος. Κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 25 ν. 3028/2002) ο δανεισμός δεν μπορούσε να υπερβεί την πενταετία, διάστημα που φαίνεται υπεραρκετό για την κάλυψη των σκοπών των μουσείων.
Θα πει κάποιος ότι ουδείς προτίθεται να δανείσει αρχαιότητες για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό πιστεύω – καλόπιστα σκεπτόμενος – ότι ισχύει ΤΩΡΑ• στο μέλλον όμως; Η δυνατότητα που δίνει ο νέος νόμος συνεπάγεται τον κίνδυνο να έρθουν «άλλοι βασιλιάδες και άλλοι σιδεράδες» και να δανείσουν κομμάτια της πολιτισμικής μας κληρονομιάς για 50 έτη. Γιατί να υπάρχει αυτή η δυνατότητα;
Υπέρ της νέας διάταξης διατυπώθηκε το επιχείρημα ότι έτσι θα μπορούμε να εκμεταλλευθούμε αρχαιότητες, που ως σήμερα στοιβάζονταν στα υπόγεια των μουσείων. Διερωτώμαι καλόπιστα: αντί να συζητήσουμε λύσεις στο ύφος του «Αόρατου Μουσείου», δηλ. του να γίνονται περιοδικές εκθέσεις με αρχαιότητες που βρίσκονται στις αποθήκες (όπως κάνει το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) ή για το πως θα εξεύρουμε πόρους και χώρους για να στεγάσουμε, να συντηρήσουμε και να εκθέσουμε αυτές τις αρχαιότητες, επιλέγουμε εξαρχής τη λύση του μακροχρόνιου δανεισμού; Εντωμεταξύ, ο νέος νόμος δεν διαχωρίζει μεταξύ «ανεκμετάλλευτων» αρχαιοτήτων στις αποθήκες και «διάσημων» αρχαιοτήτων στις προθήκες...
Σημαντικότερο, θα πει κανείς, σε μια χώρα χειμαζόμενη από πολλά, όπως η Ελλάδα, δεν είναι η διατήρηση των αρχαιοτήτων, αλλά η επίσκεψη των νεοελλήνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς τόπους και η συχνότερη και εναργέστερη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας. Η διεκδίκηση της αρχαιότητας είναι μια διαδικασία μακρόχρονη και επίπονη. Επειδή όμως οι νεοέλληνες δεν πηγαίνουν συχνά και μαζικά στα μουσεία, καλό είναι να ξεκινήσουμε από κάπου αυτή τη διαδικασία για να τους πείσουμε. Και η εξασφάλιση της παραμονής των αρχαιοτήτων στον τόπο μας είναι μια καλή αρχή. Πρέπει να γίνουμε επίγονοι κι όχι απλοί κληρονόμοι. Αλλά και κληρονόμοι να μείνουμε, η κληρονομιά έχει σοβαρές υποχρεώσεις.
Δεν είμαι ούτε παριστάνω τον αρχαιολόγο. Είμαι ένας απλός άνθρωπος που αναζητά την καλύτερη λύση για το πρόβλημα. Ίσως σήμερα το νέο «μεταλλο», που μας ηρθε, να χρησιμοποιηθεί με φειδώ. Είναι, όμως, επικίνδυνο για το μέλλον, στα χέρια άλλων βασιλιάδων και άλλων σιδεράδων.
Για περαιτέρω προβληματισμό ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Τις τροποποιήσεις του ν. 3028/2002 που ψηφίσθηκαν το Δεκέμβριο 2020
- Θάνος Βερέμης – Κληρονόμοι ή επίγονοι; Athens Review of books Ιούλιος-Αύγουστος 2020.
Στην εικόνα: ευρήματα από τον αρχαιολογικό χώρο της Τενέας, όπου τα ευρήματα είναι τόσα, που πρέπει να στεγασθούν σε ξεχωριστό μουσείο (εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment