Στη γιαγιά μου, την κυρα-Λίτσα
εμβληματική οικοδέσποινα και αρχόντισσα του οίκου
Τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες στις δυτικές κοινωνίες, παρά τα πολλά και λυπηρά κρούσματα βίας και κακοποίησης εναντίον τους, έχουν κερδίσει με το σπαθί τους το ρόλο που καλούνται να παίξουν στο ζευγάρι, στην οικογένεια, στη δουλειά και την κοινωνία. Μετά από κατακτήσεις για τις οποίες χρειάστηκαν δεκαετίες κοινωνικών αλλαγών, η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα προκαλεί μάλλον θυμηδία ή θυμό και θλίψη. Πόσο διέφεραν, όμως, οι αρχαίες από τις σύγχρονες Ελληνίδες; Πόσο μας βοηθά η αρχαιολογική και ιστορική έρευνα σ’ αυτό; Για να απαντήσουμε πρέπει να εντρυφήσουμε στα μυστικά της αρχαίας Ελληνίδας. Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε να κάνουμε ένα ταξίδι στα μυστήρια του βασιλείου των γυναικών. Στο άδυτο του γυναικωνίτη.
Πρέπει εξαρχής να γίνει σαφές ότι η αντιμετώπιση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν όμοια σ’ όλους τους τόπους και σ’ όλες τις εποχές. Οι γυναίκες της μινωικής κοινωνίας είχαν μεγάλη επιρροή, ενώ και στη μυκηναϊκή εποχή – αν και είχε εγκαθιδρυθεί πατριαρχία και πατρογονία – είχαν πολλά και σημαντικά δικαιώματα κι ελευθερίες. Η μυκηναϊκη μυθολογία μας δείχνει τις θεές πλήρως χειραφετημένες, παρά το ότι είχαν παντρευτεί (Ήρα, Θέτις, Ηώ). Η Μήδεια, η Αταλάντη, η Ναυσικά ήταν δυναμικές προσωπικότητες κι όχι ανδρικά υποχείρια.
Η Αθηναία ήταν πιο περιορισμένη από τη νεαρή Σπαρτιάτισα, η οποία μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα στην πόλη με ένα κοντό χιτώνα, που άφησε γυμνούς τους μηρούς της (φαινομηρίδα), κάτι σαν αρχαία μίνι φούστα δηλαδή. Στο κείμενο αυτό θα επικεντρωθούμε στη ζωή της αρχαίας Αθηναίας, για την οποία έχουμε και τις περισσότερες πληροφορίες.
Η γέννηση ενός κοριτσιού δεν ήταν πάντα ένα ευχάριστο γεγονός για τους γονείς του. Ο Αθηναίος πολίτης επιθυμούσε άρρενα διάδοχο (αυτή ήταν η σπουδαιότερη αιτία γάμου) για να συνεχίσει το οικογενειακό όνομα και τη λατρεία των προγόνων. Εκτός αυτού, μια κόρη σήμαινε υποχρέωση απόδοσης προίκας στο γαμπρό, συχνά δυσβάσταχτη υποχρέωση. Το τετράστιχο «έχω γιο κι έχω χαρά/τι θα γίνω πεθερά/έχω κόρη κι έχω πίκρα/γιατί θε’ να δώσω προίκα» απηχεί νοοτροπία αιώνων. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο η έκθεση των νεογέννητων κοριτσιών λίγο αφότου γεννιούνταν, με συνέπεια πολλά νεογέννητα να πεθαίνουν αβοήθητα ή να υιοθετούνται από άτεκνους ή από προαγωγούς που τα εξωθούσαν αργότερα στην πορνεία.
Οι περισσότεροι γονεις, βέβαια, δεν απέρριπταν τα κορίτσια. Με τη γέννηση του κοριτσιού κρεμούσαν μια μάλλινη κορδέλα στην πόρτα για να δείξουν το φύλο του νεογέννητου. Πέντε μέρες μετά τη γέννηση, ο πατέρας έτρεχε μαζί με την τροφό που είχε αγκαλιά το μωρό γύρω από τον οικιακό βωμό της θεάς Εστίας σε μια τελετή που ονομαζόταν Αμφιδρόμια (= τρέξιμο γύρω γύρω)∙ έτσι γινόταν η επίσημη ένταξη του παιδιού στην οικογένεια. Από εκείνη τη στιγμή, ο πατέρας δεν μπορούσε να το αποπέμψει.
Τα παιδικά χρόνια του κοριτσιού ήταν χαρούμενα. Τα περνούσε στο γυναικωνίτη μαζί με τη μητέρα και την τροφό. Την κουνούσαν σ’ ένα κρεμαστό καλάθι ή τη λίκνιζαν στο χέρι. Την τάιζαν χυλό, στον οποίο έβαζαν μέλι για να γλυκάνει. Όταν μάθαινε να περπατά, μπορούσε να βγει απ’ το γυναικωνίτη, έξω στον κήπο, όπου έπαιζε με τα σκυλιά, τις γάτες και τα πουλερικά του σπιτιού. Έπαιζε και με κούκλες (πλαγγόνες), πήλινες ή κέρινες, βαμμένες όμορφα, που μπορούσαν να κινούν χέρια και πόδια, αλλά και με αμαξάκια με τροχούς, κουδουνίστρες. Έπαιζε με το τόπι κι έτρεχε πίσω από τσέρκια. Μέχρι τα επτά της έπαιζε με τους αδελφούς της.
Μετά τα επτά, τα παιδιά χωρίζονταν. Τα κορίτσια δεν λάβαιναν τη μόρφωση των αγοριών, παρά μόνο στοιχειώδη γραφή, ανάγνωση, αριθμητική και μουσική από τις μαμάδες τους. Ένα απόσπασμα από ένα χαμένο έργο του κωμωδιογράφου Μένανδρου έλεγε: «Αυτός που μαθαίνει τη γυναίκα να διαβάζει και να γράφει, δεν κάνει καλά. Δίνει πρόσθετο δηλητήριο σ’ ένα τρομερό φίδι». Ο γενικά γλυκός Μένανδρος απηχεί εδώ τη νοοτροπία πολλών Αθηναίων. Μια νεαρή κοπέλα έπρεπε κυρίως να μάθει πλέξιμο, κέντημα, υφαντική, μαγειρική και να διοικεί το νοικοκυριό, έχοντας τον έλεγχο των προμηθειών του σπιτιού και των δούλων. Ως εκεί. Υπήρχαν, όμως, κι εξαιρέσεις: η νεαρή ποιήτρια Ήριννα από την Τήλο έκανε την καθημερινότητά της ποίηση, γράφοντας ποίημα με τίτλο Ηλακάτη (=ρόκα)∙ οι 53 σωζόμενοι στίχοι θα έκαναν τους άνδρες ποιητές να χλωμιάσουν.
Οι νεαρές κοπέλες δεν έβγαιναν απ’ το σπίτι παρά μόνο με τη συνοδεία ενός άντρα της οικογένειας ή στενού συγγενή. Αποκλειστική αιτία για να βγεί μια νέα Αθηναία από το γυναικωνίτη ήταν μια θρησκευτική εορτή, ένας γάμος ή μια κηδεία. Δεν ήταν κλειδωμένες από τον πατέρα ή το σύζυγο, αλλά από την κοινωνική ηθική. Πώς ήταν όμως ο γυναικωνίτης;
Ο γυναικωνίτης βρισκόταν στο βάθος του σπιτιού. Περιελάμβανε το συζυγικό κοιτώνα, τα δωμάτια των κοριτσιών και το χώρο εργασίας για τις δούλες. Για να φτάσεις σ’ αυτόν έπρεπε υποχρεωτικά να περάσεις από το δωμάτιο του άνδρα (ανδρώνας). Μόνο ο άνδρας του σπιτιού μπορούσε να μπει στο γυναικωνίτη. Ήταν τέτοιο άβατο για όλους τους άλλους άνδρες, ώστε από το Δημοσθένη μαθαίνουμε ότι κάποτε μπήκαν κλέφτες σ’ ένα σπίτι κι οι γυναίκες άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια. Παρόλ’ αυτά, κανείς γείτονας δεν έτρεξε, γιατί δεν διανοείτο να μπει σε ξένο γυναικωνίτη...
Το βασίλειο των γυναικών ήταν γεμάτο από σύνεργα καλλωπισμού και σαγήνης. Οι Ελληνίδες είχαν μακρά και πυκνά μαλλιά, τα οποία έφτιαχναν σε πλεξούδες ή βοστρύχους και άλλα περίτεχνα στυλ. Κοντά μαλλιά είχαν οι δούλες, οι γριές και όσες πενθούσαν. Έπιαναν τα μαλλιά με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια), ενώ χρησιμοποιούσαν άσπρη κρέμα για τα μάγουλα τους και ψιμύθια. Έβαφαν τα φρύδια με καπνιά ή ψιλοτριμένο αντιμόνιο και τα χείλια και το πρόσωπο με μολύβια ή τη ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Σκίαζαν ελαφρά τα βλέφαρα με κάρβουνο, ενώ τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες κι έπειτα μ’ ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Είναι λοιπόν λογικό ο γυναικωνίτης να ήταν γεμάτος μπουκαλάκια, καθρεφτάκια και τσιμπιδάκια, ένας χώρος γεμάτος άρωμα.
Η Αθηναία παντρευόταν μεταξύ 13-16 ετών έναν άντρα 10-15 χρόνια μεγαλύτερό της, τον οποίο σπάνια διάλεγε η ίδια. Βασικό κομμάτι της γαμήλιας τελετής ήταν το μπάνιο της νύφης από νερό που έφερναν από μια ειδική κρήνη, την Καλλιρρόη, μέσα σε ειδικά αγγεία, τις λουτροφόρους. Πριν βγει από το σπίτι, χάριζε τα παιδικά της παιχνίδια και μια μπούκλα της στην Άρτεμη. Φτάνοντας στο σπίτι του γαμπρού πάνω σε άμαξα εν πομπή, ο γαμπρός την έπαιρνε στα χέρια για να τη βάλει μέσα: ήταν γρουσουζιά ν’ αγγίξουν τα πόδια της το κατώφλι.
Μετά τις καθιερωμένες θυσίες, το ζευγάρι κλεινόταν στο νυφικό θάλαμο και απ’ έξω έστεκαν οι συγγενείς τραγουδώντας τραγούδια του γάμου, τα επιθαλάμια. Μια εκδοχή λέει ότι τραγουδούσαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν για να καλύψουν τις κραυγές της νύφης, η οποία συνήθως είχε μαύρα μεσάνυχτα από σεξ... Αν και σκοπός του γάμου ήταν η τεκνοποιία, πολλά ζευγάρια αγαπιούνταν: μια γυναίκα ώφειλε να γνωρίζει όλα τα μυστικά του καλλωπισμού και της αρωματοποιίας για να κρατά τον άντρα της στα δίχτυα της.
Μεσα στο σπίτι, η γυναίκα ήταν σαν τη βασίλισσα μέλισσα: διηύθυνε ένα πολύβουο συρφετό από δούλες, ενώ κατείχε τα κλειδιά της αποθήκης, σύμβολο της εξουσίας της. Έπρεπε να ξέρει που βρίσκεται το καθετί. Περνούσε τον καιρό της γνέθοντας μαλλί χρησιμοποιώντας το επίνητρο, ένα περίτεχνο αγγείο που το προσάρμοζε στο μηρό ή το γόνατό για το σκοπό αυτό και υφαίνοντας στην ηλακάτη (ρόκα) και τον αργαλειό.
Αν και κλεισμένη στο γυναικωνίτη, δεν ήταν φυλακισμένη: μπορούσε να επισκεφτεί φίλες της για ανάγκες της και για κουτσομπολιό, να ψωνίσει στην αγορά με τις δούλες της. Πολλές φορές ο σύζυγος της παρείχε πολλές ελευθερίες, ενώ – όπως και σήμερα – ήξερε καλά να επηρεάζει τη θέλησή του προς το συμφέρον της: ο Θεμιστοκλής έλεγε αστειευόμενος ότι ο πιο ισχυρός άνθρωπος στην Ελλάδα ήταν ο μικρότερος γιος του. Γιατί οι Αθηναίοι κυβερνούσαν την Ελλάδα, αυτός την Αθήνα, αυτόν τον κυβερνούσε η γυναίκα του και αυτήν τελικά ο μικρός τους γιος.
Παρόλο που η αρχαιοελληνική κοινωνία ήταν ανδροκρατούμενη, ορισμένες πτυχές της κυριαρχούνταν από τις γυναίκες. Υπήρχαν εορτές αποκλειστικά γυναικείες, όπως τα Θεσμοφόρια, τα οποία είχαν μεγάλη σημασία για τη ζωή τους. Πρωταρχικό ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες και στις κηδείες, καθώς ήταν επιφορτισμένες με την προετοιμασία του σώματος για ταφή. Μια κηδεία ήταν γι’ αυτές σπουδαία ευκαιρία για κοινωνική συναναστροφή και όχι μόνο∙ στη δίκη για το φόνο κάποιου Ερατοσθένη, ο φονιάς απατημένος σύζυγος υπερασπιζόμενος εαυτόν ωρυόταν στο δικαστήριο ότι το θύμα γνώρισε τη μοιχαλίδα σε μια κηδεία.
Όταν μια γυναίκα γινόταν πενήντα, κανείς δεν την κατέκρινε αν κυκλοφορούσε μόνη στο δρόμο. Όπως σε όλους τους μεγάλους ανθρώπους, όλοι έδειχναν σεβασμό και, όταν πέθαινε, κάρφωναν μια τούφα από τα μαλλιά της στην εξώπορτα και σκάλιζαν ένα αδράχτι στην επιτύμβια στήλη της.
Η ζωή βέβαια που περιγράφεται πιο πάνω αφορά κυρίως τις εύπορες Αθηναίες. Η ζωή της φτωχής Αθηναίας ήταν μια άλλη ιστορία. Μην έχοντας μεγάλο σπίτι και δούλες, έπρεπε να κάνει όλες τις δουλειές μονάχη και να βοηθά τον άντρα της στις αγροτικές δουλειές. Κατέβαινε συχνά στην αγορά για να πουλήσει αγροτικά προϊόντα ή χειροτεχνίες της και – σε μεγάλη ανάγκη – έκανε την τροφό, τη ράφτρα (ακόμη και την έμπορο) για να αυξήσει το ισχνό οικογενειακό εισόδημα. Ο γυναικωνίτης ήταν απλώς ο συζυγικός κοιτώνας, όπου στις γωνίες στήνονταν οι κούνιες των παιδιών.
Αν η ζωή της αρχαίας Αθηναίας, όπως σκιαγραφείται παραπάνω, σας φαίνεται προσβλητική και μίζερη, πριν την απορρίψετε σκεφτείτε δύο πράγματα: Πρώτον ότι όλα τα δεινά που περίμεναν τη γυναίκα οφείλονταν στις προκαταλήψεις της εποχής, μιας εποχής πολύ μακρυά από τη δική μας, αλλά κυρίως στη φτώχεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δεύτερον και πιο σημαντικό: μπορεί η αθηναϊκή κοινωνία να είχε τη γυναίκα υποδεέστερη και χωρίς δικαιώματα, επιφόρτιζε όμως τους άνδρες με την υποχρέωση να τις φροντίζουν και ο νόμος της προίκας εξασφάλιζε με μεγάλη ακρίβεια και χωρίς εξαιρέσεις ότι καμμία γυναίκα δεν θα μείνει χωρίς πόρους για να ζήσει και χωρίς άνδρα προστάτη. Διόλου άσχημα για μια κοινωνία 2500 χρόνια πριν.
Για τη γυναίκα και τη ζωή στο γυναικωνίτη ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Κλωντ Μοσσέ – Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- R. Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (Παπαδήμας)
- Kolobova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- R. Garland – Η καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Βασδέκης)
- P. Veyne/F. Lissarrague/F. Frontisi – Τα μυστήρια του γυναικωνίτη (Αλεξάνδρεια)
Η εικόνα: ερυθρόμορφη υδρία με σκηνή γυναικωνίτη. Μουσείο Μπενάκη.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment