Η ανάγνωση υπήρξε διαχρονικά μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ανθρωπότητας. Άλλοτε για να λύσουν ένα πρόβλημα, άλλοτε για να μάθουν κάτι νέο, άλλοτε για την απλή ευχαρίστηση του να αφεθούν σε μια ιστορία, οι άνθρωποι βυθίζονται λιγότερο ή περισσότερο στα βιβλία. Για το δυτικό πολιτισμό ορισμένα αρχαιοελληνικά βιβλία είναι τα θεμέλια όπου στήριξε την ουσία του: τα έπη του Ομήρου, οι τραγωδίες των τριών κλασικών, η ιστορία του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, οι πραγματείες του Αριστοτέλη.
Εκτός, όμως, από τα γνωστά σήμερα έργα των αρχαίων Ελλήνων υπάρχουν κι όσα δεν κατάφεραν να φτάσουν ως τις ημέρες μας, παρά ως τίτλοι ή μικρά αποσπάσματα• όπως είπε ο Ιταλός ελληνιστής Luciano Canfora, τα σωζόμενα έργα των αρχαίων Ελλήνων είναι μικρά νησιά στον ωκεανό της χαμένης αρχαίας γνώσης. Αρχαιολόγοι κατάφεραν ερευνώντας διάφορα σημεία της Ανατολικής Μεσογείου (ναυάγια, σπηλιές, ερείπια κατεστραμμένα από σεισμούς κι εκρήξεις ηφαιστείων κλπ) μέσα σε δύο αιώνες να φέρουν στο φως πολλά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Υπάρχουν, όμως, απείρως περισσότερα που συνεχίζουν να είναι μυστήριο, δίνοντας μεγαλύτερο κίνητρο στους αρχαιολόγους να συνεχίσουν. Στο κείμενο αυτό (σε δύο μέρη) θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε 10 από τα πιο λαμπερά πετράδια στο χαμένο στέμμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια (το πιο επιδραστικό βιβλίο του κόσμου, σύμφωνα με κάποιους), στον Όμηρο αποδίδονται κι άλλα έπη. Ένα τέτοιο παλιό έπος 7000 στίχων είναι η ΘΗΒΑΪΔΑ, που εξιστορεί τη φιλονικία μεταξύ των γιών του Οιδίποδα, Ετεοκλή και Πολυνείκη και την επίθεση του Άδραστου και των υπόλοιπων ηγεμόνων στη Θήβα (γνωστοί και ως «Επτά επί Θήβας») μέχρι τον τελικό αφανισμό τους. Ο μυθολογικός κύκλος για την πολύπαθη οικογένεια του Οιδίποδα, το γένος των Λαβδακιδών, περιλαμβάνει και τα έργα Οιδιπόδεια και Επίγονοι, όπου εξιστορείται η δεύτερη εκστρατεία κατά της Θήβας, αυτή τη φορά από τα παιδιά των πρώτων εχθρών της. Όλα αποδίδονται στον Όμηρο.
Από τη Θηβαϊδα σώζονται μόνο μερικοί στίχοι, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος, όπου παραδοσιακά γίνεται επίκληση στη Μούσα:
Το Άργος ψάλλε, θεά, το άνυδρο, απ' όπου οι βασιλιάδες…
Το ίδιο συμβαίνει και με το επός Επίγονοι, που αποτελεί συνέχεια του:
Και τώρα, Μούσες, ας υμνήσουμε άνδρες των τελευταίων ημερών...
Η Θηβαϊδα (και τ’άλλα έπη του θηβαϊκού κύκλου) υπήρχε σίγουρα ως τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή ώστε να σχολιάσει ο Παυσανίας (1ος αι. μ.Χ.) ότι δεν ήταν τόσο καλή όσο η Ιλιάδα. Ένας λυρικός ποιητής από την Έφεσο, ο Καλλίνος, την είχε αποδώσει στον Όμηρο κι οι αρχαίοι τον πίστευαν. Κατά το Μεσαίωνα, όμως, τα ίχνη της χάνονται και σήμερα δεν έχουμε παρά σκόρπιους στίχους.
Σήμερα ο Όμηρος είναι γνωστός γιατί διαμόρφωσε στην ψυχή μας τα χαρακτηριστικά του ήρωα, το αίσθημα τιμής, την αγάπη για την πατρίδα, τη νική και την αριστεία. Στην αρχαιότητα, βέβαια, του αποδιδόταν κι ένα διαφορετικό έπος• ο Αριστοτέλης μάλιστα πίστευε ότι ήταν το πρώτο του έργο. Ο ΜΑΡΓΙΤΗΣ ήταν ένα έπος περίπου 7000 στίχων, όπου πρωταγωνιστεί ένας άντρας που «πολλές δουλειές κι αν ήξερε, στραβά τις ήξερε όλες». Είναι κάτι τελείως παράδοξο: ένα κωμικό έπος. Οι Κολοφώνιοι, που ερίζουν με άλλες έξι πόλεις για το ποια είναι η πατρίδα του Ποιητή, ισχυρίζονταν ότι συνέθεσε το Μαργίτη, όσο ήταν δάσκαλος στην Κολοφώνα.
Το όνομά Μαργίτης προέρχεται από τη λέξη μάργος, που σημαίνει τρελός. Ο (αντι)ήρωας θέλει να μετρήσει τα κύματα της θάλασσας, αλλά ξέρει να μετρά ως το πέντε. Θέλει να παντρευτεί, αλλά δεν ξέρει τι κάνουν οι παντρεμένοι. Ο Πλάτων, που του αφιέρωσε κι αυτός μερικές αράδες στο έργο του, πίστευε ότι ήταν ένας παλιάτσος, ένας τσαρλατάνος, που περιγελά την σοβαροφανή κοινωνία. Ήταν ένας αρχαίος «Ζήκος», ένας στρατιώτης Σβέικ, ένας «βλάκας και μισός»; Ποιος ξέρει; Είναι γεγονός, πάντως, ότι, σε αντίθεση με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που έχουν ως μέτρο αποκλειστικά το δακτυλικό εξάμετρο, στα εξάμετρα του Μαργίτη παρεμβάλλονται μερικά ιαμβικά τρίμετρα, κάνοντας το μυστήριο πίσω από την ταυτότητα του δημιουργού του ακόμη μεγαλύτερο.
Τα έργα του Ομήρου, όμως, δεν είναι τα μόνα που υπέφεραν κατά το Μεσαίωνα. Ο Πτολεμαίος Γ΄ της Αιγύπτου συμφώνησε με τους Αθηναίους, που είχαν τα «Άπαντα» του Αισχύλου να τα δανειστεί για 10 χρόνια έναντι αλμυρού ενοικίου. Εννοείται ότι δεν τα επέστρεψε: αποτέλεσαν ένα από τα κοσμήματα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Όλος ο πνευματικός κόσμος της αρχαιότητας επισκεπτόταν την πόλη για να τα διαβάσει, καθώς ο Πτολεμαίος Γ΄ απαγόρευσε την αντιγραφή τους. Μετά από αλλεπάλληλες καταστροφές από εχθρούς όπως η φωτιά, οι σεισμοί, οι Ρωμαίοι, οι χριστιανοί και οι Άραβες, η Βιβλιοθήκη καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της το 640μ.Χ. και μαζί της τα άπαντα του Αισχύλου. Από τις 80 σχεδόν τραγωδίες του σώζονται μόνον 7 και κάτι εκτενή και μη αποσπάσματα από κάποιες από τις άλλες. Ο Αισχύλος, συμμετέχοντας στα Διονύσια, έγραφε τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα, που συνδέονταν νοηματικά, όπως ήταν ο παραδοσιακός κανόνας. Έτσι, μαζί με τις Ικέτιδες, που διασώθηκαν, είχε διδάξει στα Διονύσια άλλες δύο τραγωδίες ως σύνολο: Τους ΑΙΓΥΠΤΙΟΥΣ και τις ΔΑΝΑΪΔΕΣ. Η τριλογία αφηγείτο την ιστορία των 50 θυγατέρων του Δαναού, που εξαναγκάσθηκαν να παντρευτούν τους 50 γιούς του Αιγύπτου. Ο πατέρας τους τις έπεισε να σφάξουν τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του γάμου. Όλες πειθάρχησαν εκτός από μία, την Υπερμνήστρα, που χάρισε τη ζωή στον άντρα της, γιατί τον ερωτεύτηκε. Για το κρίμα τους καταδικάσθηκαν να γεμίζουν στον Άδη επ’ άπειρον ένα πιθάρι χωρίς πάτο, τον «πίθο των Δαναϊδων». Οι δύο αυτές τραγωδίες είναι ολότελα χαμένες σήμερα, εκτός από έναν εκτενή μονόλογο της θεάς Αφροδίτης στις «Δαναϊδες». Έχοντας χαθεί στην άμμο της ερήμου και στις καταστροφές που χτύπησαν τη Βιβλιοθήκη, η μόνη μας ελπίδα είναι η ανασύνθεση τους από θραύσματα παπύρων που βρέθηκαν άλλοτε στην έρημο άλλοτε κάτω από στρώματα λάβα ή ως υλικό σαβάνωσης των μουμιών σε αιγυπτιακούς τάφους. Όσο η τεχνολογία προχωρεί, ελπίζουμε.
Ο Σοφοκλής από την άλλη, δεν είχε προβλήματα με ξένους φανατικούς, αλλά με τους δικούς του. Ο γιος του Ιοφώντας τον έσυρε στα δικαστήρια για να τον κηρύξει φρενοβλαβή, όταν ο ποιητής είχε ήδη περάσει τα 80, με προφανή σκοπό να υφαρπάξει την πατρική κληρονομιά. Ο Σοφοκλής απήγγειλε στο δικαστήριο ένα κομμάτι από την τελευταία τραγωδία του, «Οιδίπους επί Κολωνώ»• οι δικαστές πείσθηκαν για τη διάυγεια του νού του και το θράσσος του γιού του και τον δικαίωσαν πανηγυρικά. Κι αυτός έγραψε πολλές (κάποιοι λένε πάνω από 120) τραγωδίες για να σωθούν μόνο 7.
Μια από τις πιο αδικοχαμένες είναι ο ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ. Η τραγωδία αυτή αφηγείται τη ζωή του Αιτωλού ήρωα, τον οποίο επισκέφτηκαν ως βρέφος οι Μοίρες και όρισαν ότι θα πεθάνει όταν ένας μισοκαμένος δαυλός από το τζάκι του καιγόταν εντελώς. Η μητέρα του έσβησε το δαυλό και τον φύλαξε. Χρόνια αργότερα, όταν ο Μελέαγρος συμμετείχε στο κυνήγι του κάπρου της Καλυδώνας, λογομάχησε με τους αδελφούς της μητέρας του για το ποιος άξιζε το τομάρι του (ήδη σκοτωμένου) κάπρου και, άθελά του, τους σκότωσε. Η μητέρα του τότε, έξαλλη, έκαψε το δαυλό τελείως, με αποτέλεσμα ο Μελέαγρος να πεθάνει αμέσως. Από όλη την τραγωδία μας έχουν απομείνει δυστυχώς κάτι λίγοι στίχοι.
Γιατί χάθηκαν τα έργα του Σοφοκλή; Μια θεωρία λέει ότι κανένα έργο του δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Οιδίποδα Τύραννο (την τραγωδία – πρότυπο κατά τον Αριστοτέλη): όλοι αντέγραφαν αυτήν και αδιαφορούσαν για τις άλλες. Θεωρίες.... Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ένα ζώο στη φύση, που σκοτώνει τον πατέρα του και αφήνει έγκυο τη μητέρα του: είναι ο ιπποπόταμος. Αλλά ο Σίγκμουντ Φρόϋντ δεν ονόμασε το γνωστό σύμπλεγμα "ιπποποτάμειο", αλλά "οιδιπόδειο". Γιατί άραγε;
Αναλογικά, τα έργα του Ευριπίδη είχαν καλύτερη μοίρα. Από τις 90 περίπου τραγωδίες του σώζονται συνολικά 18 και το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ». Σε αντίθεση με το Σοφοκλή, ο Ευριπίδης έφυγε από την Αθήνα για τη Μακεδονία, καθώς το κλίμα της ίδιας του της πόλης δεν τον σήκωνε: πολεμοχαρείς, πλεονέκτες και υποκριτές οι Αθηναίοι φρόντισαν να απογοητεύσουν οικτρά τον ποιητή, χωρίς να τον καταλάβουν. Πολλές τραγωδίες του για παράδειγμα έφτασαν σ’ εμάς μέσα από τη διακωμώδησή τους από τον Αριστοφάνη, που μάλλον τον είχε πάρει με κακό μάτι.
Μια από τις διάσημες χαμένες τραγωδίες του είναι ο ΤΗΛΕΦΟΣ, που αναπαριστά τη ζωή του ομώνυμου βασιλιά της Μυσίας. Όντας σύμμαχος των Τρώων στον Τρωικό πόλεμο μονομάχησε με τον Αχιλλέα και τραυματίσθηκε βαριά. Του δόθηκε λοιπόν θεϊκός χρησμός ότι ο μόνος που μπορούσε να τον θεραπεύσει είναι όποιος τον τραυμάτισε (από τότε τέτοια «τραύματα» λέγονται «τηλέφεια»). Έτσι, κατέφυγε στον Αχιλλέα που τον θεράπευσε κι αυτός, από ευγνωμοσύνη, συμβούλευσε τους Αχαιούς πως να καταλάβουν την Τροία.
Από την τραγωδία ετούτη είχαμε μόνο μερικά αποσπάσματα από σκόρπιους παπύρους. Μέχρι πρόσφατα. Γιατί τώρα, χάρη στην έρευνα της ελληνίδας παπυρολόγου Ελένης Σκαρσουλή και την έφεσή της στα παζλ έχουμε πλέον ένα μεγάλο τμήμα της τραγωδίας. Η παπυρολόγος ένωσε ορισμένους αποσπασματικούς παπύρους από τη λεγόμενη «συλλογή της Λειψίας», χαμένους μέσα σε καταλόγους και ... αστρολογικά κείμενα, με άλλους της «συλλογής του Βερολίνου» κι έτσι προέκυψε μια σκηνή του δράματος. Άγνωστή ως σήμερα. Η κ. Σκαρσουλή δήλωσε ότι θα συνεχίσει μέχρι να ανασυνθέσει όλο το έργο. Της το ευχόμαστε.
Γιατί, όμως, να μας νοιάζει τόσο η ανεύρεση χαμένων, άγνωστων έργων; Τι το χειροπιαστό θα μας προσφέρει στη δύσκολη, απαιτητική ζωή μας σήμερα; Η απάντηση είναι απλή. Σε μας τους Έλληνες, εκτός από περηφάνεια, θα ξαναδώσει ένα κομμάτι του εαυτού μας, ξεχασμένο για αιώνες στη λήθη. Θα θυμηθούμε, αυτή τη φορά μες από τα λόγια του μεγαλύτερου των ποιητών, την αλαζονεία της εξουσίας. Θα ζήσουμε πρωτόγνωρη χαρά να γελάσουμε με ένα έπος. Θα ξαναδούμε με τα μάτια του ταπεινού Αισχύλου το άγγιγμα της Μοίρας στην ανθρώπινη πορεία. Θα δούμε τις ζωές των ανθρώπων όπως πρέπει να είναι, μια υπενθύμιση του Σοφοκλή για το καθήκον μας. Θα σοκαριστούμε κι εμείς – όπως οι Αθηναίοι το 438π.Χ. όταν πρωτοπαίχτηκε ο Τήλεφος – βλέποντας βασιλιάδες ντυμένους σα ζητιάνους να υποφέρουν, διδασκόμενοι απ’ τον Ευριπίδη τη ζωή των ανθρώπων όπως ακριβώς είναι.
Τα έργα αυτά αποτελούν πολύτιμα, οδυνηρά και γλυκά, όνειρα. Το πόσο πολύτιμα είναι το κατανοείς ακούγοντας το Γκαίτε να λέει: «Υπήρξε άραγε μετά τον Ευριπίδη σε όλα τα έθνη ένας δραματουργός άξιος έστω και για να του δώσει τις παντόφλες του;». Η ανακάλυψη αυτών των έργων λοιπόν είναι οφειλή απέναντι σε μας τους ίδιους, αλλά κι απέναντι στους μεγάλους δημιουργούς. Πρέπει να τους δώσουμε ακόμη περισσότερο χώρο στη συλλογική μνήμη. Κι ας μην τους δώσουμε πίσω τις παντόφλες τους.
Για τα χαμένα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Jaqueline de Romilly – Αρχαία ελληνική γραμματολογία (Καρδαμίτσα)
- Walter Krantz – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Χιωτέλλης)
- Stuart Kelly – Το βιβλίο των χαμένων βιβλίων (Πατάκης)
- Albin Lesky – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Κυριακίδης)
Η εικόνα: Αγγείο, που εικονίζει τον Τήλεφο ως ικέτη. Vulci, Ετρουρία, 450π.Χ.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment