Στο φίλο μου, έγκριτο ποινικολόγο Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο
Για τους χριστιανούς, η Σταύρωση του Κυρίου είναι η κορύφωση των Παθών. Αιώνες μετά, συνεχίζει να προξενεί κατάνυξη η μακροθυμία του Κυρίου να υπομείνει τέτοιο μαρτύριο· η σταύρωση αποτελούσε μία από τις πιο βάρβαρες μορφές θανατικής ποινής. Ρωμαίοι και πριν απ’ αυτούς Πέρσες, Σκύθες και Καρχηδόνιοι εφάρμοζαν την ποινη αυτή κυρίως σε προδότες, ληστές και κατώτερους κοινωνικά κακούργους. Ποια ήταν, όμως, η «εσχάτη» των ποινών στην αρχαία Ελλάδα και σε ποια εγκλήματα αφορούσε; Υπήρχε ιεράρχηση ποινών; Ποια διαδικασία ακολουθούσαν; Στις επόμενες γραμμές θα προσπαθήσουμε να ανατρέξουμε στην ιστορία της αυστηρότερης των ποινών στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες.
Η ιστορία της εσχάτης των ποινών είναι σύμφυτη με την ιστορία του οργάνου που την επέβαλλε. Στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, οι περισσότερες αντιδικίες επιλύονταν μεταξύ των εμπλεκομένων, συνήθως με μονομαχία. Η αντεκδίκηση ήταν δικαίωμα και υποχρέωση του θύματος ή (όταν αυτό ήταν νεκρό) της οικογενειάς του, ώστε να διατηρηθεί άθικτη η τιμή του, μα και για να γαληνέψει στον Κάτω Κόσμο. Η ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη παραδείγματα: ο Ορέστης σκότωσε τον φονιά του πατέρα του Αίγισθο και η πράξη του επαινέθηκε ως έντιμη. Ένας φόνος συνηθέστερα οδηγούσε σε βεντέτα.
Υπήρχαν, όμως, και περιπτώσεις που η συζήτηση θεωρείτο προτιμότερη της εκδίκησης. Έτσι, ο δράστης μπορούσε να προσφέρει αποζημίωση σε περιουσία ή πολύτιμα μέταλλα στην οικογένεια του θύματος προς οριστική διευθέτηση της διαφοράς. Η αρχαιότερη απεικόνιση δίκης στην αρχαία ελληνική παράδοση αφορούσε στο αν δόθηκε επαρκής αποζημίωση για ένα φόνο: Στην Ιλιάδα ο Όμηρος περιγράφει την ασπίδα του Αχιλλέα: σκαλισμένη σ’ αυτήν είναι μια δίκη ανθρωποκτονίας. Οι δύο πλευρές αγορεύουν ενώπιον των κριτών και του πλήθους για το αν δόθηκε ή όχι επαρκής αποζημίωση. Αν οι κριτές θεωρήσουν επαρκή την αποζημίωση, το θέμα θα λήξει εκεί· αν όχι, θα επιτρέψουν συνέχιση της βεντέτας. Ο κριτής λεγόταν ίστωρ, δηλ. γνώστης.
Η ανάγκη να περιορισθεί η αντεκδίκηση και να τεθούν όρια στις αυθαιρεσίες των δικαστών και των κοινωνικών ελίτ οδήγησε τον 7ο αι. π.Χ. στη θέσπιση γραπτών νόμων. Νομοθέτες ανέλαβαν να κωδικοποιήσουν τους προφορικούς κανόνες και να τους αναμορφώσουν. Ο Ζάλευκος από τους Επιζεφύριους Λοκρούς νομοθέτησε για τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Ο μαθητής του, Χαρώνδας από την Κατάνη της Σικελίας, παρέδωσε νομοθεσία σε όλες τις χαλκιδικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Ο Ανδροδάμας από το Ρήγιο είναι ο νομοθέτης των χαλκιδικών πόλεων της Θράκης. Ο πρώτος, όμως, νομοθέτης για τον οποίο έχουμε ασφαλή στοιχεία είναι ο Δράκων. Νομοθέτησε στην Αθήνα το 621π.Χ κι η αυστηρότητα των νόμων του ήταν παροιμιώδης. Καθώς πίστευαν ότι για κάθε έγκλημα προέβλεπε την ποινή του θανάτου, ο ρήτορας Δημάδης έγραψε αργότερα ότι οι νόμοι του ήταν γραμμένοι με αίμα. Το πιθανότερο, όμως, ήταν ότι αυτή η ποινή στους δρακόντειους νόμους αφορούσε στο κατεξοχήν βαρύ έγκλημα, την ανθρωποκτονία.
Ο Δράκων πρώτος διέκρινε το φόνο σε εκούσιο και ακούσιο. Εκούσιος ήταν ο φόνος με προμελέτη. Η ποινή γι’ αυτόν ήταν θάνατος. Ο ακούσιος φόνος ήταν ο φόνος εξ αμελείας, αλλά και ο φόνος που έγινε εν βρασμώ ψυχής ή γενικά χωρίς προμελέτη. Η ποινή γι’ αυτόν ήταν εξορία, εκτός αν η οικογένεια του θύματος έδιδε συγχώρεση (αίδεσις) στο φονιά. Και οι δύο ποινές ήταν σκληρές, για να πεισθούν οι Αθηναίοι, όμως, ότι η εξορία είναι ποινή κι όχι διαφυγή ο Δράκων όρισε ότι όποιος σκότωνε εξόριστο θα τιμωρείτο με την ποινή του θανάτου.
Η εξορία δεν ήταν χαλαρή ποινή. Χωρίς κοινωνική υποστήριξη και πόρους, ένας εξόριστος ζούσε πολύ δύσκολα στην αρχαία εποχή. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιων εξόριστων και στη μυθολογία (που αντανακλά την πραγματικότητα): ο Πάτροκλος, οργισμένος για ένα παιχνίδι αστραγάλων, σκότωσε τον αντίπαλό του κι ο πατέρας του τον έστειλε εξορία στη Φθία, στον Πηλέα, πατέρα του Αχιλλέα. Ο Ηρακλής, όντας σε παραφροσύνη εξ αιτίας της Ήρας, σκότωσε τα παιδιά που είχε αποκτήσει με τη Μεγάρα και εξορίσθηκε από τη Θήβα.
Αν το δει κανείς ψύχραιμα, ο Δράκων ωφέλησε πολλαπλά την Αθήνα: περιόρισε και δεν αύξησε την αυστηρότητα, αφού η ποινή του θανάτου επιβαλλόταν μόνο σε ένα τύπο φόνου, όχι σε όλους. Εκτός αυτού, ουδείς διανοείτο πλέον να αυτοδικήσει, καθώς αρμόδιος για τις δίκες αυτές ήταν ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο δικαστήριο της πόλης. Η δρακόντεια νομοθεσία περί ανθρωποκτονίας διατηρήθηκε για αιώνες· ο Σόλων δεν την τροποποίησε, ενώ μια πλάκα με τις διατάξεις της, σκαλισμενη το 409π.Χ. βρέθηκε στις ανασκαφές του 1843 και πλέον φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο.
Στην κλασική Αθήνα, εκτός από την ποινή του θανάτου, επέβαλαν και δήμευση της περιουσίας του φονιά εκ προμελέτης. Ο δε ένοχος ακούσιου φόνου, εξόριστος ων, δεν επιτρεπόταν να παρακολουθεί δημόσιες εορτές: ο φόνος θεωρείτο μίασμα και υπήρχε φόβος μόλυνσης.
Σημαντικό έγκλημα για το αθηναϊκό (και γενικά το αρχαίο ελληνικό) δίκαιο ήταν η εσχάτη προδοσία, η κατάλυση του πολιτεύματος και η εγκαθίδρυση τυραννίας. Η δημοκρατική Αθήνα επέβαλε την ποινή της ατιμίας, δηλ. στερούσε διαπαντός όλα τα δικαιώματα στον ένοχο. Ο πολίτης ο οποίος θα σκότωνε έναν τέτοιο εγκληματία παρέμενε ατιμώρητος. Εξίσου σοβαρή ήταν και η προδοσία στον εχθρό είτε διαμένοντας σε εχθρικό κράτος είτε βοηθώντας τον εχθρό στον πόλεμο: η ποινή ήταν θάνατος, απαγορευόταν η ταφή εντός Αττικής και η ποινή γραφόταν σε μπρούτζινες πλάκες. Αν ο δράστης ήταν ήδη νεκρός, τα οστά ξεθάβονταν και πετιούνταν εκτός Αττικής.
Διαφορετική από τη σημερινή, αλλά εξαιρετικά σοβαρή ήταν η αντιμετώπιση των σεξουαλικών εγκλημάτων στην αρχαία Αθήνα. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περιμέναμε, ο βιασμός μιας γυναίκας ήταν σημαντικά ελαφρύτερο έγκλημα από την αποπλάνησή της, ειδικά αν ήταν παντρεμένη. Βασικός σκοπός του νόμου ήταν η προστασία του γάμου και όχι της αγνότητας της γυναίκας. Έτσι, ο βιαστής μιας παντρεμένης γυναικας καταδικαζόταν σε πρόστιμο: η βιασμένη παρέμενε πιστή. Ο αποπλανητής, όμως, μιας παντρεμένης γυναίκας τιμωρείτο με θάνατο, ενώ ο σύζυγος ή προστάτης της δικαιούτο να σκοτώσει τον ένοχο ατιμωρητί. Η ίδια η μοιχαλίδα δεν τιμωρείτο αυστηρά: ο σύζυγος ώφειλε να τη χωρίσει (αλλιώς έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα), ενώ της απαγορευόταν πλέον να φορά κοσμήματα και να συμμετέχει στις θρησκευτικές εορτές της πόλης (δηλ. στις μόνες περιπτώσεις που μπορούσε να βγει από το σπίτι): αν παραβίαζε αυτόν τον κανόνα, οποιοσδήποτε μπορούσε να της αφαιρέσει τα κοσμήματα και τα ρούχα και να τη χαστουκίσει.
Η προαγωγή μιας ελεύθερης γυναίκας ή ενός παιδιού σε πορνεία τιμωρείτο με θάνατο τόσο για τον προαγωγό όσο και για τον πελάτη. Και παρότι η ομοφυλοφιλία ήταν επιτρεπτή, η εκπόρνευση ενός ελέυθερου άνδρα επέσυρε τις ίδιες ακριβώς ποινές. Για να προστατεψουν δε τα παιδιά, απαγορευόταν η λειτουργία των σχολείων μετά τη δύση του ηλίου, απαγορευόταν να συχνάζουν εκεί ενήλικες, ενώ οι δάσκαλοι, χορωδοί, γυμναστές ήταν τουλάχιστον 40 ετών.
Στο αθηναϊκό δίκαιο η «εξαπάτηση του λαού» αποτελούσε έγκλημα, που επίσης σήμαινε θάνατο. Ένοχος ήταν όποιος υποσχόταν κάτι στην εκκλησία του Δήμου και δεν το τηρούσε. Έτσι διώχθηκε ο Μιλτιάδης, ο οποίος το 489π.Χ. έπεισε τους Αθηναίους να κάνουν εκστρατεία στην Πάρο, η οποία απέτυχε παταγωδώς. Δεν είναι σίγουρο τι ακριβώς συνέβη, αλλά προτού καταδικασθεί σε θάνατο ο στρατηγός πέθανε από γάγγραινα (λόγω του τραυματισμού του στο πόδι), η πόλη δε μετέτρεψε την ποινή σε πρόστιμο, το οποίο κατέβαλε ο γιός του Κίμων. Μπορεί κανείς να φανταστεί μεταφορά αυτής της διάταξης στη σύγχρονη Ελλάδα...
Παρότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν μετριοπαθείς στα θρησκευτικά ζητήματα, ήταν εξαιρετικά αυστηροί με την προσβολή των θεών. Γνωρίζουμε ότι υπήρχε το έγκλημα της ασέβειας με ασαφές περιεχόμενο, βάσει του οποίου καταδικάσθηκαν σε θάνατο μια Λημνία γυναίκα επειδή έκανε μάγια με ξόρκια και μια ιέρεια επειδή, εκτός από μάγια, προωθούσε μια ξένη θρησκεία. Παρότι η κριτική στους θεούς (ιδίως στην κωμωδία) ήταν επιτρεπτή, η αθεϊα ήταν σοβαρό αδίκημα. Ο Αναξαγόρας, για την θέση του ότι ο ήλιος δεν είναι θεός, αλλά μια θερμή πέτρα, καταδικάσθηκε σε θάνατο και πέθανε στην εξορία, παρόλο που ο ίδιος ο Περικλής τον υπερασπίσθηκε. Γράφοντας ότι δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τίποτα απτό για τους θεούς, ο σοφιστής Πρωταγόρας καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο (πέθανε εν πλω προς την Ιταλία, για να ξεφύγει), το δε βιβλίο του «Περί θεών» κάηκε σε δημόσιες πυρές. Ο πιο διάσημος, όμως, κατηγορούμενος για αθεϊα (και για διαφθορά των νέων) στην αρχαιότητα ήταν ο Σωκράτης.
Ποια ήταν η διαδικασία για τα σοβαρά εγκλήματα στα αθηναϊκά δικαστήρια; Η ανθρωποκτονία δικαζόταν με πρωτοβουλία του άρχοντος βασιλέως μετά από μήνυση της οικογένειας του θύματος ή οποιουδήποτε. Γινόταν μια προδικασία για εξακρίβωση στοιχείων και ο κατηγορούμενος παραπεμπόταν είτε στον Άρειο Πάγο (αν ήταν εκ προμελέτης) είτε στους εφέτες (αρεοπαγίτες που λειτουργούσαν σε συμβούλιο) για τις άλλες περιπτώσεις ανθρωποκτονίας. Άλλα σοβαρά εγκληματα δικάζονταν από την Ηλιαία (δικαστήριο κληρωτών ενόρκων από την εκκλησία του δήμου). Κάθε πλευρά είχε δικαίωμα να εκφωνήσει δύο λόγους (πρώτα ο μηνυτής και τελευταίος ο κατηγορούμενος, όπως και σήμερα). Στο τέλος του πρώτου λόγου του, ο κατηγορούμενος ανθρωποκτονίας μπορούσε να επιλέξει την εξορία, αν πίστευε ότι θα καταδικασθεί· αν έμενε, έπρεπε να υποστεί την ποινή. Όταν τέλειωναν οι λόγοι, οι δικαστές ψήφιζαν και ο άρχων βασιλεύς ανακοίνωνε την ποινή. Η ποινή εκτελείτο αμέσως, εκτός αν έλειπε το ιερό πλοίο (η Πάραλος), οπότε ο καταδικασμένος φυλακιζόταν έως την επιστροφή (έτσι έγινε με το Σωκράτη). Την εκτέλεση αναλάμβανε ο δήμιος, δηλ. ο άνθρωπος του δήμου.
Ποια μορφή είχε η θανατική ποινή; Στην Αθήνα είχε τρεις: κατά πρώτον, την κατακρήμνιση σε βάραθρο, στην πρώιμη αρχαιότητα, ενόσω ο ένοχος ήταν ζωντανός, αργότερα, αφού είχε ήδη εκτελεσθεί. Μια άλλη μορφή ήταν ο αποτυμπανισμός. Ο ένοχος δενόταν σε έναν ξύλινο στύλο, το τύμπανον, και ο λαιμός, τα πόδια και τα χέρια δένονταν με μεταλλικούς χαλκάδες που στερεώνονταν με καρφιά. Τελικά, ο καταδικασμένος πέθαινε στραγγαλισμένος ή από πείνα. Η τρίτη μορφή ήταν η δηλητηρίαση με το εκχύλισμα από τα φύλλα κώνειου (conium maculatum), ενός φυτού που προκαλεί ανώδυνο θάνατο. Αυτή η ποινή επιβλήθηκε στο Σωκράτη. Στην αρχαία Αγορά της Αθήνας ανακαλύφθηκε από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή το Βουλευτήριο, όπου συνεδρίαζε η Ηλιαία, το Πρυτανείον και τα μαγαζιά όπου σύχναζε ο Σωκράτης. Με πρωτοβουλία των αρχαιολόγων φυτεύθηκαν τα δένδρα που ευδοκιμούσαν εκεί και στην αρχαιότητα· μεταξύ αυτών φυτεύθηκε εκεί και το κώνειο, από το οποίο πέθανε.
Στην Ελλάδα δεν εφαρμόζονταν αποκεφαλισμός ή απαγχονισμός ή άλλοι φρικτοί τρόποι εκτέλεσης. Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις: ο τύραννος του Ακράγαντα Φάλαρις τον 7ο αι. π.Χ. καταδίκαζε τους πολιτικούς του αντιπάλους στον «φλεγόμενο ταύρο»: το θύμα τοποθετούνταν στο εσωτερικό ενός μεταλλικού ταύρου, στη βάση του οποίου άναβαν φωτιά, ώστε το θύμα να πεθάνει από τη θερμότητα και τις αναθυμιάσεις. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Μέγας Αλέξανδρος τιμώρησε το γιατρό που δεν κατάφερε να σώσει το φίλο του, Ηφαιστίωνα, με σταύρωση.
Τι μπορούμε να συγκρατήσουμε για την εσχάτη των ποινών στην αρχαία Ελλάδα; Αναγόμενοι στην κοινωνία εκείνων των εποχών, βλέπουμε τις προτεραιότητες των Ελλήνων. Την ανάγκη να θέσουν όρια και κανόνες για τα σοβαρά εγκλήματα και την τιμωρία τους. Τη σημασία που είχε τόσο η διαδικασία όσο και το όργανο που θα δίκαζε το έγκλημα και θα επέβαλε την ποινή. Την ιερότητα που είχε το αγαθό της ζωής γι’ αυτούς, καθώς ο φόνος θεωρείτο μίασμα, που κάλυπτε όλη την κοινωνία. Την σπουδή τους να προστατέψουν ό,τι θεωρούσαν πολυτιμότερο: την ελευθερία και το πολίτευμά τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους, το σεβασμό προς τους θεούς. Παρά τις αλλαγές του χρόνου, των μέσων και των αντιλήψεων, οι σκοποί αυτοί είναι ίδιοι, αφού για τα ίδια αγαθά αγωνιζόμαστε και σήμερα.
Για την πάταξη των εγκλημάτων και την εσχάτη των ποινών ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Arnaldo Biscardi – Αρχαίο ελληνικό δίκαιο (Παπαδήμας)
- Douglas Mc Dowell – Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων (Παπαδήμας)
- Kolobova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- Robert Garland – H καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Βασδέκης)
- A. Andrewes – Αρχαία ελληνική κοινωνία (ΜΙΕΤ)
Η εικόνα: Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο, αττική πελίκη 500π.Χ., Βιέννη, Ιστορικό Μουσείο.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment