O κόσμος των αρχαίων Ελλήνων αντιμετωπίζεται συχνά από αρκετούς σύγχρονους Έλληνες με κραυγαλέα αντιφατικό τρόπο. Εκτός εκείνων που λυγίζουν από πατριωτική συγκίνηση μπροστά στο μεγαλείου του αρχαίου ελληνισμού, που επινόησε κάθε επιστήμη και σοφία, υπάρχουν αρκετοί που αντιδρούν με παρατεταμένα χασμουρητά και αδιαφορία. Οι τελευταίοι δικαιολογούνται λέγοντας ότι υπάρχει άβυσσος ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Υπάρχει, όμως, τόσο μεγάλο χάσμα ώστε να θεωρείται ελιτισμός και πολυτέλεια η ενασχόληση με την αρχαία Ελλάδα σε μία δύσκολη εποχή, όπως η σημερινή; Ίσως βρούμε απαντήσεις μελετώντας έναν από τους θεμελιωδέστερους κοινωνικούς θεσμούς, όπως ο γάμος.
Αν θέλει κανείς να μελετήσει την αρχαιοελληνική αντίληψη περί γάμου, οφείλει να ξεκινήσει από τον Όμηρο. Στον κόσμο της Ιλιάδας, οι άνδρες είχαν μια νόμιμη σύζυγο και μία ή περισσότερες παλλακίδες, συνήθως σκλάβες. Όταν η σύζυγος ήταν στείρα ή έκανε μόνο κορίτσια,ο σύζυγος εξασφάλιζε κληρονόμους από μία από τις παλλακίδες του και στην περίπτωση αυτή η σύζυγος έπρεπε τουλάχιστον να το ανέχεται. Στα χρόνια της εκστρατείας, οι άνδρες είχαν γυναίκες «δορύκτητες» (λάφυρα κερδισμένα με το δόρυ), που τους υπηρετούσαν στο τραπέζι και ενίοτε στο κρεββάτι.
Όλ’ αυτά δεν αποκλείουν ο γάμος να συνοδευόταν από στοργή, τρυφερότητα και ερωτικό πάθος. Ο Όμηρος μας δίνει αρκετά τέτοια παραδείγματα. Η Ήρα, προσπαθώντας να ξελογιάσει το βασιλιά των θεών για να βοηθήσει τους Αχαιούς, τρίβει το κορμί της με λάδι και αμβροσία, χτενίζει περίτεχνα τα μαλλιά της, φορά τα καλύτερα στολίδια της και ζητά από την Αφροδίτη μια μαγική ταινία που περιέχει όλες τις γητειές, το μαγικό «κεστό», που η Αφροδίτη κρύβει πάντα στο στήθος της και τρελαίνει τους άντρες. Το κόλπο πετυχαίνει: ο Δίας μαγεμένος από τα θέλγητρα της γυναίκας του ξεχνά τον πόλεμο, κλεισμένος μαζί της σ’ ένα σύννεφο ηδονής. Λίγες είναι οι σύγχρονες Ελληνίδες που μιμούνται την Ήρα για ν’ ανανεώσουν το γάμο τους; Ο Έκτορας, πάλι, κρατά όλη την αγάπη, την τρυφερότητα και τη στοργή του για την Ανδρομάχη και το μικρό Αστυάνακτα, χωρίς βέβαια να ξεχνά το χρέος του προς την πατρίδα.
Από την άλλη, η Οδύσσεια είναι ένας ύμνος στη συζυγική πίστη. Η Πηνελόπη παραμένει πιστή στο σύζυγό της παρά τη μακρόχρονη απουσία του και την πολιορκία από τους μνηστήρες. Ο Οδυσσέας πάλι έχει μόνιμο στόχο να γυρίσει στην αγκαλιά της. Κι αυτός παραμένει πιστός «εν ευρεία εννοία»∙ η Κίρκη και η Καλυψώ είναι θεές και χρησιμοποιούν υπερφυσικές δυνάμεις για να τον τυλίξουν. Συνεπώς, έχει όλες τις δικαιολογίες...
Πέρα, όμως, από το μύθο (που μας δίνει μια εικόνα), πόσα άλλα ξέρουμε για το γάμο στην αρχαία Ελλάδα; Στην ομηρική και την αρχαϊκή εποχή ένας αριστοκράτης πατέρας που ήθελε να παντρέψει την κόρη του, προσκαλούσε τους ευγενικής καταγωγής νέους να δηλώσουν ενδιαφέρον. Όσοι δέχονταν, έφερναν δώρα και συμμετείχαν σε συμπόσιο ή – κάποιες φορές – σε αγώνες που διοργάνωνε ο πατέρας για ν’ αναδειχθεί ο καλύτερος. Ο γαμπρός έδινε προίκα στον πατέρα αποτιμητή σε βόδια κι ο πατέρας έδινε κι αυτός με τη σειρά του. Τη μέρα του γάμου γινόταν συμπόσιο στο πατρικό της νύφης κι έπειτα την πήγαιναν με άρμα συνοδεία πυρσών στο σπίτι του γαμπρού, περιτριγυρισμένη από χαρούμενη συνοδεία που της έδινε σύκα και ξηρούς καρπούς, σύμβολο γονιμότητας.
Κατά τα κοινωνικά πρότυπα των αρχαίων Ελλήνων, η κατάλληλη ηλικία γάμου ήταν περίπου τα 30 για τους άνδρες και τα 16 για τις γυναίκες. Σε αντίθεση με τη Ρώμη, που επέτρεπε να παντρεύονται πολύ νεαρά κορίτσια, οι Έλληνες δεν ενέκριναν το γάμο πριν τα 16. Η ιδανική διαφορά ηλικίας ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν τα 12-14 έτη (με κάποιες εξαιρέσεις). Συνήθως ο γάμος κανονιζόταν από τους γονείς, εκτός αν ο γαμπρός ήταν ενήλικος, οπότε συζητούσε ο ίδιος με τον πεθερό του (ακόμη και τότε, όμως, επιζητούσε τη συγκατάθεση του πατέρα του). Δεδομένου ότι η γυναίκα δεν είχε παρά περιορισμένα δικαιώματα, δεν είχε λόγο στην εκλογή συζύγου.
Πριν την τέλεση του γάμου δινόταν ένα καπάρο ως «εγγύηση» ότι θα τελεστεί ο γάμος, το οποίο επέστρεφε στο πολλαπλάσιο, αν κάτι πήγαινε στραβά. Το καπάρο αυτό λεγόταν αρραβώνας, συνεχίζει δε να έχει αυτό το όνομα και σήμερα στον ελληνικό αστικό κώδικα. Η συμφωνία για μελλοντικό γάμο δεν ονομαζόταν αρραβώνας (όπως συνηθίζεται σήμερα), αλλά μνηστεία.
Μετά το γάμο, η γυναίκα ήταν υπό τον άνδρα, δηλαδή υπανδρεμένη. Αν και πολλοί γάμοι ήταν κανονισμένοι, οπότε ο γαμπρός γνώριζε τη νύφη στο ναό, αρκετοί γάμοι είχαν αποτέλεσμα το συζυγικό έρωτα. Αν και ο μάλλον μισογύνης Ησίοδος, θεωρούσε μοναδική δικαιολογία του γάμου την τεκνοποιία, ευτυχώς η πραγματικότητα συχνά τον διέψευδε. Στην κλασσική Αθήνα, το ζευγάρι σπάνια συναντιούνταν και δεν έτρωγε μαζί. Ο άνδρας ειχε τις επαγγελματικές και πολιτικές του ασχολίες, που τον κράταγαν μακρυά από το σπίτι, ενώ η γυναίκα ήταν κλεισμένη σ’ αυτό. Μια ενάρετη γυναίκα έβγαινε από το σπίτι της μόνο για να πάει σε θρησκευτικές τελετές και ποτέ ασυνόδευτη. Σιγά σιγά, όμως, αρκετές γυναίκες, χάρη στην αγάπη και την εμπιστοσύνη των συζύγων τους, κυβερνούσαν οι ίδιες το σπιτικό τους, όντας δέσποινες, αφέντρες. Ο Ξενοφώντας στον «Οικονομικό» του ισχυρίζεται ότι για να είναι ευτυχισμένο ένα νοικοκυριό θα πρέπει η γυναίκα να κυβερνά απόλυτα το σπίτι. Κάτι ήξερε.
Σε μια τέτοια κοινωνία, λοιπόν, όταν ένας Αθηναίος συναντήσει μια καλλιεργημένη γυναίκα (ξένη ασφαλώς, καθώς οι Αθηναίες λάμβαναν μόνο βασική εκπαίδευση), είναι πολύ λογικό να την ερωτευθεί. Ο Περικλής, παντρεμένος από συνοικέσιο με μια ξαδέλφη του και ήδη χωρισμένος, ερωτεύθηκε την Ασπασία από τη Μίλητο. Καθώς δεν μπορούσε να την παντρευτεί, την είχε ως παλλακίδα του έως το θάνατό του το 429π.Χ. και απέκτησε μαζί της παιδιά. Οι αρχαίοι λοιδώρησαν την Ασπασία ως εταίρα και διευθύντρια οίκου ανοχής, καθώς τα ήθη τους σκανδαλίσθηκαν.
Αν όμως η Ασπασία τους σκανδάλισε, δεν συνέβαινε το ίδιο με τις ιερόδουλες. Αυτές πήραν το όνομά τους από αυτές που υπηρετούσαν ως δούλες στα ιερά της Αφροδίτης. Κάθε παντρεμένος και μη μπορούσε να τις απολαύσει ατιμώρητα.. Οι διασημότερες ήταν αυτές που ζούσαν στην Κόρινθο, δίπλα στη Δίολκο, έχοντας άφθονη πελατεία από τα διερχόμενα πλοία. Από αυτές προέρχεται η πιπεράτη ρήση «το μουνί σέρνει καράβι». Ήταν δε πολύ ακριβές, γι’ αυτό έμεινε και η ρήση «ου παντός πλειν ες Κόρινθον» (δεν μπορεί ο καθένας να πλεύσει στην Κόρινθο).
Τι γινόταν, όμως, αν ο γάμος αποτύγχανε; Ένας σύζυγος είχε πάντα δικαίωμα να πάρει διαζύγιο, ακόμη και χωρίς αξιόλογη αφορμή∙ έπρεπε όμως να επιστρέψει την προίκα. Η γυναίκα, αντίθετα, έπρεπε να έχει εξαιρετικό λόγο και η απιστία του συζύγου της δεν ήταν μέσα σ’ αυτούς. Αν αντίθετα η γυναίκα απιστούσε, ο άνδρας έπρεπε να τη διώξει για να μη χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα. Επίσης, είχε δικαίωμα να σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του.
Στη Σπάρτη πάλι τα κοινωνικά ήθη ήταν διαφορετικά. Οι γυναίκες ήταν πιο ελεύθερες και με περισσότερα δικαιώματα. Υποβάλλονταν σε φυσική αγωγή όπως τα αγόρια (αν και πιο χαλαρή), κυκλοφορούσαν άνετα εκτός σπιτιού, ντυμένες με κοντά φορέματα, επιδεικνύοντας τους μηρούς τους στα αγόρια. Την ίδια εποχή που η Αθηναία ήταν κλεισμένη στο γυναικωνίτη, η Σπαρτιάτισσα συμμετείχε σε – ονομαστές στην αρχαιότητα – χορωδίες και ανατρεφόταν να επιδεικνύεται στους άνδρες.
Η αγαμία στη Σπάρτη καταπολεμείτο με όλα τα μέσα. Υπάρχουν διάφοροι δημόσιοι εξευτελισμοί, που ο ορκισμένος εργένης έπρεπε να υπομείνει ώσπου να υποκύψει ή να τον αφήσουν ήσυχο – π.χ. λόγω της ανδρείας του, όπως ο στρατηγός Δερκυλίδας. Ο νεαρός Σπαρτιάτης που ήθελε να παντρευτεί έκλεβε την αγαπημένη του – που έπρεπε να έχει κλείσει τα 16 – και αφού την παντρευόταν και περνούσε μαζί της την πρώτη νύχτα του γάμου, επέστρεφε στο στρατώνα του. Η στρατοκρατική λογική της ζωής δεν άφηνε πολύ χώρο για έρωτες και οικογενειακή ζωή κι ο σκοπός του γάμου ήταν κυρίως η απόκτηση απογόνων (αν και ασφαλώς υπήρχαν εξαιρέσεις).
Αν όλα τα παραπάνω φαίνονται μελαγχολικά, σκεφτείτε τα εξής: Κατά πρώτον, η Σπάρτη δεν αποτελούσε τον κανόνα στην αρχαία Ελλάδα. Κατά δεύτερον, η μίζερη ζωή του αθηναικού ζευγαριού αφορούσε κυρίως στους αριστοκράτες. Οι απλοί Αθηναίοι παντρεύονταν συχνότερα από έρωτα, έχοντας περισσότερες ευκαιρίες να συναντήσουν την υποψήφια σύζυγο και λιγότερη προίκα να διαπραγματευτούν. Κοιμόντουσαν, έτρωγαν και συναντούσαν παντού το ταίρι τους, αφού το σπίτι ήταν μικρό, ο δε συγχρωτισμός και η ανάγκη αντιμετώπισης των κοινών προβλημάτων έφερνε συνήθως συντροφικότητα, στοργή και αγάπη.
Στην ελληνιστική εποχή τα πράγματα έγιναν καλύτερα για τη γυναίκα. Οι ποιητές και οι γλύπτες την έκαναν επίκεντρο της προσοχής τους. Στα αγάλματα του Πραξιτέλη και του Σκόπα τονίζεται με λεπτομέρεια το αισθησιακό γυναικείο σώμα. Ο Θεόκριτος γράφει «Ειδύλλια» όπου πρωταγωνιστούν απλοί άνθρωποι που επιζητούν τον έρωτα της αγαπημένης τους με σκοπό το γάμο. Η Νέα Κωμωδία δεν παίρνει πια τα θέματά της από την πολιτική (όπως επί Αριστοφάνη), αλλά από την καθημερινή ζωή. Οι ήρωες του Μενάνδρου, κυριότερου εκπρόσωπου του ειδους, είναι συνήθως ζευγάρια που οι συγκυρίες τους εμποδίζουν να χαρούν τον έρωτά τους μέχρι το ευτυχές τέλος που είναι ένας γάμος.
Η αλλαγή αυτή συμβαδίζει με την αλλαγή στα ήθη. Πλέον, η γυναίκα μπορεί να βγαίνει εκτός σπιτιού όχι μόνο για τις καθιερωμένες γιορτές και – ω καιροί, ώ ήθη! – μπορεί επίσης να συναντά άνδρες που δεν είναι συγγενείς της. Δημιουργείται ένας νέος τύπος κοινωνικής συμπεριφοράς, όπου κυριαρχεί μια ραφιναρισμένη ευγένεια προς το ασθενές φύλο∙ την εποχή εκείνη καθιερώνεται παγκοσμίως ως ευγενική συνήθεια το χειροφίλημα των γυναικών.
Τι μας μένει από τον αρχαιοελληνικό γάμο; Πόσο κοντά σε εμάς τον νιώθετε; Τι προσφέρει ο γάμος σήμερα; Τεκνογονία; Οικονομική ή έστω συναισθηματική ασφάλεια; Συντροφικότητα, στοργή και αίσθηση πληρότητας παρά τις αντιξοότητες; Οι απαντήσεις εξαρτώνται από τον καθένα σας. Βεβαιότητες δεν υπάρχουν, αλλά ένα κοινό με την αρχαιότητα είναι ότι η απουσία της ζεστασιάς του έρωτα (έστω μόνο στην αρχή) κάνει το γάμο αφόρητο. Το σίγουρο είναι ότι σήμερα ο καθένας και η κάθεμιά είναι κυρίαρχοι της ζωής τους και γι’ αυτό υπεύθυνοι – ανάμεσα στ’ άλλα – και για τον/την σύντροφο που επιλέγουν.
Για τον έρωτα στην αρχαία Ελλάδα ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Flaceliere – Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων (Παπαδήμας)
- Kobolova/Ozereckaja – Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
- Robert Garland – H καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων (Βασδέκης)
Στην εικόνα: ζευγάρι σε αρχαιοελληνικό αγγείο.
Γιάννης Δρίτσουλας
Add new comment