Οι πρώτοι Έλληνες στη Λιβύη: ιστορία και αρχαιολογικά ευρήματα

Αν κοιτάξει κανείς το χάρτη της Μεσογείου, οι ακτές της Αφρικής φαντάζουν οι πιο αφιλόξενες και η ενδοχώρα της ένα μέρος μυστήριο και πάντως επικίνδυνο∙ εκτός από εσάς που σας έλκουν τα εξωτικά μέρη, οι υπόλοιποι δεν θα πηγαίνατε ποτέ εκεί. Κι όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Οι Έλληνες γνώριζαν τα παράλια της βόρειας Αφρικής από τη μυκηναϊκή περίοδο, όταν τα πλοία των Μυκηναίων κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο κι οι Φοίνικες δεν είχαν ακόμη εμφανισθεί. Αργότερα, τον 7ο αιώνα π.Χ. οι πρώτοι άποικοι εμφανίσθηκαν στις ακτές της σημερινής Λιβύης, ιδρύοντας αποικίες, με πιο σημαντική την Κυρήνη, που έδωσε το όνομά της στο ανατολικό τμήμα του σημερινού κράτους, την Κυρηναϊκή (το δυτικό τμήμα έχει επίσης ελληνικό όνομα: Τριπολίτιδα). Στο κείμενο αυτό θα παρακολουθήσουμε την ιστορία των αποίκων της Λιβύης.

O Ηροδότος καταγράφει την ιστορία γύρω από την πρώτη εγκατάσταση των Ελλήνων στη Λιβύη. Κατά τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. η Θήρα μαστιζόταν από μεγάλη ξηρασία, που δημιούργησε επισιτιστικό πρόβλημα, αλλά και πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές. Όταν ζήτησαν χρησμό από το μαντείο των Δελφών, τους συμβούλευσε να αποικίσουν τα παράλια της Λιβύης. Δημιουργήθηκε μια ομάδα αποίκων από τους δευτερότοκους κάθε οικογένειας και τέθηκε επικεφαλής ως οικιστής ένας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ονόματι Αριστοτέλης, ο οποίος όμως έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι Βάττος, γιατί ήταν τραυλός.

Οι άποικοι με συνοδεία Κρητών οδηγών έφτασαν στη νήσο Πλατέα, έξω απ’ τις ακτές της Λιβύης, αλλά απογοητεύθηκαν κι επέστρεψαν στη Θήρα. Όταν όμως έφτασαν έξω απ’ το νησί, οι Θηραίοι τους υποδέχθηκαν με πετροπόλεμο και τους ανάγκασαν να φύγουν ξανά για τα παράλια της Λιβύης. Πιο τυχεροί τη δεύτερη φορά, έφτασαν στην περιοχή Αζίρη, στα παράλια. Μετά από μερικά χρόνια και με τη συνεργασία φιλικών Λίβυων, εγκαταστάθηκαν σε μία νέα, εύφορη περιοχή, όπου ο Βάττος ίδρυσε την πόλη της Κυρήνης, από το όνομα της νύμφης που απήγαγε ο Απόλλωνας.

Ο Βάττος ανακηρύχθηκε βασιλιάς και κυβέρνησε επί 40 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο οι άποικοι επεκτάθηκαν και η πόλη άκμασε. Ήταν ένας συνετός, μετριοπαθής κυβερνήτης (πιθανότατα επικεφαλής ενός συμβουλίου ευγενών), καθιερώνοντας ένα κληρονομικό μοναρχικό – αριστοκρατικό πολίτευμα, καθιερώνοντας τη δυναστεία του, τους Βαττιάδες, στο θρόνο. Κατά τη βασιλεία του στάλθηκαν κι άλλοι άποικοι, κυρίως από τη Θήρα και τη Σπάρτη, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή. Μετά το θάνατό του, γύρω στο 600π.Χ., βασίλευσε ο γιός του Αρκεσίλαος ως το 583π.Χ. περίπου, μετριοπαθής κι αυτός, ο οποίος σταθεροποίησε ακόμη περισσότερο την κατάσταση στην πόλη.

Η Κυρήνη, όμως, έφτασε στο απόγειο της ακμής της κατά την εικοσαετή περίπου (583-560π.Χ.) διακυβέρνηση του γιου του Αρκεσίλαου, Βάττου του Β΄, του λεγόμενου Ευδαίμονος. Νέοι άποικοι έφτασαν στην Κυρήνη από την Πελλοπόνησο και την Κρήτη μετά από υποσχέσεις για διανομή νέων γαιών. Οι Λίβυοι, ανησυχώντας γι’ αυτήν την προοπτική, ζήτησαν την παρέμβαση του Φαραώ της Αιγύπτου, Απρίη, ο οποίος έστειλε μεγάλο στρατό στη Λιβύη. Όντας όμως απροετοίμαστοι και υποτιμώντας τον ελληνικό στρατό, οι Αιγύπτιοι αιφνιδιάστηκαν από τους Κυρηναίους στην πηγή Ίρασα στη λιβυκή έρημο και εξολοθρεύθηκαν.

Η νίκη των Κυρηναίων στη μάχη αυτή εδραίωσε την παρουσία των Ελλήνων στη Λιβύη. Κοντά στην Κυρήνη χτίσθηκε ως επίνειο της πόλης το λιμάνι της Απολλωνίας (σημερινό Σούσα), που έγινε η βάση του κυρηναϊκού εμπορίου. Η ήττα των Αιγυπτίων έφερε, όμως, εξελίξεις και στην Αίγυπτο. Ο Φαραώ Απρίης εκθρονίσθηκε ταπεινωμένος και στο θρόνο ανέβηκε το 570π.Χ. ο Φαραώ Άμασις, που ανέπτυξε άριστες σχέσεις με τους Κυρηναίους (και τους υπόλοιπους Έλληνες) και παντρεύτηκε μάλιστα μια Κυρηναία αριστοκράτισσα.

Μετά, όμως, από τρεις γενιές μετριοπαθών κυβερνητών, η Κυρήνη είχε την ατυχία να κυβερνηθεί από τρεις ακατάλληλους βασιλιάδες: τον Αρκεσίλαο Β΄, το λεγόμενο Χαλεπό (=τυραννικός), τον Βάττο Γ΄ τον Χωλό και τον Αρκεσίλαο Γ΄. Στα χρόνια τους η διακυβέρνηση έγινε τυραννική, η οικογένεια των Βαττιαδών μαστιζόταν από οικογενειακές διαμάχες και δολοπλοκίες που θα ζήλευαν οι Βυζαντινοί, τέτοιες που οδήγησαν αντιφρονούντες να ιδρύσουν αρχικά τη Βάρκη (σημερινό Αλ Μαρτζ) και αργότερα τα Ταύχειρα (σημερινή Τόκρα) και τις Ευεσπερίδες (σημερινή Βεγγάζη), δημιουργώντας την λιβυκή Πεντάπολη. Η κοινωνία της πόλης ήταν ανάστατη από συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Λίβυων, αλλά και μεταξύ νέων και παλαιών αποίκων.

Προς αντιμετώπιση της κατάστασης και μετά από δελφικό χρησμό, κλήθηκε από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας ο σοφός Δημώναξ, ο οποίος έκανε μεταρρυθμίσεις για να γίνει πιο δημοκρατικό το πολίτευμα. Η λύση αυτή, όμως, ήταν πρόσκαιρη: ο Βάττος ο Χωλός τις δέχθηκε, αλλά με το θάνατό του και την άνοδο στο θρόνο του γιου του, Αρκεσίλαου Γ΄ οι μεταρρυθμίσεις καταργήθηκαν και ο νέος βασιλιάς κυβέρνησε σκληρά. Οι Κυρηναίοι εξεγέρθηκαν και κατάφεραν να τον εξορίσουν, αυτός όμως επέστρεψε επικεφαλής μισθοφορικού στρατού από τη Σάμο και αφού κατέλαβε ξανά την εξουσία, κατέσφαξε όλους τους αντιφρονούντες. Για να πετύχει, μάλιστα τη διαιώνιση της δυναστείας του, δήλωσε φόρου υποτελής στον Πέρση βασιλιά Καμβύση το 525 π.Χ. και πέτυχε τη στήριξή του.

Έκτοτε, κι αφού η δυναστεία των Βαττιαδών καταλύθηκε για να δώσει τη θέση της στη δημοκρατία, η Λιβύη έζησε πολλούς κατακτητές, Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Άραβες, Οθωμανούς κι Ευρωπαίους, ως σήμερα, που για άλλη μια φορά προσπαθεί να βρει το βηματισμό της.

Επιστρέφοντας στην αρχαία εποχή, πρέπει ν’ αναρωτηθούμε: τι είναι αυτό που βοήθησε την Κυρήνη ν’ αναπτυχθεί; Πώς κατάφεραν οι Έλληνες να εδραιωθούν στη Λιβύη; Ένας από τους βασικότερους παράγοντες είναι η γη. Οι διωγμένοι από τη φτώχεια και τις πολιτικές διαμάχες Θηραίοι άποικοι εγκαταστάθηκαν σε μία λωρίδα εύφορης γης, αναπτύσσοντας αρχικά αγροτική οικονομία. Βάση αυτής της οικονομίας ήταν ένα φυτό που φυόταν μόνο στην περιοχή αυτή: ήταν το σίλφιον, γνωστό και ως «λιβυκός χρυσός». Το σίλφιον είχε μεγάλη χρησιμότητα, καθώς χρησιμοποιείτο ως αυτούσια τροφή, ως καρύκευμα, ως βάση καλλυντικών και φαρμάκων (κάποιοι το θεωρούσαν πανάκεια για κάθε αρρώστια).

Η οργάνωση της παραγωγής του σίλφιου έφερε σταδιακά εντατικοποίηση της παραγωγής και η ανάπτυξη στενών εμπορικών σχέσεων με την Αίγυπτο και τις ελληνικές πόλεις – κράτη αύξησε κατακόρυφα τη ζήτηση. Συν τω χρόνω η υπερκατανάλωση του σίλφιου οδήγησε στο να φθίνει η παραγωγή του εωσότου τη ρωμαϊκή εποχή το ίδιο το φυτό να εξαφανισθεί τελείως.

Η οικονομική ανάπτυξη της Κυρήνης έφερε πολιτική αίγλη και πνευματική άνθηση. Στην αυλή των Βαττιαδών παρέλασαν ποιητές και σοφοί, όπως ο Θηβαίος Πίνδαρος, που έγραψε επινίκιους για τους Βαττιάδες ολυμπιονίκες στις αρματοδρομίες. Στην Κυρήνη δημιουργήθηκε μια φιλοσοφική σχολή από τον Κυρηναίο μαθητή του Σωκράτη Αρίστιππο. Ο Αρίστιππος θεωρούσε ότι σκοπός της ζωής είναι η ευχαρίστηση (ηδονή), στην οποία πρέπει να κατατείνουν οι πράξεις του ανθρώπου. Θεωρώντας τις πνευματικές ηδονές διαφορετικές και κατα τί ανώτερες των σωματικών, υποστήριζε ότι είναι απαραίτητη η φρόνηση για να διακρίνουμε τις ηδονές και η εγκράτεια για να μην γινόμαστε σκλάβοι τους. Ο ιδιαίτερος αυτός φιλόσοφος άφησε το αποτύπωμά του στην πόλη και επηρέασε και άλλους, με γνωστότερο τον Επίκουρο.

Στην Κυρήνη και την υπόλοιπη Πεντάπολη χτίσθηκαν ναοί, θέατρα και άλλα οικοδομήματα, τα ερείπια των οποίων στέκουν ως σήμερα. Η αρχαιολογική σκαπάνη στην Κυρήνη έφερε στο φως το ναό του Απόλλωνα από τον 7ο αιώνα π.Χ., το ναό της Δήμητρας κι έναν ναό του Δία, ο οποίος καταστράφηκε μερικώς από το στρατό του Καντάφι το 1978. Βρέθηκαν κι ερείπια των ναών της Εκάτης και των Διόσκουρων, το αρχαίο νεκροταφείο, αλλά κι ένα άγαλμα της Αναδυόμενης Αφροδίτης που κατέληξε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρώμης, λάφυρο των Ιταλών κατακτητών.

Στην Απολλωνία, από την άλλη, η αρχαία πόλη λόγω σεισμών βυθίσθηκε κάτω απ’ τη στάθμη της θάλασσας, αλλά το αρχαίο θέατρο της πόλης, που διαθέτει κοίλον με 28 επίπεδα, δεσπόζει ως σήμερα μπροστα στη θάλασσα, έξω απ’ τα τείχη της πόλης.

Πέρα απ’ αυτό, όμως, οι αρχαιολογικές έρευνες, παρά τις διαφωνίες των ερευνητών για επιμέρους ζητήματα, επιβεβαίωσαν τον Ηρόδοτο, αλλά πιστοποίησαν κιόλας την παρουσία Ελλήνων στη Λιβύη και πριν την οριστική τους εγκατάσταση το 631π.Χ., αναδεικνύοντας τη φήμη τους ως φιλοπερίεργων εξερευνητών.

Τι μας μένει λοιπόν από την αρχαιοελληνική παρουσία στη Λιβύη; Οι άποικοι της Θήρας αποδείχθηκαν επίμονοι, εφευρετικοί και προσαρμοστικοί, δικαιώνοντας το ομηρικό πρότυπο του Οδυσσέα. Μετά την εγκατάστασή τους, όμως, στη Λιβύη, δεν επαναπαύθηκαν, αλλά φρόντισαν να εκμεταλλευθούν κάθε δυνατότητα που τους έδινε το νέο περιβάλλον για να ορθοποδήσουν και ν’ αναπτυχθούν. Οι σχέσεις με την Αίγυπτο και τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο εξαρτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη συνετή, μετριοπαθή ηγεσία τα πρώτα 100 χρόνια εγκατάστασής τους∙ η αδυναμία και η κατάρρευση μετέπειτα το αποδεικνύουν.

Σήμερα, σ’ ένα εξαιρετικά ρευστό διεθνές περιβάλλον, καλούμαστε κι εμείς να εκμεταλλευθούμε κάθε δυνατότητα κι ευκαιρία του καιρού μας για να διασφαλίσουμε τη θέση μας στο διεθνές στερέωμα. Κι αυτό σίγουρα περνάει μέσα απ’ την κατανόηση της μακραίωνης ιστορίας μας.

Για την παρουσία των αρχαίων Ελληνων στη Λιβύη ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας 1200-479π.Χ. (εκδόσεις Οδυσσέας, 2000).
- John Boardman – The Greeks overseas (Thames and Hudson)
- Paul Faure – Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες (Παπαδήμας)
- Peter James – Archaic Greek colonies in Libya 2005
Η εικόνα στην αρχή: Ο βασιλιάς Αρκεσίλαος Α΄ ελέγχει το εμπόριο του σίλφιου.

Γιάννης Δρίτσουλας

Add new comment

Filtered HTML

  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Allowed HTML tags: <a> <em> <strong> <cite> <blockquote> <code> <ul> <ol> <li> <dl> <dt> <dd>
  • Lines and paragraphs break automatically.

Plain text

  • No HTML tags allowed.
  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Lines and paragraphs break automatically.