Σκάνδαλα και φοροδιαφυγή στην αρχαία Αθήνα

Όσοι μέμφονται τη σημερινή κατάσταση του ελληνικού κράτους και το ήθος των κατοίκων του, συχνά απεραντολογούν για την ευημερία της κλασσικής Αθήνας, όπου το δημοκρατικό καθεστώς ήταν αγνότερο και αποτελεσματικό, με θεσμούς που λειτουργούσαν σαν καλολαδωμένη μηχανή και ενεργούς πολίτες που ενδιαφέρονταν για τα κοινά και έδιναν και τη ζωή τους, αν χρειαζόταν, για την πόλη τους. Αν και η Αθήνα της κλασσικής αρχαιότητας έφτασε στο απόγειο της δύναμής της κυρίως χάρη στους θεσμούς της, στη νοοτροπία των πολιτών της και την ευφυία των ηγετών της, η κατάσταση ποτέ δεν ήταν τόσο ονειρική όσο θέλουμε να πιστεύουμε σήμερα. Η οικονομική συμπεριφορά των πολιτών δεν ήταν πάντα ιδανική και, όπως και σήμερα, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν οι φορολογικές τους υποχρεώσεις. Στο κείμενο που ακολουθεί θα μελετήσουμε τις όχι και τόσο ιδανικές συμπεριφορές των εύπορων Αθηναίων πολιτών.

Στην αρχαία Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα, συνήθως αποφεύγονταν άμεσοι και τακτικοί φόροι επί της περιουσίας των πολιτών, γιατί θεωρούνταν πολύ υποτιμητικοί για ελεύθερους πολίτες. Τέτοιους επέβαλλαν συνήθως οι τύραννοι. Στη δημοκρατική Αθήνα τέτοιος φόρος ήταν το μετοίκιον, το οποίο κατέβαλαν οι μέτοικοι (ξένοι πολίτες που κατοικούσαν μόνιμα στην πόλη), που αν και μικρός, συμβόλιζε την κατώτερη θέση των μετοίκων έναντι των πολιτών. Αντίθετα, επέβαλλαν μία σειρά έμμεσων φόρων επί πολλών συναλλαγών κααι μάλιστα χωρίς καμμία διάκριση μεταξύ πολιτών και μη πολιτών, εύπορων ή άπορων.

Στη δημοκρατική Αθήνα ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι έπρεπε οι πλουσιότεροι να ξοδεύουν ένα μέρος της περιουσίας τους για το καλό του συνόλου. Αυτό επιτυγχανόταν στην κλασσική εποχή μέσω των λειτουργιών. Οι λειτουργίες ήταν υπηρεσίες προς την πόλη που θεσπίσθηκαν σταδιακά μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας από τον Κλεισθένη το 508π.Χ.

Οι γνωστότερες λειτουργίες ήταν η τριηραρχία, κατά την οποία ένας πολίτης αναλάμβανε τη συντήρηση και διακυβέρνηση μιας τριήρους, που του χορηγούσε το κράτος, και η χορηγία, κατά την οποία αναλάμβανε να προσλάβει, να εκπαιδεύσει και να αμείψει το χόρο των τραγωδιών ή των κωμωδιών στους δραματικούς αγώνες. Λόγω των πολλών θρησκευτικών εκδηλώσεων της πόλης, υπήρχαν περισσότερες από εκατό διαφορετικές λειτουργίες τέτοιου είδους, των οποίων το περιεχόμενο ποικίλε, αν και η οικονομική φιλοσοφία ήταν κοινή.

Οι λειτουργίες είχαν σημαντικό κόστος και, στην περίπτωση της τριηραρχίας, ενείχαν προσωπικό κίνδυνο ακόμη και για τη ζωή ή την υγεία του τριήραρχου. Παρόλαυτά, οι αριστοκράτες τις αναλάμβαναν ως ένα μέσο για να αναδείξουν το κύρος τους στα πλαίσια του ανταγωνισμού στην ελίτ της πόλης ή ως εφαλτήριο για να αναμειχθούν στην πολιτική ή το στρατό. Οι αριστοκράτες προσδοκούσαν στην ευγνωμοσύνη της πόλης, η οποία εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους: τιμητικά ψηφίσματα, αναθηματικές πλάκες και αγάλματα σε περίοπτη θέση στην αγορά, αλλά κυρίως υστεροφημία.

Αυτή ήταν η ιδανική εικόνα εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων. Τι γινόταν, όμως, όταν οι πλουσιότεροι των πολιτών δεν ήταν και τόσο διατεθειμένοι να συνεισφέρουν στα φορολογικά βάρη ή – ακόμη χειρότερα – προσπαθούσαν να τα αποφύγουν; Ποιά ήταν η απάντηση της πόλης;

Οι Αθηναίοι γνώριζαν πολύ καλά πόσο σημαντικό κίνητρο των ανθρώπων ήταν το ατομικό συμφέρον• η δημοκρατική Αθήνα, επιδεικνύοντας πραγματισμό, αναγνώριζε και νομιμοποιούσε την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος, την οποία θεωρούσε αλληλένδετη με την ατομική ελευθερία. Έχοντας αυτήν την ιδεολογία, είχε συνδέσει το πολιτειακό συμφέρον με το ατομικό με την έννοια ότι ο ελεύθερος πολίτης που πληρώνει τους φόρους του, ουσιαστικά ωφελεί τον εαυτό του, καθώς μετέχει ισότιμα στην άσκηση της εξουσίας• ουσιαστικά, το κάνει για τον ίδιο.

Καταρχήν, δεν ήταν επιδίωξη της δημοκρατικής πόλης να ασκεί καταναγκασμό σε ελεύθερους πολίτες. Προτιμούσε να εμπνέει το ορθό πολιτειακό ήθος με την πειθώ και το δημόσιο διάλογο παρά με τη βία. Εμπνευσμένοι πολιτικοί, όπως ο Περικλής, υμνούσαν το πολιτικό ήθος των λειτουργών, που διέθεταν την περιουσία τους για να στηθεί η θαλασσοκρατορία της Αθήνας ή η αίγλη του θεάτρου και των εορτών της. Στα θεατρικά έργα των κλασσικών, ιδίως του Σοφοκλή, η οικονομική συνεισφορά στην πόλη θεωρείται ύψιστη τιμή, μπροστά στην οποία το ατομικό συμφέρον τελικά υποχωρεί.

Επειδή, όμως, άλλο η ιδεολογία κι άλλο η καθημερινή πραγματικότητα των κρατικών αναγκών, η Αθήνα είχε αναπτύξει μια σειρά από διοικητικούς και νομικούς μηχανισμούς, ώστε να εξαναγκάζει, εάν πρέπει, τους πολίτες στην καταβολή των φόρων. Σ’ ένα πρώτο στάδιο ενθάρρυνε τον εθελοντισμό κι όταν αυτό δεν έπιανε, οι άρχοντες που ήταν επιφορτισμένοι με τις εορτές, καθώς και οι στρατηγοί που ήταν υπεύθυνοι για το στόλο έπρεπε να ανακαλύψουν τους πιο εύπορους από κάθε φυλή. Αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο, γιατί στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχε σύστημα φορολογικών δηλώσεων και ελεγκτικών φορολογικών αρχών όπως σήμερα. Οπότε είτε συμβουλεύονταν τα όχι πάντα αξιόπιστα αρχεία των προκατόχων τους ή ρωτούσαν τους αρχηγούς κάθε φυλής. Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία είχαν και καλοθελητές που πρότειναν κάποιον εύπορο, τις περισσότερες φορές για λόγους προσωπικής έχθρας ή για ν’αποφύγουν οι ίδιοι το βάρος αυτής της λειτουργίας.

Για κάθε λειτουργία υπήρχαν λόγοι εξαίρεσης, τις οποίες ο δύσμοιρος υποψήφιος λειτουργός μπορούσε να επικαλεστεί. Εξαιρούνταν απ’ αυτές οι ανήλικοι, οι μέτοικοι (από την τριηραρχία), οι στρατηγοί, οι εννέα άρχοντες και όσοι είχαν ατέλεια. Οι λειτουργοί έπρεπε οι ίδιοι να επικαλεστούν αυτούς τους λόγους, αλλιώς έπρεπε ν’ αναλάβουν αμέσως. Το αίτημά τους εκδικαζόταν από την επιτροπή ενόρκων σε μία σύντομη διαδικασία, που ονομαζόταν σκήψις.

Ο λειτουργός που ήθελε ν’ αποφύγει μία λειτουργία μπορούσε επίσης να προσφύγει στο μέτρο της αντίδοσης: πρότεινε για τη λειτουργία έναν άλλο πολίτη ως πιο πλούσιο απ’ αυτόν και, για να στηρίξει τον ισχυρισμό του, επί τη αρνήσει του άλλου πρότεινε ταυτόχρονα ανταλλαγή των περιουσιών τους. Αν ο άλλος πολίτης αρνιόταν, γινόταν δικαστήριο για ν’ αποφανθεί ποιος είναι πλουσιότερος ώστε ν’ αναλάβει το βάρος.

Κατά τη διάρκεια του Πελλοπονησιακού Πολέμου (431-404π.Χ.), οι ανάγκες της πόλης αυξήθηκαν δραματικά κι έτσι η πόλη, για πρώτη φορά το 428π.Χ. ψήφισε την επιβολή εισφοράς, ενός κατ’ εξαίρεση άμεσου φόρου που πλήρωναν και πάλι οι ευπορότεροι. Όλοι οι εύποροι πλήρωναν το ίδιο ποσό εισφοράς χωρίς διάκριση και δεν υπήρχαν λόγοι ή τρόπος απαλλαγής. Όσο τα πράγματα δυσκόλευαν λόγω του πολέμου και της ανέχειας, το μέτρο επαναλαμβανόταν προς μεγάλη δυσαρέσκεια των πλουσιότερων.

Πώς, όμως, αντιδρούσαν οι λειτουργοί σε όλες αυτές τις ρυθμίσεις; Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι δέχονταν να πληρώσουν τις λειτουργίες και την εισφορά, γνωρίζοντας ότι επιτελούν ένα καθήκον προς την πόλη, αλλά και γιατί προσέβλεπαν σε ποικίλα οφέλη. Υπήρχαν, όμως, κάμποσοι οι οποίοι – ειδικά όταν το κόστος όλων αυτών των βαρών εκτοξεύθηκε λόγω των πολέμων – άρχισαν τη γκρίνια και προκάλεσαν εντάσεις στο πολιτικό σκηνικό. Η πόλη απάντησε στις εντάσεις αυτές καθιερώνοντας σταδιακά την συντριηραρχία (συνεργασία δύο τριηραρχών ανά πλοίο) και την συγχορηγία στα χρόνια του Πελλοπονησιακού Πολέμου κι αργότερα (τον 4ο αιώνα π.Χ) τις συμμορίες, δηλ. 200 ομάδες των 15 ατόμων η καθεμιά, οι οποίες αναλάμβαναν από κοινού την πληρωμή της εισφοράς ή την κάλυψη των τριηραρχιών που ήταν εξαιρετικά κοστοβόρες κι επικίνδυνες.

Ακόμη, όμως, και μ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις, ορισμένοι εύποροι λειτουργούσαν επιτήδεια προκειμένου να γλυτώσουν τους φόρους. Ένας τρόπος ήταν να κρύψουν την περιουσία τους, στέλνοντας τα χρήματά τους στο εξωτερικό ή στις τράπεζες (οι οποίες δεν λογοδοτούσαν πουθενά τότε). Επίσης, κρατούσαν στην αφάνεια την εκτός πόλης περιουσία τους, πράγμα σχετικά εύκολο, καθώς δεν υπήρχε κτηματολογική υπηρεσία τότε ούτε έλεγχος. Ένας άλλος δημοφιλής τρόπος ήταν να μεταβιβάσουν κανονικά ή εικονικά την περιουσία τους στα παιδιά τους ή να δανειστούν χρήματα για να υποθηκεύσουν τα ακίνητά τους, ώστε να φαίνονται φτωχότεροι.

Αν τα κόλπα αυτά δεν έπιαναν και υποψιάζονταν ότι θα είναι υποψήφιοι λειτουργοί, χρησιμοποιούσαν τις γνωριμίες τους με τους στρατηγούς ή τους άρχοντες ώστε να ... τους προσπεράσουν στον κατάλογο των υποψηφίων. Αν κι αυτό δεν ήταν δυνατό, τότε κατέφευγαν στα νομικά τερτίπια της σκήψεως ή της αντίδοσης, ελπίζοντας ότι είτε θα εξαιρεθούν είτε θα βρεθεί άλλο θύμα να τους αντικαταστήσει.

Υπήρχαν, όμως, και περιπτώσεις που το βάρος της λειτουργίας ήταν αναπόφευκτο. Τότε, αρκετοί προσφέρονταν εθελοντικά με σκοπό να διαλέξουν τη λειτουργία που θα τους προσέφερε τα περισσότερα παράπλευρα οφέλη. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της λειτουργίας άλλοι φρόντιζαν να είναι γεναιόδωροι, προσβλέποντας σε τιμές και πολιτική ανέλιξη, άλλοι έκαναν τόση οικονομία ώστε να βγάλουν απ’ τη μύγα ξύγκι, αν και κάτι τέτοιο μπορούσε να τους γελοιοποιήσει (π.χ. όταν μια θεατρική παράσταση ήταν τσιγγούνικα στημένη) ή να τους εκθέσει σε κίνδυνο (π.χ. όταν μια τριηραρχία κατέληγε σε βλάβη ή απώλεια του πλοίου). Σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιοι λειτουργοί φρόντιζαν να βγάλουν τα σπασμένα όπως μπορούσαν: για παράδειγμα ορισμένοι τριήραρχοι μετά το τέλος μιας εκστρατείας χρησιμοποιούσαν το πλοίο για πειρατεία για να ρεφάρουν για όσα δαπάνησαν!

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι λειτουργοί φρόντιζαν τη δημόσια εικόνα τους, γνωρίζοντας πόση σημασία είχε για την προσωπική τους πορεία. Φρόντιζαν να τονίζουν τη συνεισφορά τους τόσο στην εκκλησία του δήμου όσο και στα δικαστήρια, στα οποία δεν δίσταζαν να ζητήσουν γι’ αυτό προνομιακή μεταχείριση.

Ακόμη κι αυτοί, όμως, δεν τολμούσαν να παρακρατήσουν δημόσιο χρήμα. Οι Αθηναίοι γενικά ήταν πολύ αυστηροί με το ζητημα της διαφθοράς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις: όταν ο Άρπαλος, ο θησαυροφύλακας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ζήτησε άσυλο στην Αθήνα, φέρνοντας μαζί του κλεμμένο μακεδονικό χρυσό, η Εκκλησία του Δήμου, μετά από θυελλώδη συνεδρίαση, αποφάσισε να κρατήσει το χρυσό και να τον παραδώσει στον Μακεδόνα αντιβασιλιά Αντίπατρο. Ο Δημοσθένης ορίσθηκε μέλος της επιτροπής φύλαξης. Όταν μετρήθηκε ο χρυσός για να παραδοθεί στον Αντίπατρο, βρέθηκε κατά μερικά τάλαντα ... ελαφρύτερος και ο Δημοσθένης κατηγορήθηκε ως ... αλαφροχέρης.

Τι μας προσφέρει λοιπόν αυτή η φορολογική περιήγηση στην αρχαία Αθήνα; Προφανώς, δεν ωφελούν σε τίποτα οι άμεσες αντιστοιχίσεις. Ο αρχαίος κόσμος είχε διαφορετικές αρχές και η σημερινή αξία της άμεσης φορολογίας και της αναλογικής κατανομής των φορολογικών βαρών τότε δεν ήταν δυνατή. Οι αξίες, όμως, του κόσμου εκείνου λειτουργούσαν και – αν όχι πάντοτε – έδιναν λύσεις σε όλες τις κοινωνικές εντάσεις. Κι αν κάτι πρέπει να μας μείνει, δεν είναι τόσο το γεγονός ότι και τότε υπήρχαν επιτήδειοι φοροφυγάδες. Είναι ότι η δημοκρατική πολιτεία αποδείχθηκε πολλές φορές ευέλικτη να πάρει μέτρα ώστε η φορολογία της να είναι ταυτόχρονα όσο γίνεται αποτελεσματική και δίκαιη. Αυτό είναι και σήμερα ζητούμενο.

Για την φορολογία στην αρχαία Ελλάδα ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Gustav Glotz – Η ελληνική πόλις (ΜΙΕΤ)
- P. Vidal-Naquet/M. Austin – Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα (Δαίδαλος)
- M. Christ – O κακός πολίτης στην κλασσική Αθήνα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Εικόνα: Αγγείο με σκηνή καταμέτρησης αγαθών.

Γιάννης Δρίτσουλας

Add new comment

Filtered HTML

  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Allowed HTML tags: <a> <em> <strong> <cite> <blockquote> <code> <ul> <ol> <li> <dl> <dt> <dd>
  • Lines and paragraphs break automatically.

Plain text

  • No HTML tags allowed.
  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Lines and paragraphs break automatically.