Η εξέλιξη του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα Μέρος Β΄: Τα όπλα

Ένα ηλιόλουστο πρωινό, ένα μικρό παιδί ανέβηκε με τη μαμά του στην ακρόπολη των Μυκηνών. Αφού ατένισε όλον τον αργολικό κάμπο, μπήκε στο μουσείο και στάθηκε μπροστά στις ασπίδες. «Κοίταξε μαμά. Δεν είναι όλες ίδιες! Γιατί;». Η μαμά του εξήγησε υπομονετικά ότι, όσο περνούσαν τα χρόνια, οι υπερασπιστές της ακρόπολης σφυρηλατούσαν ασπίδες σε διαφορετικά μεγέθη και σχήματα, ώστε να είναι κάθε φορά πιο άνετες και χρηστικές για ν’ αποκρούουν τους εισβολείς. Το χαμόγελο του παιδιού, όταν κατάλαβε τα λόγια της μητέρας του, είναι ισχυρότερο από χίλιες διαλέξεις πάνω στο θέμα. Παρά ταύτα, θα προσπαθήσω παρακάτω να περιγράψω την εξέλιξη των όπλων στην αρχαία Ελλάδα με τη φιλοδοξία να χαμογελάσετε όλοι στο τέλος.

Όπως κάθε λαός, έτσι και οι Έλληνες σκέφτηκαν νωρίς την άμυνά απέναντι στους εχθρούς. Όσο πιο πίσω πάμε στην ελληνική ιστορία, οι θώρακες είναι βαρύτεροι. Οι Μυκηναίοι πολεμούσαν αρχικά με ολόσωμο χάλκινο θώρακα, που τους δυσκόλευε στις κινήσεις χεριών και ποδιών. Όσο περνούσαν, όμως, οι αιώνες, δημιούργησαν ένα νέο μοντέλο πανοπλίας, με ξεχωριστά μέρη προστασίας του τραχήλου και των ώμων, που συνδέονταν με το στηθαίο του θώρακα με ελάσματα. Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μία τέτοια «μοδάτη» πανοπλία στον «τάφο του πολεμιστή» στα Δενδρά Αργολίδας. Και πάλι, όμως, η πανοπλία ήταν βαριά.

Με την κάθοδο των Δωριέων, ήλθε στην Ελλάδα η επανάσταση του σιδήρου. Οι πολεμιστές της αρχαϊκής εποχής φορούσαν σιδερένιες πανοπλίες που καλύπταν μόνο τον κορμο, ενώ στα πόδια είχαν ανατομικές κνημίδες, που έπαιρναν το σχήμα του ποδιού του κάθε μαχητή. Οι πολεμιστές μάχονταν σε φάλαγγες και οι κινήσεις που έκαναν ήταν συγκεκριμένες• η ανάγκη, βέβαια, για ακόμη πιο ελαφριά αλλά το ίδιο προστατευτική πανοπλία, δεν σταμάτησε. Έτσι, στο τέλος της αρχαϊκής εποχής, όλο και περισσότεροι οπλίτες μάχονταν με θώρακες από λινό, με πολλά επενδυμένα τμήματα. Έχοντας σαφώς λιγότερο βάρος και περισσότερη ευελιξία, οι Έλληνες ασκήθηκαν στο να τρέχουν κατά των αντιπάλων στη μάχη και στα μηδικά σκόρπισαν τον πανικό στους βαρύτερους και δυσκίνητους Πέρσες. Εκτός αυτού, ο περσικός κίνδυνος ανάγκασε νωρίς τους Έλληνες σιδηρουργούς να τελειοποιήσουν και τα δευτερεύοντα μέρη της θωράκισης: επωμίδες, επισφύρια και επιβραχιόνια προστέθηκαν στα «υποχρεωτικά» κάθε πανοπλίας.

Απαραίτητο συμπλήρωμα της πανοπλίας, το κράνος εξελίχθηκε από στολίδι σε καίριο αμυντικό μηχανισμό. Αντίθετα απ’ ό,τι βλέπουμε στις χολυγουντιανές παραγωγές, οι Μυκηναίοι φορούσαν κράνος από δόντια κάπρου, περισσότερο για να κάνουν φιγούρα για τις ικανότητές τους στο κυνήγι, παρά για προφύλαξη. Πολύ αργότερα, στα αρχαϊκά χρόνια κατασκευάστηκε στον ελληνικό χώρο το μεταλλικό κράνος που προστατεύει από τα χτυπήματα του εχθρού. Το παλαιότερο και πιο καθιερωμένο ήταν το κορινθιακό κράνος, που αρχικά δε διέθετε οπές για τα αυτιά κι έτσι οι οπλίτες δεν άκουγαν τα παραγγέλματα των ανωτέρων τους. Επειδή αυτό μπορεί να σου κοστίσει τη ζωή σε κρίσιμη καμπή της μάχης, σιγά σιγά «κυκλοφόρησαν» μοντέλα κράνους με ανοίγματα για τα αυτιά, ενώ – εκτός Πελλοπονήσου – υιοθετήθηκαν και άλλοι τύποι κράνους, το «ιλλυρικό» και το «χαλκιδικό», πιο άνετα και ελαφριά.

Το βασικότερο, όμως, στοιχείο του οπλισμού ενός στρατιώτη, ήταν πάντα η ασπίδα. Η μυκηναϊκή χάλκινη ασπίδα είχε το σχήμα του αριθμού οκτώ, όντας ωοειδής με ανοίγματα δεξιά και αριστερά και έφερε έναν ιμάντα, ώστε ο πολεμιστής να την κρεμά στην πλάτη του, φεύγοντας από το πεδίο της μάχης. Κάλυπτε όλο το σώμα του πολεμιστή, ήταν, όμως, πολύ βαριά, τόσο που ο Όμηρος θεωρούσε ότι Αχαιοί και Τρώες είχαν ηράκλεια δύναμη για να τη σηκώνουν. Αργότερα, στους «σκοτεινούς αιώνες» έγινε παραλληλόγραμμη, συνεχίζοντας να είναι βαριά.

Η πραγματική επανάσταση έγινε στους αρχαϊκούς χρόνους, με την άνοδο των πόλεων – κρατών. Η ασπίδα έγινε στρογγυλή και κυρτή, στο δε εσωτερικό της τοποθετήθηκε ένα ιμάντας, ο πόρπακας, για να περνά από τον αριστερό βραχίονα του πολεμιστή. Κάλυπτε το σώμα από το λαιμό έως ψηλά στους μηρούς και ήταν σαφώς ελαφρύτερη, κατασκευασμένη από ξύλο με επένδυση από σίδερο. Η ασπίδα αυτή ονομαζόταν όπλον, ο πολεμιστής δε που έφερε ασπίδα ονομζόταν οπλίτης. Ένας μεγαλοφυής τεχνίτης πρόσθεσε στην άκρη του εσωτερικού της ασπίδας ένα μικρό ιμάντα, την αντιλαβή, για να περνά το αριστερό χέρι του πολεμιστή και να την κρατά σταθερή. Από τη στιγμή εκείνη η ασπίδα, από καθαρά αμυντικό, μετατράπηκε σε επιθετικό όπλο, με το οποίο ο οπλίτης απωθούσε τον αντίπαλό του για να τον καρφώσει αμέσως μετά με το δόρυ του. Επειδή, όμως, η ασπίδα αυτή δεν κάλυπτε όλο το σώμα, σε περίπτωση υποχώρησης, ο οπλίτης έπρεπε να την εγκαταλείψει πίσω του. Από αυτό προήλθε η λέξη ρίψασπις για τους δειλούς.

Οι στρατοί των πόλεων – κρατών, ασκούνταν σε ρυθμικές κινήσεις απώθησης και πλήξης του αντιπάλου κι έτσι κανένας στρατός δεν μπορούσε να ανταγωνισθεί τους Έλληνες στη μάχη σώμα με σώμα, ακόμη κι αν υπερτερούσε αριθμητικά. Χιλιετίες αργότερα, οι σαφώς υπεράριθμοι Ιταλοί βίωσαν αληθινό εφιάλτη πολεμώντας εκ του σύνεγγυς τις ελληνικές ξιφολόγχες το 1940.

Το δόρυ λοιπόν ήταν το κύριο επιθετικό όπλο του αρχαίου Έλληνα. Είχε μήκος λίγο μεγαλύτερο από το ύψος του πολεμιστή και χρησιμοποιούνταν διαχρονικά για να πλήττει από κοντά τον αντίπαλο. Ενώ αρχικά ο έλληνας πολεμιστής κουβαλούσε δύο με τρία δόρατα, ώστε να εξακοντίσει τα δύο και να κρατήσει το τελευταίο για μάχη σώμα με σώμα, την εποχή της οπλιτικής φάλαγγας υπερίσχυσε η λογική του ενός δόρατος. Με αυτό, ο οπλίτης στόχευε το λαιμό του εχθρού, στο κενό μεταξύ της βάσης του κράνους και της ασπίδας. Άλλοτε με άκαμπτη κι άλλοτε με εύκαμπτη λεπίδα, το δόρυ χρησιμοποιείτο ως φονικό όπλο και με τις δύο άκρες του.

Σε περίπτωση που ο πολεμιστής έχανε το δόρυ του για οποιοδήποτε λόγο, έσυρε αμέσως το ξίφος του. Οι Έλληνες οπλουργοί συνειδητοποίησαν με το πέρασμα των αιώνων ότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Την πρώιμη εποχή των μυκηναϊκων βασιλείων, οι Έλληνες πρίγκηπες χρησιμοποιούσαν ένα επιμήκες ξίφος που έφτανε το ένα μέτρο σε μήκος. Προορισμένο πιο πολύ για μονομαχίες κι όχι για κανονική μάχη, αν και εντυπωσιακό (όσοι έχετε δει τη μονομαχία στην ταινία «Ελ Σιντ» του 1961, έχετε μια εικόνα αυτού του ξίφους), αντικαταστάθηκε αργότερα από το «κερατοειδές» ξίφος, σαφώς μικρότερο, πιο εύχρηστο και εξίσου εντυπωσιακό. Γνωστό και ως «φάσγανον», ήταν δίκοπο κι ένα από πιο φονικά όπλα που κατασκεύασε ποτέ ο άνθρωπος.

Και στο πεδίο, όμως, αυτό η πρόοδος της τεχνολογίας και οι ανάγκες της εποχής σάρωσαν τα πάντα. Οι Δωριείς με τα σιδερένια όπλα τους διέλυσαν τα μπρούτζινα σπαθιά των Αχαιών, θέτοντάς τα σε αχρησία. Η ανάγκη για οικονομία στο σίδηρο (που έπρεπε να εισάγεται από μακρινά μέρη, όπως η Ιταλία και η Βόρεια Ευρώπη), αλλά και η πρωτοκαθεδρία του δόρατος για τον έλληνα οπλίτη, περιόρισε το μήκος του ξιφους. Κατά την κλασσική εποχή, το ξίφος ήταν ουσιαστικά ένα μακρύ εγχειρίδιο με κυρτή αιχμή, γνωστό ως «μάχαιρα». Ήταν ιδανικό για μάχη σώμα με σώμα, το προτιμούσαν οι καλά γυμνασμένοι Σπαρτιάτες και κανείς μας δεν αναρωτιέται γιατί. Προσωπικά, θα προτιμούσα να βρεθώ απέναντι σε δέκα δυσκίνητους Μυκηναίους πρίγκηπες παρά σε έναν Σπαρτιάτη με μάχαιρα.

Χάρη και στην τελειοποίηση της μορφής και της χρήσης αυτών των όπλων, οι Έλληνες κυριάρχησαν στην πολεμική τεχνική της αρχαιότητας. Η φήμη τους ξεπέρασε τα όρια του ελληνικού κόσμου και, αν και ολιγάριθμοι, ήταν υπολογίσιμος αντίπαλος από τους σώφρωνες αντιπάλους τους. Με τα όπλα τους και την πειθαρχία της φάλαγγας κατόρθωσαν ν’ αντιμετωπίσουν επιτυχώς μια ολόκληρη περσική αυτοκρατορία, απομακρύνοντας τον περσικό κίνδυνο δια παντός για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Δεν κατόρθωσαν, όμως, να διατηρήσουν το πλεονέκτημά τους, γιατί ξέσπασαν όλο και πιο λυσσαλέοι πολέμοι μεταξύ των πόλεων – κρατών, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν εκ των έσω. Η ευφυία του Φιλίππου του Β΄ και η μεγαλοφυία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έδωσαν νέα πνοή στις τεχνικές των όπλων, αλλά η αδυσώπητη μπότα του χρόνου ποδοπάτησε και τα δικά τους επιτεύγματα. Η σαρωτική υπεροχή των Ρωμαίων αποτελείωσε ό,τι υπονόμευσε ο ανταγωνισμός μεταξύ των ελληνικών πόλεων – κρατών και η τεχνική του πολέμου άλλαξε σελίδα.

Τι μας μένει από την πολεμική αρετή των αρχαίων Ελλήνων; Αν πρέπει κάτι να κρατήσουμε, ας είναι η ατέρμονη προσπάθεια να εξελίσσουν τον οπλισμό και τις τεχνικές τους και η συνεχής προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες. Σήμερα, που η ιστορία γράφεται με ιλλιγγιώδεις ρυθμούς, οι αρετές αυτές είναι πιο πολύτιμες από τους προγονολατρικούς παιάνες και τις χλαμύδες ως παρακαταθήκη. Και πιο ουσιαστικές.

Για τον οπλισμό στην αρχαία Ελλάδα ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
- Robin Osborne – Η γένεση της Ελλάδας (Οδυσσέας)
- A. Snodgrass – Early greek armour and weapon (Edinburgh University Press)
- A. Snodgrass – Τα επιθετικά και αμυντικά όπλα των αρχαίων Ελλήνων (University Studio Press)
- Claude Mosse – Η αρχαϊκή Ελλάδα (ΜΙΕΤ)
- Γεώργιος Σταϊνχάουερ – Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα (Παπαδήμας)
Στη φωτογραφία: Έλληνας οπλίτης με ασπίδα. Διακρίνεται ο πόρπακας και η αντιλαβή.

Γιάννης Δρίτσουλας

Add new comment

Filtered HTML

  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Allowed HTML tags: <a> <em> <strong> <cite> <blockquote> <code> <ul> <ol> <li> <dl> <dt> <dd>
  • Lines and paragraphs break automatically.

Plain text

  • No HTML tags allowed.
  • Web page addresses and e-mail addresses turn into links automatically.
  • Lines and paragraphs break automatically.